Να ποινικοποιείς την ενδοοικογενειακή βία. Να αποποινικοποιείς τη μοιχεία. Να καταργείς την προίκα. Να απαλλάσσεις τη σύζυγο από τη σκέπη του συζύγου, να την αναγνωρίζεις ως ισότιμο συμμέτοχο στη λήψη των οικογενειακών αποφάσεων και να της αποδίδεις το επίθετό της. Αυτό κι αν είναι «επανάσταση».
Αυτή την ξεχασμένη «επανάσταση», από το μακρινό 1982, μνημόνευσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να εντάξει το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών στη χορεία των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου. Ξεχασμένη επειδή τώρα όλα αυτά μάς φαίνονται «αυτονόητα», όπως είπε ο ίδιος. Ποιος μπορεί να φανταστεί σήμερα έναν σύζυγο νταή να δέρνει όχι μόνο ανενόχλητος αλλά και επιδοκιμαζόμενος τη γυναίκα του επειδή «ξέρει εκείνη τον λόγο»; Και ποια εξωσυζυγική σχέση μπορεί να περάσει την υπόλοιπη νύχτα της στο αυτόφωρο;
Ακόμη πιο ξεχασμένο είναι ένα ευφυολόγημα της εποχής που εκτοξεύθηκε στη Βουλή κατά την ψήφιση της «επανάστασης». «Μα τι κυβέρνηση είναι αυτή» διερωτήθηκε ο αντιπολιτευόμενος Θανάσης Κανελλόπουλος, «που αποποινικοποιεί την γκαρσονιέρα και ποινικοποιεί την κρεβατοκάμαρα;».
Ξεχασμένο επειδή κανένας δεν θα ήθελε να θυμάται σήμερα, όσο χαριτωμένη και αν ακουγόταν τότε, μια τέτοια νομιμοποίηση της βίας. Αλλά και επειδή, ήδη στην εποχή του, το ευφυολόγημα είχε ξεπεραστεί από την κοινωνική πραγματικότητα. Στην Ελλάδα του 1982 η «επανάσταση» που ψηφίστηκε στη Βουλή είχε προηγουμένως εκδηλωθεί στην κοινωνία. Δεν έφριτταν οι συντηρητικοί για την «έκκληση των ηθών» σε κενό αέρος. Κάτι έβλεπαν, καμιά φορά ακόμη και ηδονοβλεπτικά. Κάτι οσμίζονταν που, έστω και ανομολόγητα, γαργαλούσε και τις δικές τους ορμόνες. Και οι γυναίκες, σύζυγοι και μη, ήταν πιο χειραφετημένες απ’ όσο τις στρίμωχνε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο.
Ολες; Οχι όλες, όχι όλοι. Κι αυτή ήταν η ουσία της «επανάστασης». Περισσότερο από τον συγχρονισμό του κράτους με την κοινωνική πραγματικότητα των «απελεύθερων», η μεταρρύθμιση του ’82 είχε νόημα για όλους εκείνους που υπέφεραν στα αδιανόητα δεσμά της νόμιμης ενδοοικογενειακής βίας, πλήρωναν πολύ ακριβά την παράνομη ελευθεριότητα ή παντρεύονταν με υποχρεωτικό δώρο γάμου μια προίκα. Γι’ αυτούς που βίωναν τόσο σκληρά αυτή τη διαφορά φάσης, ναι, ήταν επανάσταση.
Ετσι αποκτά νόημα και η προβολή του 1982 στο 2023. Από τη μία η κοινωνική πραγματικότητα που λέει ότι χιλιάδες ζευγάρια ομόφυλων ζευγαριών έχουν νομιμοποιήσει ήδη τη σχέση τους, έχουν δημιουργήσει οικογένειες, έχουν αποκτήσει παιδιά με ή χωρίς παρένθετες μητρότητες. Και από την άλλη, εκείνοι που παραμένουν αλυσοδεμένοι στα δεσμά ενός ασφυκτικού κοινωνικού περιβάλλοντος ή μιας δυσβάσταχτης οικονομικής δυσπραγίας. Αν οι μεταρρυθμίσεις του 1982 ή του 2023 έτρεχαν να προλάβουν ασθμαίνοντας τους πρώτους, στους δεύτερους προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας, καλλιεργούν ένα περιβάλλον ισότητας και δημιουργούν την ευκαιρία μιας καλύτερης ζωής.
Και αν το 1982 η διαφορά φάσης εκδηλωνόταν ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια ή την πόλη και το χωριό, το 2023 εμφανίζεται ανάμεσα στις Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Είκοσι από αυτές έχουν νομιμοποιήσει τον «γάμο για όλους» και ανάμεσά τους είναι η Γαλλία, αλλά παιδιά με παρένθετη κύηση δεν μπορούν να αποκτήσουν ούτε τα ετερόφυλα ζευγάρια Γάλλων. Μπορούν όμως στις άλλες Πολιτείες που σύντομα θα εκδίδουν ένα ευρωπαϊκό πιστοποιητικό γονεϊκότητας, κάτι που σημαίνει πως ένα παιδί που θα έχει γεννηθεί στην Ισπανία, με όποιον τρόπο και αν έχει γεννηθεί και ό,τι και εάν είναι οι γονείς του, δεν θα είναι ούτε παράνομο ούτε ανύπαρκτο στην Πορτογαλία, στην Αυστρία ή στην Ελλάδα.
Η κοινωνία αλλάζει και με την αλλαγή μεταβολίζεται και το αιώνιο κύτταρό της, η οικογένεια. Τόσο που κάποιος μπορεί να πει ότι «ως τώρα ξέραμε τις οικογένειες με δυο γονείς και πέντε παιδιά, όπου να ‘ναι θα μας πουν ότι μια οικογένεια μπορεί να έχει δυο παιδιά και πέντε γονείς» και να μην είναι ευφυολόγος. Αλλά προφήτης του Γονέα 5, 6, 7 και της επόμενης «επανάστασης».