Οποτε χρειάζεται να μεταβώ σε κάποια υπηρεσία (όπως στην Εφορία ή στην τράπεζα), προετοιμάζω έναν φάκελο με όσα μπορώ να σκεφτώ, όπως Ε1 και Ε9 χρόνων, βεβαίωση κατοικίας από τον δήμο, πιστοποιητικό γέννησης. Φυσικά, έχω ποικίλες φωτοτυπίες – με ψηφιακή σφραγίδα – και στοίβες λογαριασμών, χώρια από τα εκάστοτε αναγκαία έγγραφα, για τα οποία δεν πληροφορούμαι μόνο από το (άλλοτε καρποφόρο, άλλοτε άκαρπο) τηλεφώνημα στην υπηρεσία, αλλά και από έρευνα στο Διαδίκτυο. Αυτή η μέθοδος με καθιστά ίσως τη μοναδική ελληνίδα υπήκοο που διεκπεραιώνει τις υποθέσεις της αυθημερόν και εντός μιας ώρας το πολύ.
Η ιστορία είναι πάντα η ίδια: Κλείνω ψηφιακό ραντεβού, όπως πρέπει. Προσέρχομαι στον χώρο ένα τέταρτο νωρίτερα. Περιμένω υπομονετικά την ώρα του ραντεβού. (Ακόμα κι αν ο υπάλληλος που θα με εξυπηρετήσει είναι μόνος και βαράει μύγες, δεν θα του μιλήσω ποτέ. Θα καθίσω ήσυχα στον χώρο αναμονής, διατηρώντας διακριτική οπτική επαφή.) Οταν ο υπάλληλος με φωνάζει, χαμογελάω χειριστικά. (Ισως πω προκαταβολικά «ευχαριστώ» που με δέχτηκε.) Τον ενημερώνω για την υπόθεσή μου ψύχραιμα και αβρά. Του λέω: «Εχω φέρει όλα τα δικαιολογητικά», για να λάβω σχεδόν πάντα την απάντηση: «Μακάρι, αλλά δεν νομίζω».
Κάπου εκεί απιθώνω στο γραφείο του τον χοντρό φάκελό μου, για να λάβω, ύστερα από σύντομο έλεγχο, την αναθεωρημένη απάντηση: «Οντως, τα έχετε όλα». (Εξακολουθώ να χαμογελάω χειριστικά, σχεδόν ερυθριώντας για το κομπλιμέντο.) Τότε, κάποιο σύστημα θα κολλήσει. Δεν έχει σημασία ποιο σύστημα. Πάντα υπάρχει ένα σύστημα, που πάντα κολλάει. Στη σχετική ενημέρωση του υπαλλήλου, θα χαμογελάσω χειριστικά και θα πω: «Ωχ, μήπως σας έβαλα σε μπελά;», για να λάβω απάντηση: «Οχι εσείς! Το σύστημα!». Δεν θα συνεχίσω τη συζήτηση, μόνο θα περιμένω να βρεθεί μια κάποια λύσις. Γνωρίζω εμπειρικά ότι το σύστημα ξαναδουλεύει ή παραβλέπεται αν χαμογελάς χειριστικά.
Κάποτε η υπόθεσή μου ολοκληρώνεται και φεύγω περιχαρής, συνήθως έχοντας αναπτύξει και μια στιγμιαία φιλία με τον υπάλληλο. Πράγματι έτσι μοιάζει η αλληλεπίδραση: από άγνωστοι, καταλήγουμε γνωστοί που γελούν με τα συστήματα που κολλάνε και τα λοιπά ευτράπελα, ωστόσο ξαναγινόμαστε άγνωστοι τη στιγμή που φεύγω. Η αλήθεια είναι πως τα χαμόγελα δεν είναι αμιγώς χειριστικά, αλλά και πηγαία σε έναν βαθμό, όχι μόνο επειδή κάνω εγώ τη δουλειά μου (δηλαδή: εξυπηρετούμαι), αλλά επειδή κάνει κι ο άλλος τη δουλειά του (δηλαδή: εργάζεται).
