Το επιχείρημα φαινόταν ισχυρό, βγαλμένο από τη μήτρα της πιο στέρεης και αδιαμφισβήτητης λογικής. «Ποιοι», έλεγαν, «θα μπορούσαν να σχετίζονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας, εάν όχι πρόσωπα που κατέχουν δημόσια αξιώματα και άλλες θέσεις ισχύος; Ο μπακάλης της γειτονιάς;».
Γι’ αυτό υποτίθεται πως στα ακουστικά της ΕΥΠ «επισυνδέονταν» υπουργοί, ευρωβουλευτές, επιχειρηματίες και δημοσιογράφοι. Για τον ίδιο ύψιστο λόγο της «εθνικής ασφάλειας», όπως ειπώθηκε τον καιρό των υποκλοπών, θα μπορούσαν να καταλήξουν «νομίμως» στα αφτιά των κοριών ακόμη και οι συνομιλίες της Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όπως αποδεικνύεται, όμως, ακόμη και το πιο στέρεο στη λογική του επιχείρημα μπορεί να καταρρεύσει απέναντι σε μια παράλογη πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πρόσωπα που παρακολουθούσαν οι νόμιμοι κατάσκοποι της ΕΥΠ για τον ύψιστο λόγο και οι παράνομοι του Predator για τους δικούς τους, μεταξύ υπουργών, διοικητών οργανισμών, δικαστικών λειτουργών, στρατιωτικών και οικονομικών παραγόντων, φιγουράρει και ένας «συνταξιούχος ταχυδρόμος, κάτοικος Χανίων».
Σε αυτή την παράλογη πραγματικότητα, αρκεί ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας για να γίνει θρύψαλα το βασικό αφήγημα. Ή για να δώσει χώρο σε υποθέσεις και ερωτήματα που δεν αντέχουν πια σε καμία λογική του παραλόγου: Μήπως οι στόχοι δεν ήταν ασυγχρόνιστα «κοινοί», αλλά παγιδεύονταν «από κοινού»; Μήπως το νόμιμο και το παράνομο εκπορεύονταν από το ίδιο κέντρο, το ίδιο υπόγειο, τον ίδιο εγκέφαλο;
Σε αυτόν τον χορό των κατασκόπων, τα ερωτήματα αιωρούνταν πολύ πριν χαρακτηρίσει «σκάνδαλο» την υπόθεση των υποκλοπών ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Όπως αιωρούνταν και μετά. Πώς, για παράδειγμα, ενώ ο ίδιος παραδεχόταν πως δεν συνέτρεχε κανένας λόγος εθνικής ασφάλειας για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, η ΕΥΠ επικαλούνταν τον γνωστό ύψιστο λόγο για να αγνοήσει τόσο τον πολιτικό της προϊστάμενο όσο και την απόφαση του ΣτΕ που καλούσε την ΑΔΑΕ να γνωστοποιήσει στον πρόεδρο του ΠαΣοΚ τον φάκελο με το υλικό της παρακολούθησής του; Από πού αντλούν τόση ισχύ οι κατάσκοποι; Πώς μπορεί να λειτουργούν σε πλήρες θεσμικό κενό και με ένα τείχος προστασίας που αδυνατούν να διαπεράσουν η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία;
Κάθε σκάνδαλο δεν έχει μόνο τη δική του αποφορά. Δείχνει να συνδέεται και με μια ξεχωριστή απόπειρα συγκάλυψης, με ένα παρασκήνιο διευθετήσεων, με ένα σχέδιο ελέγχου της ζημιάς. Ακόμη και αν υποκύψει κανείς στην παράλογη υπόθεση πως πάνω από τη χώρα πλανιέται το φάντασμα μιας εθνικής απειλής και πως ο μπαμπούλας ξορκίζεται με χιλιάδες επισυνδέσεις, είναι αδύνατον να μεταβολίσει τα συστατικά του στοιχεία. Τα πρόσωπα, τον χρονισμό των συμπτώσεων, την επισύνδεση του υποτιθέμενου νόμιμου με το καταφανώς παράνομο.
Φαίνεται ακόμη πως όσο και εάν σκεπαστεί η αποφορά του σκανδάλου, όσο και αν συμπιεστεί από τον νόμο της λήθης και εξοριστεί από τη δημόσια σφαίρα ή δεν «μετρήσει» στις κάλπες, θα υπάρχουν ένα ή περισσότερα σημεία επαναφοράς. Τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι ένα τέτοιο σημείο. Το οποίο ασκεί μια δύναμη που δεν αφήνει τα ερωτήματα να περιφέρονται μετέωρα, αλλά ούτε και να επιστρατεύεται η απάντηση πως «η υπόθεση βρίσκεται στη Δικαιοσύνη» επειδή ηχεί σαν μια διαρκής υπεκφυγή από την υποχρέωση στην άβολη αλήθεια.
Η υπόθεση των υποκλοπών δεν βρίσκεται μόνο στη Δικαιοσύνη. Βρίσκεται και σε μια φάση καταχρηστικών αγωγών και επιβολής του ακατονόμαστου και αποποίησης οποιασδήποτε πολιτικής ευθύνης. Ποιος φταίει; Οι κομιστές του παράνομου λογισμικού; Ο ακατονόμαστος; Οι κατάσκοποι που δεν γυρίζουν ποτέ από τα υπόγεια; Οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι; Σωστά, θα το ερευνήσει η Δικαιοσύνη και θα αποδώσει τις ευθύνες εκεί που πρέπει. Αρκεί στο μεταξύ να μην έχει εξοντωθεί η μισή δημοσιογραφία με slapp και μείνει μόνος του για να αναλάβει την ευθύνη κάποιος έρημος ταχυδρόμος.