Σύμφωνα με οικογενειακές μαρτυρίες, η βάφτισή μου ήταν επεισοδιακή λόγω του παπά που με βάφτισε – ο οποίος δεν ήταν τρελός, ήταν όμως: 1) περήφανος στ’ αφτιά, καθώς και 2) απρόθυμος να χωνέψει το Σχίσμα.
Πρόβλημα 1 – «Περήφανος στ’ αφτιά»: Οι γονείς μου ήθελαν να με βαφτίσουν Αγγελική, όπως και έγινε. Ωστόσο, το «Αγγελική» ριμάρει με το «Βασιλική», ο παπάς παράκουσε, μου το απέδωσε στις δύο από τις τρεις βουτιές στην κολυμπήθρα, ώσπου τον έφτασαν τα ουρλιαχτά των δικών μου και με αποκάλεσε Αγγελική, γλιτώνοντάς με από μια δυσεπίλυτη γραφειοκρατική παρεξήγηση με τον Κύριο. Ευτυχώς, επειδή προτιμώ το Αγγελική και πολύ περισσότερο το χαϊδευτικό μου Αντζυ, με το οποίο με φώναζαν από βρέφος.
Οι γονείς μου με διαβεβαίωσαν ότι μου το έδωσαν από το ομώνυμο τραγούδι των Rolling Stones – μάλιστα, επέμεναν τόσο που, ως νήπιο, πίστευα ότι δεν έχουμε κανέναν στην οικογένεια με αυτό το όνομα. Κάποτε έμαθα ότι στην πραγματικότητα έφερα το όνομα της γιαγιάς μου (μητέρας του πατέρα μου). Η προσωπική μου θεωρία συνωμοσίας λέει ότι η έμπνευση από το τραγούδι των Stones ήταν επινόηση της μητέρας μου, η οποία δεν καιγόταν να με αποκαλεί με το όνομα της πεθεράς της. Ποιος ξέρει. Η μητέρα μου ακούει και όπερα, πάλι καλά που δεν αποφάσισε να με φωνάζει Πριγκίπισσα ντι Μπουγιόν και να περνούσα τα εφηβικά μου χρόνια ισχυριζόμενη στους κνίτες φίλους μου ότι με λένε Μαρία.
Πάντως, απ’ όταν πρωτάκουσα τη διήγηση, το παρ’ ολίγον όνομά μου άρχισε να επιδρά πάνω μου με έναν παράξενο τρόπο. Κάθε φορά που το ακούω σε κάποια άλλη γυναίκα, αισθάνομαι λες και εκείνη είναι εγώ· αισθάνομαι λες και βλέπω τον εαυτό μου να ζει μια εναλλακτική ζωή, ενίοτε αναρωτιέμαι αν εκείνη θα μπορούσε να βλέπει τη δική μου ζωή ως εναλλακτική της, αν έτυχε κάποτε κάποιος, παρακούγοντας, να την αποκάλεσε Αγγελική. Αντιλαμβάνομαι τη συνάντησή μας – εμού και της εκάστοτε Βασιλικής – ως ένα κβαντικό σταυροδρόμι, που ο Πλάτωνας, ο Μιλ, ο Νίτσε, ο Σαρτρ, ο Βίτγκενσταϊν και ο Ντεριντά θα αντιλαμβάνονταν ως αδιέξοδο, το ίδιο και η Μπάτλερ και ο Φουκό, ακόμα και ο Κομφούκιος με το «τσενγκμίνγκ» του.
Πρόβλημα 2 – «Απωθημένα με το Σχίσμα»: η νονά μου είναι Ιταλίδα· όχι από την Κυψέλη – μασίφ Ιταλίδα, ρωμαιοκαθολική. Οι γονείς μου προφανώς δεν σκέφτηκαν ότι για να βαφτιστώ ως ορθόδοξη θα έπρεπε το λαδάκι να το βάλει ορθόδοξος και όχι απλώς χριστιανός, αν και αμφιβάλλω ότι θα έπρατταν διαφορετικά εάν η νονά μου ήταν βουδίστρια. Η οποία νονά μου μιλάει και με προφορά τα ελληνικά, την οποία ο παπάς διέκρινε (η ακοή του δεν επαρκούσε για να πετύχει το όνομα, αλλά επαρκούσε για να πιάσει τα παχιά «ρο» και «τς»), χωρίς να δώσει σημασία.
Τη σημασία την έδωσε μετά, όταν είδε το ξενικό επώνυμο πάνω στη χαρτούρα, οπότε και τη ρώτησε από πού κρατάει. Εκείνη του απάντησε με φυσικότητα, όμως ο παπάς συνέχισε με την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: «Συγγνώμη, είστε καθολική;», στην οποία η νονά μου απάντησε, με ακόμα μεγαλύτερη φυσικότητα: «Ναι». Η υπόλοιπη διήγηση των γονιών μου αφορά τις συντεταγμένες στον Ατλαντικό όπου έφτασε το ουρλιαχτό του.
Και αυτό μου άφησε ένα κουσούρι, μαζί με εκείνο του παρ’ ολίγον ονόματος, αφού, όποτε μπαίνω σε καθολικό ναό, αισθάνομαι μια οικειότητα, σαν κάτι να είναι πολύ σωστό εκεί μέσα. Σε έναν ορθόδοξο ναό, κατάνυξη μπορείς να βιώσεις και δίχως θρησκεία ή πίστη – είναι το ημίφως, η ζέστη των κεριών, η μυρωδιά του ξύλου, το αμήχανο πλέξιμο των χεριών, που οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να τα κάνουν (όπως έλεγε ο Χιόνης), έτσι όπως στέκονται όρθιοι δίχως την υποχρέωση κάποιας δράσης, κόντρα στη συνήθειά τους.