Γνωρίζω ότι ο υπάλληλος της τράπεζας απλώς εργάζεται, δεν του ανήκει το μαγαζί· γνωρίζω ότι ο υπάλληλος της Εφορίας απλώς εργάζεται, δεν φτιάχνει τους νόμους του κράτους. Αυτοί οι υπάλληλοι κι εγώ βρισκόμαστε στην ίδια θέση – είμαστε πολίτες που δουλεύουν για να ζήσουν. Το να φερόμαστε ευγενικά μεταξύ μας όλοι εμείς οι φτωχοδιάβολοι είναι μια μορφή αντίστασης που μπορεί να μην επιδρά ακριβώς στο σύστημα των πραγμάτων που πάντα κολλάει, επιδρά όμως στον τρόπο που εμείς ανταποκρινόμαστε στα κολλήματα.
Συχνά αναρωτιέμαι τι κάνει έναν άνθρωπο να τραμπουκίζει υπαλλήλους. Κάποιοι το κάνουν από συσσωρευμένη εξουσιαστική μανία – δεν πηγαίνουν στο ρουχάδικο να αγοράσουν ρούχα, δεν πηγαίνουν στο τυροπιτάδικο να αγοράσουν τυρόπιτες: πηγαίνουν να αγοράσουν τον χρόνο του υπαλλήλου· δεν θέλουν να τους εξυπηρετήσει, αλλά να τους υπηρετήσει. Για εκείνους, «υπάλληλος» σημαίνει «κατώτερος άλλος». Ενδεχομένως όμως η συσσωρευμένη εξουσιαστική μανία έχει κάτι άλλο συσσωρευμένο μέσα της, όπως, λόγου χάρη, τη συνειδητοποίηση του προαναφερθέντος γεγονότος ότι όλοι είμαστε υπάλληλοι και δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο, εκτός, φυσικά, από έρμαια της ισότητάς μας.
Η ουσιαστική ισότητα των ανθρώπων – των κατώτερων άλλων – απέναντι στα απρόσιτα κέντρα του πολιτισμού τους – των κρατών και των υπουργείων, των πολυεθνικών και των διοικητικών συμβουλίων, αυτών των κατ’ εξοχήν άλλων με χαρακτήρα Θεού – μπορεί να είναι συντριπτική, όχι επειδή η ανισότητα είναι εγγενής, αλλά επειδή, αντιθέτως, είναι επίκτητη. Καθετί επίκτητο, σε αντίθεση με το εγγενές, προϋποθέτει τόση εσωτερική δουλειά για να γίνει διαχειρίσιμο που δύσκολα το απαρνείται κανείς, ακόμα κι αν αποδειχθεί φαύλο.
Από την άλλη, υπάρχουν κι εκείνοι που δεν τραμπουκίζουν υπαλλήλους από τη μανία να αισθανθούν εξουσιαστές αλλά από τη μανία να αισθανθούν εξουσιαζόμενοι, για τους ίδιους λόγους. Εκείνοι ξέρουν, κατά βάθος, πόσο απρόσιτος είναι ο άλλος που πραγματικά ευθύνεται για τα πάθη τους κι έτσι αναζητούν απελπισμένα το υποκατάστατο. Για εκείνους, ο υπάλληλος μετατρέπεται στον επόμενο τη τάξει Θεό – έναν Θεό που βρίσκεται μπροστά τους και θέλει-δεν θέλει θα ακούσει τα παράπονα.
Και σε αυτή την περίπτωση η πραγματικότητα της ισότητάς μας συντρίβει τους ανθρώπους, που αν δεν μπορούν μία φορά να γευτούν την ηδονή εκείνου που πρωτοστατεί στο πεδίο μάχης της ζήσης, δεν μπορούν δέκα να γευτούν τη γαλήνη εκείνου που καθοδηγείται στην έρημό της.
