«Πρώτα να βουτάμε τη γλώσσα μας στο μυαλό μας και μετά να μιλάμε».
Είσαι σίγουρος πως είχες ακούσει ξανά αυτή τη φράση κάποια στιγμή στη ζωή σου. Αλλά πού; Πότε; Τι είχε ξεφύγει από το έρκος των οδόντων σου και ποιος ανέλαβε να σε συνετίσει; Και αυτός ο κάποιος είχε χρησιμοποιήσει τον πιο συμπεριληπτικό πρώτο πληθυντικό, όπως ο Πρωθυπουργός στο Υπουργικό Συμβούλιο της Τετάρτης; Ή τον πιο αυστηρό δεύτερο ενικό μαζί με ένα υψωμένο δάχτυλο που κουνιόταν πάνω-κάτω σκίζοντας σαν σπαθί τον αέρα; «Να βουτάμε» σου είχε πει; Ή «να βουτάς»;
Για να θυμηθείς, πρέπει να σκάψεις πολύ βαθιά στη μνήμη σου και να κολλήσεις ένα-ένα τα σκόρπια κομμάτια του παζλ. Πρώτα να φέρεις στο μυαλό σου πολλούς από τους «μεγάλους» της παιδικής σου ηλικίας. Επειτα να ανασυστήσεις το σκηνικό. Και στο τέλος να φτιάξεις τον ίδιο σου τον εαυτό σαν παιδικό ολόγραμμα. Ναι, μπορεί να ήταν ακόμα και κάποιος θείος, ο πιο γκρινιάρης ασφαλώς, κι εσύ να έστεκες όρθιος σαν τιμωρημένος στο σαλόνι του πατρικού σου. Ή η δασκάλα πάνω από το κεφάλι σου στο θρανίο. Ή εκείνος ο παράξενος γείτονας που σου έκοψε απότομα το παιχνίδι στη γειτονιά. Μάταιος κόπος, σου είναι αδύνατο να θυμηθείς. Αλλά ένα είναι το βέβαιο. Φορούσες κοντά παντελονάκια.
Να όμως που υπάρχουν και πιο τυχεροί από σένα. Τι έχει να θυμηθεί ένας υπουργός; Πως βρισκόταν στο Μέγαρο Μαξίμου. Καθόταν στο οβάλ τραπέζι που συνεδριάζει το Υπουργικό Συμβούλιο και η νουθεσία προήλθε από τον πρωθυπουργό του. «Να βουτάμε» είπε. Συμπεριληπτικά. Κανένας τους δεν είχε να φτιάξει το ολόγραμμα του εαυτού του με κοντά παντελονάκια και καμία συνάδελφός του να φανταστεί το δικό της με μπλε ποδιά ή ντυμένο στα ροζ με λευκή κορδέλα στο κεφάλι. Το πολύ-πολύ, και εφόσον δεν είχε πέσει θύμα του rotation, να γύριζε τέσσερα χρόνια, τρεις μήνες και οκτώ ημέρες πίσω. Στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, στο ίδιο κτίριο, στο ίδιο οβάλ τραπέζι. Και τον ίδιο πρωθυπουργό να λέει πως «κρινόμαστε για τη συμπεριφορά μας. Οχι μόνο για όσα λέμε αλλά και για όσα εκπέμπουμε».
Αν αυτή είναι η τάξη του Μαξίμου και αν ένας πρωθυπουργός επαναλαμβάνει μια τέτοιου τύπου νουθεσία, τότε το συμπέρασμα είναι πως κάποιοι από τους υπουργούς του κρίθηκαν μετεξεταστέοι. Οχι διαγωγή κοσμιοτάτη, μάλλον ούτε καν κοσμία. Αλλά επίμεμπτη, όπως προβλέπει ο νόμος που είχε καταργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2017 και επανέφερε η κυβέρνηση της ΝΔ τον Απρίλιο του 2020.
Δεν είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς ούτε πού εκδηλώθηκε αυτή η συμπεριφορική παραβατικότητα. Σε κάποια προεκλογική περιοδεία ή, ακόμα πιο εύκολα, σε κάποιο τηλεοπτικό στούντιο. Σημασία όμως δεν έχει ο τόπος αλλά το ίδιο το γεγονός και οι συνέπειές του. Η πρωθυπουργική νουθεσία είναι προϊόν της ανάγνωσης πως οι soft εκβιασμοί που συνδέουν την ψήφο με τα κονδύλια και τα κρούσματα αλαζονείας που απωθούν τους τηλεθεατές-ψηφοφόρους έχουν εκλογικό κόστος. Δεν είναι ο έλεγχος που «μαυρίζει» η χαμηλή βαθμολογία. Είναι ο πολίτης που «μαυρίζει» στις κάλπες. Από την καμπάνια έως τη διακυβέρνηση, η πολιτική είναι ζήτημα ύφους.
Δεν είναι βέβαιο πως ο ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε εκείνον τον νόμο περί διαγωγής για να γλιτώσουν ο Πολάκης και το αυριανικό ύφος του την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Είναι φανερό όμως πως εάν η πρωθυπουργική νουθεσία του 2019 είχε προληπτικό χαρακτήρα, αυτή του 2023 τροφοδοτήθηκε τουλάχιστον από το προεκλογικό ύφος Αυγενάκη και Γεωργιάδη. Οι υπουργοί, όπως θα λέγαμε και για τα παιδιά, «το παράκαναν». Και το κουδούνι στην τάξη του Μαξίμου ακούστηκε σαν καμπάνα.
Διάλειμμα τώρα; Ναι, μέχρι την επόμενη νουθεσία. Από έναν πρωθυπουργό-δάσκαλο που θα ανεμίζει τον έλεγχο προόδου πάνω από τα κεφάλια υπουργών, το dress code των οποίων έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι τα κοντά παντελονάκια.