Για να παραφράσω γνωστά κλισέ, πρέπει να είσαι θηρίο ή – αυτοπροσώπως, εν προκειμένω – θεός για να μην αντιλαμβάνεσαι την αισθητηριακότητα της Ορθοδοξίας. Αλλιώς, δεν χρειάζεται να πιστεύεις στην ύπαρξη της ψυχής για να συγκινηθείς εκεί μέσα, αρκεί να πιστεύεις στη σάρκα και στα οστά.
Οι καθολικοί ναοί είναι αλλιώς. Μοιάζουν με το σαλόνι ενός σπιτιού που νοσταλγώ δίχως να έχω γνωρίσει, με θολές εικόνες της παιδικής ηλικίας που δεν ξέρω αν είναι μνήμες ή επινοήσεις. Σαν να έχω ζήσει εκεί και να το ξέχασα ή να ευχόμουν να ζήσω εκεί και να το ονειρεύτηκα τόσο που βυθίστηκα στην ψευδαίσθηση, όπως κοιτάζοντας μια μέρα κάτι λιόδεντρα στα Χανιά, με τη θάλασσα καταγάλανη πίσω από το κιτρινιάρικο χωράφι, ένιωσα πως βρίσκομαι στην Τυνησία. (Δεν έχω πάει ποτέ στην Τυνησία. Πάντα ήθελα να πάω στην Τυνησία.)
Είμαστε δέσμιοι στην πρώτη φορά των πραγμάτων. Ο,τι προσθέτουμε με τις δικές μας δυνάμεις στον ορισμό του εαυτού μας έρχεται πάντα δεύτερο
Ο πολιτισμός είναι η επιτομή της τυχαιότητας: τυχαία γεννιόμαστε σε έναν τόπο, αποκτούμε μητρική γλώσσα, ενσωματωνόμαστε σε μια θρησκευτική παράδοση, λαμβάνουμε ένα όνομα. Ολα μπορούμε να τα αλλάξουμε – ακόμα και την κατάσταση του να είμαστε ζωντανοί, ακόμα και την ταυτότητα του αίματός μας (με τη μεταμόσχευση μυελού των οστών), αλλά η ίδια η ενέργεια της αλλαγής επιβεβαιώνει την υποταγή σε μια ερήμην μας τιθέμενη δομή. Δεν μας ρωτάει κανείς αν θέλουμε να υπάρξουμε, ούτε μας επιτρέπει να επιλέξουμε το πώς και τα τι. Είμαστε δέσμιοι στην πρώτη φορά των πραγμάτων. Ο,τι προσθέτουμε με τις δικές μας δυνάμεις στον ορισμό του εαυτού μας έρχεται πάντα δεύτερο.
Το ερώτημα σχετικά με το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο δεν τέθηκε ποτέ μονάχο του. Ο άνθρωπος ανέκαθεν ενδιαφερόταν εξίσου για το τι συνέβη πριν από τη γέννηση. Νομίζουμε πως το πρώτο ερώτημα δημιούργησε τη θρησκεία και το δεύτερο την επιστήμη, αλλά και τα δύο, με το που τέθηκαν, δημιούργησαν κάτι πολύ χειρότερο: την Ιστορία. Αυτή είναι τα δεσμά του ανθρώπου, πιο βάναυση κι από τους περιορισμούς του σώματος. Δεν μπορούμε να εννοήσουμε απολύτως τίποτα εάν δεν το ιστορικοποιήσουμε. Ο,τι είναι η όψη ή η ονομασία ενός αντικειμένου για την αντίληψή του είναι για το παν η Ιστορία.
Το να συμφιλιωνόμαστε με την ενστικτώδη αγάπη μας για τον πολιτισμό όπου μας έμπασαν χωρίς να μας ρωτήσουν ισοδυναμεί με την αποδοχή της ιδιότητάς μας ως ανθρώπων, που ισοδυναμεί με την αποδοχή της ιδιότητάς μας ως ζωντανών. Αυτό είναι το τίμημα: Liber sum, ergo non sum.
Καθρέφτης δυναμικών
Στο Ομηρο, ο «δημιοεργός» (δημιουργός: δήμιος και έργο) είναι εκείνος ο οποίος δουλεύει για τους ανθρώπους. Στον σύγχρονο λόγο, συνηθίζουμε να αποκαλούμε δημιουργούς τους λογοτέχνες, ενώ ζωγράφους και γλύπτες τους αποκαλούμε καλλιτέχνες. Είναι ερώτημα πώς μας προέκυψε αυτή η υποσυνείδητη διαφοροποίηση, αφενός επειδή καλλιτέχνης μπορεί να ονομαστεί γενικώς όποιος καταπιάνεται με μία από τις Καλές Τέχνες και αφετέρου επειδή, στην καθημερινότητα, ευκολότερα ταυτίζουμε τη δημιουργία με την απτότητα, μια ιδιότητα την οποία δεν περιλαμβάνει ακριβώς το έργο του λογοτέχνη. Αραγε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αναγνωρίζουμε την αρχέγονη λειτουργία εκείνου που χειρίζεται την τέχνη του λόγου ως διαμορφωτή της κοινωνίας; Είναι το απτό έργο του λογοτέχνη ο ίδιος ο κόσμος του αισθητού; Θα κάνω ένα άλμα και θα πω ότι οι δημοκρατικές δυναμικές μιας εποχής απεικονίζονται στη λογοτεχνία της. Σήμερα η λογοτεχνία είναι γεμάτη καλές προθέσεις αλλά ανερμάτιστη. Ακριβώς όπως εμείς.