Η αντιπροσώπευση δεν προσδίδει στη σύγχρονη δημοκρατία μόνο τη δυνατότητα να λειτουργήσει τεχνικά ή να αποκτήσει το έλλογο φίλτρο της. Στην κλασική νεωτερική εκδοχή της, αυτήν του Τόμας Χομπς, ανάγεται σε οντολογική προϋπόθεση για την έκφραση του λαού. Η σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, η οποία συνοψίζεται νομικά στην ελεύθερη εντολή του βουλευτή, δημιουργεί μια «πλασματική» ταύτιση και την ίδια στιγμή την πραγματική απόσταση ανάμεσά τους.

Στη δημοκρατική παράδοση του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, την οποία ακολουθεί και ένας μεγάλος θεωρητικός του δικαίου, ο Χανς Κέλσεν, η αντιπροσώπευση σημαίνει την ανεπίτρεπτη εκχώρηση της βούλησής μας. Γι’ αυτό και φέρει πάντα εντός της, ως αριστοκρατική επένδυση του πολιτεύματος, την ίδια της την κρίση.

Η κρίση αυτή, που ριζώνει στη δομική ατέλεια της αντιπροσώπευσης και στα πολιτικά χαρακτηριστικά της συγκυρίας, αποτυπώνεται στο υψηλό ποσοστό της αποχής στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, με αποκορύφωμα τις ευρωεκλογές της προηγούμενης Κυριακής (άγγιξε το 60%). Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου και του Μαΐου του 2023 τα ποσοστά αυτών που απείχαν κινήθηκαν αντίστοιχα στο 46% και στο 38%, ενώ τον Ιούλιο του 2019 στο 42%. Τον Σεπτέμβριο του 2015 η αποχή έφτασε στο 43%.

Το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής σε εθνικές εκλογές της τελευταίας 20ετίας καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2004 (76,5%), σε μια αισιόδοξη περίοδο της Μεταπολίτευσης (2000-2009). Εκτοτε, τα στατιστικά της κάλπης καταδεικνύουν μια κόπωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, που σε κάθε αναμέτρηση μπορεί να αποτιμηθεί διαφορετικά, όμως συνολικά προδίδει τη συναισθηματική απομάκρυνση του εκλογικού σώματος.

Παράλληλα, οι συνταγματικοί θεσμοί, που καλούνται να ενισχύσουν τη «θερμή» όψη της δημοκρατίας, αποδεικνύονται είτε αδρανείς και περιθωριακοί, όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία του άρθρου 73 παρ. 6 του Συντάγματος (αναθεώρηση του 2019), είτε συγκρουσιακοί και μάλλον ακατάλληλοι για την επίλυση των πολυδιάστατων ζητημάτων της εποχής μας, όπως τα δημοψηφίσματα. Εξάλλου, στο ελληνικό παράδειγμα, τα τελευταία επαναφέρουν τις επώδυνες μνήμες του 2015 και ενεργοποιούν ευρύτερα τον φόβο μιας λαϊκιστικής παραφθοράς της δημοκρατικής βούλησης, που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη, ιδίως στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων και στην προστασία των μειοψηφιών.

Διόλου τυχαία, η αναβάθμιση του δημοκρατικού παιγνίου περνά σήμερα από τεχνικές που αποσκοπούν στη «διευκόλυνση» της ψήφου και υπολαμβάνουν την κάμψη της αυτοπρόσωπης παρουσίας στο εκλογικό τμήμα, στον παραδοσιακό δηλαδή δημοκρατικό μας τόπο, όπως η επιστολική ψήφος και η ηλεκτρονική ψηφοφορία, που ήδη εφαρμόζεται σε εκλογικές διαδικασίες μικρότερης εμβέλειας (π.χ., στην ανάδειξη των οργάνων διοίκησης στα πανεπιστήμια). Η διονυσιακή μορφή της δημοκρατίας – και αυτό διαφαίνεται και στην παρακμή των άλλοτε πολυπληθών προεκλογικών συγκεντρώσεων – δίνει προοδευτικά τη σκυτάλη στην πιο αποστασιοποιημένη και τεχνοκρατική της παραλλαγή. Πρόκειται για μια τελευταία(;) ελπίδα επιστροφής της δημοκρατίας στη δύναμη των πολλών, αλλά ταυτόχρονα και για μια παραδοχή της αδυναμίας της να τους συγκινήσει.

Ο κύριος Γιώργος Ν. Καραβοκύρης είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.