Οι πόλεμοι ξεριζώνουν τους ανθρώπους από τον τόπο τους ως έκτακτο ή, τουλάχιστον, ως παροδικό γεγονός. Κάποια στιγμή, θέλει να ελπίζει κανείς, τελειώνουν. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, όμως, η κλιματική κρίση θα τους ξεριζώνει ως μόνιμη κατάσταση. Ως μια αιτία διωγμού, την οποία δεν θα μπορεί να αναιρέσει καμία ειρηνευτική συμφωνία, κανένα πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας και κανένα, όσο γενναιόδωρο και αν είναι, «Σχέδιο Μάρσαλ». Ο πλανήτης αυτού του όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος δεν θα είναι μόνο πιο θερμός. Θα απεικονίζεται, πέρα από τη χρωματική παλέτα του πορτοκαλί, και με ένα πλήθος νέων, έντονων γραμμών που θα αναπαριστούν τις αδιάκοπες μεταναστευτικές ροές.
Το Μεταναστευτικό, από αυτή την άποψη, είναι κάτι περισσότερο από μια υπόθεση κλειστών συνόρων. Σε ελεύθερη απόδοση, η μεγάλη του εικόνα είναι αυτή που είχε σχεδιάσει με το πενάκι του ένας γάλλος κομίστας ήδη από τη δεκαετία του ’80, όταν φανταζόταν έναν «τρίτο κόσμο», στερημένο από τον πλούτο που του είχε υφαρπάξει η παλιά αποικιοκρατία και ταλαιπωρημένο από τη χρόνια ανέχεια, να παίρνει την εκδίκησή του με μια ειρηνική όσο και μαζική εισβολή στη Γηραιά Ηπειρο που δεν μπόρεσε να σταματήσει κανένα τείχος και καμία σφαίρα. Ηταν η εικόνα μιας αδύνατης άμυνας: κάποια στιγμή οι λευκοί κατέβασαν απλώς τα όπλα παραδομένοι στο αναπότρεπτο γεγονός.
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν η γερμανική καγκελαρία έχει εντρυφήσει στη γαλλική τέχνη του graphic novel. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Ηταν αρκετή μία κάλπη στη Θουριγγία που πέρασε και άλλη μία στο Βρανδεμβούργο που έρχεται για να ενεργοποιήσουν τα αμυντικά αντανακλαστικά του καγκελάριου και το νέο κεφάλαιο στη σάγκα του Μεταναστευτικού να γραφτεί με μια «μονομερή ενέργεια» που καταργεί τη Συνθήκη του Σένγκεν και σπέρνει την ανησυχία στις χώρες υποδοχής των μεταναστευτικών ροών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Και τώρα τι θα απογίνουμε μόνοι με τους «βαρβάρους»;
Πριν απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, ενδεχομένως με κάμποσα μέτρα φράχτη ακόμη, αξίζει να σταθεί στην πολιτική ανάγνωση των πραγμάτων. Η «σκληρή» μεταναστευτική πολιτική δεν είναι πια ο ακρογωνιαίος λίθος της ακροδεξιάς ατζέντας. Τα παραδοσιακά κόμματα και η σοσιαλδημοκρατία αυτοπροσώπως ανταποκρίνονται σε ένα vox populi που είτε αισθάνεται ότι απειλείται η ασφάλειά του είτε ότι αλλοιώνεται ο τρόπος ζωής του. Δεν είναι μόνο ότι φοβάται τη λάμα του μαχαιριού τη νύχτα ή ακόμη και μέρα μεσημέρι. Είναι και πως δεν θέλει καν να διαποτίζει τα ρουθούνια του η μυρωδιά από το κεμπάπ και το κάρι.
Εχει ειπωθεί πως από τις απομιμήσεις ενός Ολαφ Σολτς, ο «κόσμος», ως μια ομογενοποιημένη μάζα χωρίς πρόσωπο, θα προτιμά πάντα αυθεντικούς ακροδεξιούς σαν τον Μπιερν Χέκε. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Με τη σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική δεν κάνει μόνο καριέρα η παλαβή Αριστερά της Σάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία. Αναστήθηκαν και οι Σοσιαλδημοκράτες της Μέτε Φρεντέρικσεν στη Δανία. Δεν θα ήταν λάθος λοιπόν μια πολιτική που θα ξερίζωνε τους ψηφοφόρους από τις εστίες τους στο κέντρο και στα περίχωρα για να αναζητήσουν στέγη και καταφύγιο στις κακοτοπιές των άκρων;
Θα ήταν. Την ίδια ώρα όμως η Ευρώπη γερνάει. Η ίδια η Ελλάδα έχει ανάγκη από εργατικά χέρια για να μείνει ζωντανή η οικονομία της, όπως συνέβη με την «κάθοδο των Αλβανών» στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και από πληθυσμιακές ενέσεις για να μη συρρικνωθεί μέχρι τελικής εξαφανίσεως. Το λάθος εδώ θα ήταν να δει κανείς το Μεταναστευτικό ως καθαρό λογιστικό πρόβλημα – τόσους θέλω, τόσους παίρνω, τόσους διώχνω. Να μην το εντάξει, με όλες τις παραμέτρους του και ίσως και με το πενάκι του, στη μεγάλη εικόνα ενός όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος.