Ακόμη και στη Wikipedia η ζωή του Βίλι Μπραντ διαβάζεται σαν ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που αδικεί και η πιο προσεκτική περίληψη. Γεννήθηκε πάντως ως Χέρμπερτ Καρλ Φραμ από μια μητέρα που εργαζόταν ως πωλήτρια και έναν πατέρα που δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν, διέφυγε στη Νορβηγία για να γλιτώσει τη σύλληψη από τους Ναζί, επέστρεψε μια πρώτη φορά στο Βερολίνο ως Γκούναρ Γκάασλαντ και μια δεύτερη ως Βίλι Μπραντ, ενώ ανέλαβε τις τύχες της πόλης του την περίοδο που χτίστηκε το Τείχος. Παρέδωσε τη δημαρχία εννέα χρόνια αργότερα για να εκλεγεί καγκελάριος και έχοντας πιστωθεί ένα μικρό θαύμα ανοικοδόμησης.
Από μια ζωή που ήταν η τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, στην οποία περιλαμβάνονται ακόμη ο ισπανικός εμφύλιος, το «χρίσμα» από τον Τζον Κένεντι και μια ιστορία κατασκοπείας, ο Βίλι Μπραντ στριμώχνεται σήμερα στα μέτρα ενός υποτιθέμενου υποδείγματος υποψηφιότητας. Δεν ήταν και εκλεγμένος δήμαρχος και υποψήφιος καγκελάριος; Δεν είναι άραγε τόσο απλό ώστε να μπορούν να εξισώνονται ακόμη και τα εννέα χρόνια με τους πεντέμισι μήνες; Εκείνος εξάλλου δεν ήταν παρά ένας εργάτης της πολιτικής, όχι ολόκληρος δούκας.
Αλλά και το ΠαΣοΚ, που σήμερα φιλοξενεί αυτή την υποτιθέμενη υποψηφιότητα Μπραντ, δεν είναι το κόμμα που ήταν κάποτε. Στον μισό αιώνα ζωής που συμπληρώνει τον Σεπτέμβριο, θα θυμηθούμε πως στα νεανικά του χρόνια οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Μπραντ, θεωρούνταν κάτι σαν ρεβιζιονιστές της γνήσιας σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Στην κινηματική λογική του κόμματος, η σοσιαλδημοκρατία ήταν απαγορευμένη λέξη, μια απόκλιση από τον ορθό δρόμο που οδηγούσε στην κοινωνική επανάσταση, μια στρέβλωση της ιδεολογικής καθαρότητας. Ή, πιο απλά, για τα γούστα των ελλήνων σοσιαλιστών οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες παραήταν καπιταλιστές.
Παρά τις επτά υποψηφιότητες που μπορεί να γίνουν οκτώ ή εννέα, από τις περιλάλητες ζυμώσεις στο ΠαΣοΚ απουσιάζει οποιαδήποτε τέτοια συζήτηση. Στο Κίνημα δεν συζητούν για ιδεολογίες και άλλες σπατάλες χρόνου, η αγωνία της επιστροφής στην επικράτεια των κομμάτων εξουσίας περιορίζεται στην αμφισβήτηση του ενός, στα «κάν’ το όπως ο Μπραντ», στα «ήρθε η ώρα να γίνω κι εγώ πρωθυπουργός».
Αντίθετα από το κέντρο του, η συζήτηση έχει ανάψει στους δύο πόλους του συστήματος. Στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου ένας αρχηγός έστριψε το κόμμα από τα αριστερά μόνο για να το περιστρέφει αδιαλείπτως γύρω από τον εαυτό του. Και στη ΝΔ, όπου ένας πρώην έθεσε το ζήτημα μιας φαντασιακής «επιστροφής στις ρίζες», εκεί που υποτίθεται πως δεν χωράει ο «άκρατος δικαιωματισμός» και οι πασοκογενείς δεν έχουν θέση ούτε ως εξωνημένοι σοσιαλδημοκράτες.
Στην πραγματικότητα, και οι τρεις σταθερές του άξονα καταλήγουν στη συνισταμένη μιας ιδεολογικής ρευστότητας. Εστω και εάν εκκινούν από διαφορετικά σημεία εκκίνησης, έστω και αν στο ΠαΣοΚ δεν ξέρουν πια τι είναι, στον ΣΥΡΙΖΑ τρέμουν αυτό που μπορεί να γίνουν και στη ΝΔ δοκιμάζονται από αυτό που ήταν. Και στις τρεις περιπτώσεις η ιδεολογική ρευστότητα προκαλεί κρίσεις ταυτότητας που στην επιφάνειά τους σκάνε ως κρίσεις ηγεσίας. Συνοπτικά, ο ένας αρχηγός αμφισβητείται από δύο πρώην (ή από έναν πρώην και μισό), ο άλλος από έναν πρώην και τουλάχιστον το μισό του κόμμα, ενώ ο τρίτος δεν σταματά να μετρά αντιπάλους.
Η άσκηση της εξουσίας γίνεται έτσι μια συνεχής δοκιμασία. Οχι μόνο εδώ, αλλά και αλλού. Οι δημοκρατίες παράγουν πια πρωθυπουργούς 49 ημερών σαν τη Λιζ Τρας, προέδρους που σαρώνουν τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς πριν συντριβούν όπως ο Μακρόν, άλλους που βαραίνει η βιολογική τους αποστρατεία.
Αυτή είναι η εποχή των αναλώσιμων και των εκλογικών κοινών που μετακινούνται πια με την ίδια ρευστότητα ανάμεσα στο κέντρο και στα άκρα. Μια εποχή που μάλλον δεν θα έκανε τη ζωή του Βίλι Μπραντ ακόμη πιο συναρπαστική. Αλλά, ακόμη και εκείνου, απλώς εφιαλτική.