Ακόμα συχνότερα αναρωτιέμαι εάν η καλοσύνη είναι το μόνο που μπορεί να προσβάλει την ισότητά μας. Η απάντηση είναι εύκολη για τη χειριστική καλοσύνη. Στην πηγαία δυσκολεύει. Υπάρχει, παραδείγματος χάριν, ένα προσφιλές κοινωνιολογικό ψευδοδίλημμα με εκείνον που πουλάει χαρτομάντιλα στον δρόμο: δίνεις χρήματα χωρίς να πάρεις χαρτομάντιλα, για να τον βοηθήσεις, ή τα παίρνεις, σε μια προσομοίωση με πραγματική εμπορική δοσοληψία, για τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς του;
Ο κοινωνιολόγος θα έλεγε πως ό,τι κι αν κάνεις είναι λάθος. Το όλο καλοσυνάτο ψευδοδίλημμα τίθεται για να απεικονίσει την αναπόδραστη κλίμακα της ανισότητας, που υπάρχει, και το θέμα είναι να μην υπάρχει, δηλαδή: να μην υπάρχει επαίτης. Ο,τι κι αν επιλέξεις, βάζοντας τον εαυτό σου στη διαδικασία της επιλογής έχεις διαλέξει τη θέση σου στην κλίμακα. Αυτό θα έλεγε ο κοινωνιολόγος. Ο επαίτης δεν ξέρω τι θα έλεγε.
Πιθανολογώ ότι θα ήταν υπέρ της διαδικασίας της επιλογής. Επειδή το σωστό και το λάθος στον κόσμο είναι καλό να τα αναστοχαζόμαστε μεν, αλλά στο μεταξύ τρέχουν και πρακτικά ζητήματα. Ο άνθρωπος πρέπει κάτι να φάει όσο περιμένει την ανακαίνιση της Ιστορίας. Ενα κομμάτι ψωμί για το στομάχι ή μια ευγενική κουβέντα για την ψυχή. Οποιος έχει βιώσει την πείνα αυτών των πραγμάτων, μάλλον ελάχιστα ενδιαφέρεται για το κίνητρο αυτού που θα βρεθεί να του τα παράσχει. Στο κάτω κάτω, τον άνθρωπο τον ορίζουν πολλές ανάγκες, και είναι στα δύο τους άκρα – στις πιο ασήμαντες και στις πιο σημαντικές – εκείνες που ανακουφίζονται με την καλοσύνη και μόνο.
Ζητήματα επιλογής
Ο σκύλος μου είναι Ποιμενικός Καυκάσου (ράτσα «Μην Το Δοκιμάσετε Σπίτι»). Αυτό που κάνει ένα Καυκάσιο τόσο δύσκολο δεν είναι ο όγκος ή η εγγενής επιθετικότητα, αλλά η ευφυΐα του. Ενα Καυκάσιο δεν υπακούει στις εντολές του ανθρώπου του· τις δέχεται όταν συμφωνεί. Εχει κριτική σκέψη, επεξεργάζεται ερεθίσματα και λαμβάνει αποφάσεις. Είναι ο ορισμός της πίστης. Οταν υποτάσσεσαι εκ φύσεως, τι αξία έχει για εκείνον στον οποίο υποτάσσεσαι; Θα το έκανες με τον οποιονδήποτε (κάποια σκυλιά ανταποκρίνονται ακόμα κι αν, αντί για άνθρωπο, κρατά το λουρί τους μια σπιρτόζα μαϊμού). Οταν όμως αποφασίζεις να υποταχθείς – όπως ο ένθεος ή ο ερωτευμένος –, τότε εκείνος στον οποίο υποτάσσεσαι προσθέτει μια ψηφίδα στην ταυτότητά του. Είναι αυτός τον οποίο κάποιος επέλεξε για κάτι. Μεγάλη υπόθεση. Διότι το ένα ήμισυ του παντός για τον άνθρωπο είναι να επιλέγει. Το άλλο είναι να επιλέγεται.