Ενας από τους κανόνες της πολιτικής είναι ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά η φωτογραφία της στιγμής. Συνήθως αυτή η εκδοχή βολεύει τα κόμματα τα οποία δεν έχουν καλές επιδόσεις ή οι επιδόσεις τους είναι υποδεέστερες εκείνων που είχαν καταγράψει σε προηγούμενες δημοσκοπήσεις.

Οι σοβαροί αναλυτές θα σου πουν ότι οι δημοσκοπήσεις είναι ένα «εργαλείο» με το οποίο κόμματα και πολιτικοί μπορούν να επανακαθορίσουν τη θέση τους, να αλλάξουν πορεία, να δημιουργήσουν ένα καινούργιο πολιτικό πλαίσιο για να κινηθούν.

Πολλές φορές κόμματα και πολιτικοί, συνήθως αυτοί που φαίνεται να ωφελούνται στις καταγραφές των ερευνών, αρπάζουν αγκαλιά την εκδοχή «φωτογραφία της στιγμής», δημιουργούν ένα τεχνητό καταφύγιο κάτω από αυτή και πορεύονται προς τον όλεθρο, επειδή ακριβώς αρνούνται να κοιτάξουν στα μάτια την πραγματικότητα. Το έχουμε δει τα τελευταία χρόνια να συμβαίνει κατ’ επανάληψη, φοβούμαι δε ότι θα το ξανασυναντήσουμε.

Οι αναφορές αυτές δεν είναι στον αέρα, ούτε αφορούν κάποια πραγματεία περί τις δημοσκοπήσεις και τι ακριβώς περιγράφουν.

Εχουν αφετηρία το φαινόμενο που εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα και περιγράφει ζωηρά μια πιθανή μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία λογικά θα έπρεπε να σημάνει συναγερμό στα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα, αν δεν έμπαιναν όλα μαζί κάτω από την ομπρέλα της «φωτογραφίας της στιγμής» για να μη βλέπουν αυτό που εξελίσσεται.

Ποιο είναι αυτό το φαινόμενο; Πρόκειται για την άρση της εμπιστοσύνης προς τα κόμματα αυτά, η οποία κατά τις δημοσκοπήσεις έχει οριζόντια διαστρωμάτωση.

Αρκετοί έχουν σπεύσει να την αποδώσουν στην υπόθεση των Τεμπών και στα σωρευτικά λάθη που έχουν διαπράξει στη διαχείριση του δυστυχήματος κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Αλλοι στο γεγονός ότι η μακροχρόνια αναπηρία του πολιτικού μας συστήματος από την απουσία σοβαρής και οργανωμένης αντιπολίτευσης έφθειρε εν τέλει και την κυβέρνηση, η οποία παρουσίασε μια σειρά από συμπτώματα, όπως ασυνάρτητες αποφάσεις, αδυναμία παραγωγής πολιτικής, έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής, πολλά λάθη, περισσότερες παραλείψεις – με δυο λόγια, αν υπήρχε αντιπολίτευση, θα είχαμε και καλύτερη κυβέρνηση.

Τάσσομαι, όπως είναι φυσικό, υπέρ της δεύτερης εκδοχής.

Η οργανωμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να μην αφήσει να επικρατήσουν οι συνθήκες για την ύπαρξη μιας σοβαρής αντιπολίτευσης τη βόλεψε πρόσκαιρα, αλλά εν τέλει απέβη σε βάρος της. Γιατί όλα όσα προαναφέρθηκαν δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας αλαζονικής στάσης απέναντι στα πράγματα. Ακόμη και στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Τίποτε από όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες δεν θα παρουσιάζονταν αν η κυβέρνηση είχε από την πρώτη στιγμή πέσει «με τα μούτρα» τόσο στη διαλεύκανση των συνθηκών του πολύνεκρου συμβάντος όσο και στη δημιουργία ενός ασφαλούς δικτύου σιδηροδρόμων.

Και βεβαίως είχε παραβλέψει το πολιτικό κόστος και είχε εκείνη πρώτη παραπέμψει στη Δικαιοσύνη όσα πολιτικά στελέχη, και δικά της, ενέχονται στο δυστύχημα.

Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν έγινε. Επικράτησε η αυταρχική αντίληψη ότι αφού δεν υπάρχει αντιπολίτευση για να πιέσει, θα «ρυθμιστούν» όλα, με βάση τη γνωστή συνταγή που ακολουθήθηκε στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Κάνουν τη «χαμαλοδουλειά» ένας-δυο δικαστές και μετά αυτή τους αφαιρείται για να την αναλάβει δήθεν διά της αναβαθμίσεως ένας άλλος, ανώτερος δικαστής, ο οποίος με χειρουργικές επεμβάσεις αφαιρεί οτιδήποτε από το σκάνδαλο αγγίζει την κυβέρνηση.

Αυτή η λογική όμως είχε κοντά πόδια. Ηταν αδύνατον να περπατήσει για μια υπόθεση η οποία αφορά τον θάνατο 57 νέων, στην πλειοψηφία τους, ανθρώπων, ενώ κάπου εκεί στο βάθος αχνοφαίνεται και μια δόση διαφθοράς και διαπλοκής.

Αρα, όποιος πίστευε – ή εξακολουθεί να πιστεύει και να «εργάζεται» προς αυτή την κατεύθυνση – ότι το θέμα θα λυθεί διά της μεθόδου των υποκλοπών, στην καλύτερη δεν διαβάζει τις δημοσκοπήσεις και στη χειρότερη τις διαβάζει αλλά δεν τις καταλαβαίνει.

Κυρίως όμως δεν αντιλαμβάνεται πως η εκρηκτική άνοδος, για παράδειγμα, του κόμματος Πλεύση Ελευθερίας δεν οφείλεται τόσο στον ακτιβισμό της προέδρου του εντός ή εκτός Βουλής. Οσο στην πεποίθηση της κοινωνίας ότι αυτό το κόμμα μπορεί να εκφράσει αντιπροσωπευτικότερα την οργή, τον θυμό, την απογοήτευση, τη διαμαρτυρία στην επιχείρηση «αυτοπροστασίας» της κυβέρνησης μέσω της συγκάλυψης των ηθικών αυτουργών του δυστυχήματος.

Η κοινωνία γνωρίζει καλά την κυρία Κωνσταντοπούλου, δεν έχει υποστεί λοβοτομή να μη θυμάται όσα (δι)έπραξε στη διάρκεια της 8μηνης θητείας της ως Προέδρου της Βουλής. Το ότι όμως τη γνωρίζει και παρ’ όλα αυτά της τριπλασιάζει τα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις είναι μια τεράστια καμπάνα που χτυπάει για κυβέρνηση και αντιπολίτευση.

Πρόκειται για τη διόγκωση ενός αντισυστημικού κύματος το οποίο σε αυτή τη φάση στρέφεται προς την κυρία Κωνσταντοπούλου επειδή ακριβώς δεν έχει πώς αλλιώς να εκφραστεί. Αυτό είναι το πρόβλημα, όχι αν η Πλεύση Ελευθερίας τριπλασιάζει τα ποσοστά της.