Ουκ ολίγα κείμενα με θέμα τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία έχουν γραφτεί, γράφονται αυτές τις μέρες, και είμαι βέβαιος ότι θα γραφτούν και στο μέλλον. Ωστόσο, παράλληλα με τις κάθε είδους αναλύσεις για την κατάρρευση της χούντας και για τη διαχρονική σημασία της πολιτικής μεταβολής του 1974, νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον μια υπενθύμιση: η εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας φέρει τη σφραγίδα, θετική ή αρνητική, ανθρώπων «με ονοματεπώνυμο».
Και πρώτα απ’ όλα βέβαια, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του οποίου τα βασικά επιτεύγματα, κατά τον πρώτο ήδη χρόνο της μεταπολιτευτικής περιόδου, παραθέτω με σχεδόν «τηλεγραφικό» τρόπο:
Θεμελίωσε την πιο άρτια δημοκρατία από καταβολής ελληνικού κράτους.
Εστειλε οριστικά τον στρατό στους στρατώνες.
Εδωσε οριστικό τέλος στον Εμφύλιο, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, παρά το ότι το περί ου ο λόγος κόμμα είχε πάρει τα όπλα κατά της συντεταγμένης πολιτείας.
Εκλεισε οριστικά το Πολιτειακό, το οποίο μας είχε ταλαιπωρήσει επί σχεδόν εξήντα χρόνια (1915-74).
Μερίμνησε να αποκτήσει η χώρα ένα από τα πιο προοδευτικά συντάγματα της Ευρώπης.
Ενεργοποίησε τη διαδικασία ένταξης στην ΕΟΚ/ΕΕ, επιλογή που βασίστηκε σε πολιτικά κυρίως κριτήρια, αλλά δικαιώθηκε τελικά και από άποψη οικονομικού οφέλους (από τα ΜΟΠ και τα ΚΠΣ, έως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας).
Ο Καραμανλής είχε την πρόνοια να πλαισιωθεί από τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις, ώστε να μπορούν να γίνουν εφικτά όσα μόλις προανέφερα. Ειδικότερα:
Ο Βαγγέλης Αβέρωφ ήταν αυτός που κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση στον στρατό, με διαδοχικά βήματα, έσχατο από τα οποία ήταν η ματαίωση του λεγόμενου «πραξικοπήματος της πιτζάμας» τον Φεβρουάριο του 1975. Επίσης, στον Αβέρωφ πιστώνεται πως δεν έστειλε στην Κύπρο ό,τι μάχιμο είχε απομείνει από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Μια τέτοια κίνηση θα άφηνε την Ελλάδα ουσιαστικά γυμνή από αμυντική άποψη, χωρίς μάλιστα να μπορέσει να αποτρέψει τις αρνητικές εξελίξεις στην Κύπρο.
Ο Σόλων Γκίκας, με σημαντικό κύρος στον στρατό αν και απόστρατος ήδη από το 1956, ήταν αυτός που κατάφερε να ελέγξει τα σώματα ασφαλείας, αποτρέποντας ακόμα και σχέδια κατά της ζωής του Καραμανλή.
Στο πεδίο της θεσμικής ανασυγκρότησης, σημαντικός ήταν επίσης εκείνους τους μήνες ο ρόλος του Κωνσταντίνου Τσάτσου, εν πολλοίς και «πατέρα» του Συντάγματος του 1975.
Απέναντι σε αυτήν την ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι κλήθηκαν να στήσουν όρθια μια ουσιαστικά εν διαλύσει χώρα, αξίζει ίσως να θυμηθούμε τι έκαναν και τι έλεγαν κάποιοι άλλοι πολιτικοί, με σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, λοιπόν, παρέμενε εκτός Ελλάδος έως ότου τα πράγματα «σιγουρέψουν». Επέστρεψε περίπου 20 μέρες μετά την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, αφού ωστόσο είχε προηγουμένως δηλώσει πως επρόκειτο απλώς για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς»! Μιλάμε για τέτοια «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», που λένε και οι μαρξιστές-λενινιστές! Παρεμπιπτόντως βέβαια, πριν καν το μελάνι της δήλωσης Παπανδρέου στεγνώσει, ο επάρατος «νατοϊκός φρουρός» Καραμανλής είχε βγάλει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αν αυτή η κίνησή του ήταν σωστή ή λάθος, είναι άλλη συζήτηση, που προφανώς δεν μπορεί να γίνει εδώ.
Οσο για τον Χαρίλαο Φλωράκη, αυτόν που η πολιτική του «σοφία» αποτυπώθηκε σε φράσεις όπως «έχω απλωμένο τραχανά», «να λείπει το βύσσινο» και άλλα τέτοια βαθυστόχαστα, το σχόλιό του για όσα συνέβαιναν εκείνες τις τόσο κρίσιμες μέρες ήταν «Τι λάχανα, τι μπρόκολα». Με άλλα λόγια, αφού δεν είχε ανατραπεί ο καπιταλισμός, τα άλλα όλα ελάχιστη σημασία είχαν. Ποιος το έλεγε αυτό; Εκείνος του οποίου το κόμμα πολύ σύντομα ο Καραμανλής θα το νομιμοποιούσε, έπειτα από 27 χρόνια, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο ΚΚΕ να δρα ανενόχλητο, να εκδίδει τα έντυπά του, ακόμα και να ηγεμονεύει σε ορισμένα πεδία του δημόσιου βίου, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Με άλλα λόγια, να διακηρύσσει απερίφραστα – όπως άλλωστε διακήρυσσε πάντοτε – πως στόχος του ήταν να καταλύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να μετατρέψει τη χώρα σε «λαϊκή δημοκρατία», κατά τα πρότυπα της Αλβανίας και της Βουλγαρίας.
Απέναντι λοιπόν στον Καραμανλή και στους στενούς συνεργάτες του, στους οποίους – κατά σχεδόν γενική ομολογία, πλέον – οφείλεται η εδραίωση της πιο άρτιας και πιο λειτουργικής Δημοκρατίας που γνώρισε ποτέ η χώρα, αυτοί όλοι με τις «νατοϊκές φρουρές» και με τα «μπρόκολα» (και αφού βέβαια τα πράγματα είχαν σιγουρέψει πρώτα) αυτοχρίστηκαν και αυτοαποκαλούνταν αυτάρεσκα «δημοκρατικές δυνάμεις». Για ένα διάστημα μάλιστα, όταν το ΠαΣοΚ παραδυνάμωσε, κυκλοφορούσε και η παραλλαγή «ΠαΣοΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις».
«Δημοκρατικές δυνάμεις» λοιπόν, άλλως πώς γνωστές και ως «προοδευτικές δυνάμεις». Κατ’ αντιδιαστολή, προφανώς, προς τον «αντιδημοκρατικό» και «αντιδραστικό» Καραμανλή. Ποιοι; Οι σύντροφοι του Μένιου και του Ακη, οι επίγονοι του Ζαχαριάδη και προστατευόμενοι του Μπρέζνιεφ.
Ετσι, για να μην ξεχνιόμαστε…
Υ.Γ. Για να μη θεωρηθεί ότι παριστάνω τον εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς τιμητή, αλλά και για να θυμηθώ τα αριστερά νιάτα μου, ομολογώ ότι εκείνη την εποχή, μαζί με άλλους πολλούς, βρέθηκα κι εγώ αρκετές φορές στον δρόμο ζητώντας «να φύγουν» ο Αβέρωφ και ο Γκίκας. Ευτυχώς, το αίτημά μας δεν εισακούστηκε.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.