Οσο ακλόνητα και αν είναι τα επιχειρήματα που τη στηρίζουν, καμία πρόβλεψη δεν μπορεί να είναι εξίσου ακλόνητη. Ετσι, επισφαλής από τη φύση της, είναι και η προειδοποίηση. Κάποιος προειδοποιεί προβλέποντας ένα δυσοίωνο μέλλον, αλλά πόσοι θα τον ακούσουν;

Το ερώτημα απαντήθηκε στις αμερικανικές εκλογές. Εκείνοι που προέβλεπαν πως «μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα είναι χειρότερη από την πρώτη» δεν ακούστηκαν. Η προειδοποίηση πως τα θεσμικά αντίβαρα δεν θα είχαν πλέον την ίδια ισχύ και πως η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο θα συνοδευόταν από μια συνθήκη παντοδυναμίας έπεσε στο κενό. Η ολική επαναφορά του 2024 δεν είναι το «ατύχημα» του 2016, αλλά μια συνειδητή επιλογή της πλειοψηφίας που έφτασε στα χέρια του εκλεγμένου προέδρου ως λευκή επιταγή.

Τώρα η Αμερική αναθέτει την προστασία της δημόσιας υγείας της σε έναν φανατικό αντιεμβολιαστή. Τη λειτουργία του κράτους δικαίου σε κάποιον που έχει κατηγορηθεί για σεξουαλικά εγκλήματα. Και την άμυνά της σε έναν βετεράνο που διασκεδάζει εκτοξεύοντας τσεκούρια για να «βρει», αντί για τον στόχο, έναν άτυχο τυμπανιστή. Ευτυχώς, όχι στο κεφάλι. Αλλά πόσο μπορεί να εμπιστευτεί κανείς τη μοίρα του στην τύχη; Πόση τύχη θα χρειαστεί για να παραμείνει σταθερή μια δημοκρατία, η οποία έχει εναποθέσει τη μοίρα της σε μια πολιτική και οικονομική υπερεξουσία;

Μάλλον δεν έχει νόημα να προβλέψει κανείς μια απάντηση και να προειδοποιήσει για έναν κίνδυνο για τον οποίο πιθανότατα δεν θα ακουστεί. Αν πάντως «ανοίξει το κάδρο», θα παρατηρήσει πως αυτός ο κίνδυνος της αστάθειας έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Δύση. Η Ευρώπη βιώνει μια συστημική αστάθεια, η γερμανική της λοκομοτίβα μια πολιτική η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε απειλή για την ίδια της τη δημοκρατία, η Γαλλία αγωνιά για τη δική της με ένα πολύ γαλλικό «à bout de souffle».

Ετσι χαράσσεται μια νέα διαιρετική τομή στον κόσμο. Από τη μία πλευρά είναι οι ασταθείς δημοκρατίες που χάνουν τη σταθερότητά τους με τη μέθοδο της αυτοδιάβρωσης. Από την άλλη, μια σειρά από σταθερά καθεστώτα, τόσο αυταρχικά κατά περίπτωση όσο απαιτείται για να μην τρίξουν τα θεμέλιά τους.

Απέναντι σε αυτόν τον άξονα η Ελλάδα τοποθετείται κάπως κόντρα στο ρεύμα. Οχι και τόσο παράδοξα. Εχοντας ζήσει την εμπειρία της αυτοδιάβρωσης με την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, οι πολίτες δείχνουν να επενδύουν στις πολιτικές δυνάμεις που δεν ομνύουν σε κάποια φαντασιακή «ανατροπή» αλλά σε μια καθησυχαστική υπευθυνότητα. Σε μια κυβέρνηση που δεν αρέσει στους πολλούς, αλλά πάντως εξακολουθεί να ψηφίζεται από τους περισσότερους. Μα και σε μια αντιπολίτευση στην οποία πιστώνεται το γεγονός πως δεν χτίζει το προφίλ της με τα υλικά κάποιας οραματικής χίμαιρας αλλά με εκείνα της κυβερνησιμότητας. Οχι με φωνές, αλλά με μέθοδο.

Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να κλείσει ο κύκλος της κυβερνώσας Αριστεράς. Ετσι κλείνει και η «ψαλίδα» ανάμεσα στους δύο παλιούς αντιπάλους του μεταπολιτευτικού συστήματος. Η ΝΔ δεν τροφοδοτείται πλέον από το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο επειδή τίποτε δεν μπορεί να συγκροτηθεί απέναντι σε κάτι που έχει πάψει πια να υπάρχει. Οπως σημείωνε κυβερνητικό στέλεχος, ο κίνδυνος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν προέρχεται από το αγεφύρωτο χάσμα στα δεξιά με τον Αντώνη Σαμαρά – το μέγεθος του οποίου επιβεβαιώνεται με τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού στο «Βήμα» – αλλά από την εξαφάνιση του «βολικού εχθρού» που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ετσι επανασυστήνεται το ΠαΣοΚ στο ευρύτερο Κέντρο. Δείχνει ενδεχομένως κάπως ανιαρό ή ακόμη και βαρετό. Αλλά τουλάχιστον είναι αυτό που σε αυτή τη χώρα και αντίθετα από άλλα μέρη εξακολουθούν να ζητούν οι περισσότεροι: απολύτως προβλέψιμο απέναντι σε μια εξίσου προβλέψιμη κυβέρνηση.