«Είμαι και αρχή και φινάλε»; Πώς και δεν διακρίναμε σε αυτόν τον στίχο – πέρα από τον τίτλο του ίδιου του τραγουδιού που «φωνάζει» από μόνος του – τον βαθύ, ολοκληρωτικό υπαρξισμό του ερμηνευτή; Γιατί, αφού από το ασματικό αντικείμενο του πόθου απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην έμφυλη ταυτότητά του, μας διέφυγε το γεγονός πως το «Υπάρχω» είναι στην πραγματικότητα ένα μανιφέστο υπέρ της συμπερίληψης; Η διαμάχη θα μείνει έτσι, μισή και ατελέσφορη, εάν δεν εμφανιστεί κάποιος για να πει πως «ο Στέλιος τελικά ήταν αναμφίβολα γουόκ» και ένα νέο κύμα αγανάκτησης να χτυπήσει σαν ηλεκτρικό ρεύμα την υπόλοιπη κοινότητα έως ότου παρέμβουν οι πιο μετριοπαθείς από τις φωνές της για να εξηγήσουν πως «είτε μας εκφράζουν είτε όχι, τα λαϊκά είδωλα πρέπει να τα αφήνουμε στην ησυχία τους και στην εποχή τους».

Λαϊκά; Τι σημαίνει λαϊκά; Θα βάλουμε τώρα και ταξικό πρόσημο στον νταλκά και τον έρωτα; Δεν χρειάζεται να επιμείνει κανείς σε αυτήν την όχι και τόσο φανταστική πρόζα για να συμπεράνει πως αυτήν εδώ την εποχή  η μικρή μας πόλη διαθέτει το προνόμιο να υποδέχεται το νέο έτος περίπου όπως αποχαιρέτησε εκείνο που έφυγε. Χωρίς ασφαλώς να έχει λύσει τα βασικά της προβλήματα και με πολλές από τις ζωτικές της ανάγκες να παραμένουν εκκρεμείς. Αλλά πάντως αφιερώνοντας χώρο και διάθεση για να αναλωθεί σε τέτοιου τύπου επίδικα. Σε έναν κόσμο που φλέγεται να βρίσκει την ενέργεια για να τσακωθεί κάτω από το βάθρο του Καζαντζίδη.

Μακαρίως; Ακόμη κι έτσι να ήταν, ποτέ δεν έβλαψε λίγη μακαριότητα. Η πραγματικά αβίωτη ζωή είναι αυτή που δεν βιώνεται και ανεπίγνωστα ή με ικανές δόσεις ελαφρότητας ακόμη και στους πιο χαλεπούς καιρούς. Η ίδια η Τέχνη προσφέρει τέτοιες διεξόδους, το «Υπάρχω» γράφτηκε το 1975, με μια δημοκρατία στα σπάργανα που μόλις είχε λύσει τους λογαριασμούς της με τη δικτατορία και τη μοναρχία ανοίγοντας τη βεντάλια των προοπτικών και της ελπίδας για το μέλλον.

Εύκολα μπορεί να θυμηθεί κανείς ή να υποθέσει για τι τσακωνόμασταν τότε – πάντως όχι για έναν ερωτικό σπαραγμό και τον βάρδο του ή αν ο στίχος «σκλάβα τη ζωή σου θα ‘χω» συνιστά stalking και υποδηλώνει κακοποιητική συμπεριφορά. Μπορεί να διαπιστώσει ακόμη πως, πενήντα χρόνια μετά, η αναζήτηση μιας προοπτικής για το μέλλον παραμένει ισχυρή. Ευτυχώς, δεν εξακολουθούμε μόνο να τσακωνόμαστε, αλλά και να ελπίζουμε, με την ελπίδα να παίρνει το σχήμα μιας συλλογικής απαίτησης.

Οπως δείχνει το δεύτερο μέρος της δημοσκόπησης που πραγματοποίησε η Μetron Analysis για «Το Βήμα» και δημοσιεύεται σήμερα, η μικρή μας πόλη θέλει καλύτερα νοσοκομεία και σχολεία, περισσότερη ασφάλεια και γεωπολιτική ισχύ, αλλά ακόμη περισσότερο μια χώρα «πιο δίκαιη κοινωνικά». Ανάμεσα στους «προσωπικούς στόχους για το 2025» ξεχωρίζουν η αναζήτηση της ευημερίας και η καλύτερη ποιότητα της καθημερινότητας – «Να τα καταφέρω καλύτερα οικονομικά», «να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στον/στη σύντροφό μου ή την οικογένειά μου», «να βρω περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου και την προσωπική βελτίωση».

Η ελληνική κοινωνία διατυπώνει, με άλλα λόγια, ένα αίτημα ευμάρειας, που ακουμπά στο πολιτικό σύστημα χωρίς να κρέμεται εξ ολοκλήρου από αυτό. Μπορεί ο καθένας να τα καταφέρει για τον εαυτό του καλύτερα εάν η πολιτική καλλιεργήσει τις προϋποθέσεις της βελτίωσης. Και τότε; Τότε θα μπορούμε να κλείσουμε και αυτή τη χρονιά όπως την προηγούμενη, με μια ζωτική δόση μακαριότητας. Το 2025 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι. Ποιος εξέφρασε καλύτερα το έθνος, ποιος μίλησε περισσότερο στην ψυχή του; Μήπως ξεπεράστηκε κανείς τους ή ήταν αντιδραστικός και δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι; Το βάθρο είναι τεράστιο για να μη βρούμε τη γωνιά που θα τσακωθούμε από κάτω.