Η ανοιχτωσιά του Τίποτα

Η «τέχνη για την τέχνη» θα έχει πάντα το χαρτί της ομορφιάς, της ομορφιάς που λείπει από αυτόν τον σκληρό και μονίμως ταραγμένο κόσμο

Στη Βοστώνη υπάρχει το MOBA (Museum of Bad Art), ένα μουσείο με «κακούς» πίνακες ζωγραφικής. Κάποιοι είναι όντως κακοί, σαν εκείνους με τις τέμπερες που ζωγραφίζει η εναλλακτική φίλη σου στο Facebook, κάνοντας τόσα ανατομικά λάθη που θα παρωθούσε ως και ντανταϊστές να αφιερωθούν σε σπουδές του Βιτρουβίου.

Εν τούτοις, το MOBA έχει και κάποιους πίνακες που, με άλλο μάρκετινγκ, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στο MOMA, θεωρούμενοι απλώς «μοντέρνοι». Για παράδειγμα: Ανωνύμου, «Orange Colored Sky», ακρυλικά σε καμβά, αγορασμένος από κατάστημα μεταχειρισμένων το 2012.

Σε φόντο από κλειστοφοβικό πορτοκαλί, κάτω κάτω μια λιλιπούτεια φιγούρα με περιβολή σαν του αποτυχημένου καθηγητή Δημιουργικής Γραφής στο πτωχευμένο πανεπιστήμιο του Lucky Hank. Προτεταμένα χέρια, μοιάζει να τρέχει για ν’ αγκαλιάσει κάποιον. Ενας αδικούμενος νους ανήρτησε τον πίνακα στην ιστοσελίδα τους με την περιγραφή: «A nondescript everyman reaches forward, trying to touch, grasp, and become one with the expanse of orangeness around him».

A nondescript everyman, μια φράση που δεν μπορεί να μεταφραστεί εύκολα. Ενας μέσος καθένας, ένας ασήμαντος κοινός άνθρωπος, ένας άχροος κάποιος. Η περιγραφή συνεχίζεται: «Ο καλλιτέχνης ήταν προφανώς επηρεασμένος από τους πίνακες χρωματικού πεδίου του Μπάρνετ Νιούμαν και αποφάσισε να εντάξει ένα αντιπροσωπευτικό στοιχείο τόσο πολύ αναγκαίο». Για του λόγου το αληθές, κάτω από την περιγραφή παρουσιάζονται τρεις πίνακες του αφηρημένου εξπρεσιονιστή Νιούμαν: «Eve», «The Third», «White and Hot». Οι «Eve» και «White and Hot» απεικονίζουν ένα άδειο πορτοκαλί παρόμοιο με του ανωνύμου.

Ομολογώ ότι δεν πολυκαταλαβαίνω τη ζωγραφική χρωματικού πεδίου (Color Field). Ενώ ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός μού αρέσει γενικά και αγαπώ τη ζωγραφική της δράσης (το «Επτά» του ’50 του Πόλοκ είναι από τους αγαπημένους μου πίνακες), με το χρωματικό πεδίο έχω προβλήματα. Θυμάμαι κάποτε σε ένα μπαρ που ωρυόμουν κατά του Ρόθκο και ένας ζωγράφος με ρώτησε αν έχω δει ποτέ Ρόθκο από κοντά. Δεν είχα δει. Μου είπε: «Δες έναν και τα ξαναλέμε».

Δεν έτυχε να τα ξαναπούμε, ωστόσο εγώ ένιωσα πολύ δυσάρεστα όταν τελικά είδα έναν πίνακα του Ρόθκο από κοντά, συνειδητοποιώντας ότι έχασκα για κάμποση ώρα. Παρ’ όλα αυτά, δεν άρχισα ως διά μαγείας να τον αγαπώ. Εξακολουθώ να προτιμώ λιγότερο εγκεφαλικά πράγματα, λιγότερες έννοιες, εντάσεις, συναισθήματα και τα ρέστα.

Γενικώς έχω προβλήματα με το μοντέρνο, μολονότι με συγκινεί συχνά. Μου αρέσει η απελπισία των «Δεσποινίδων της Αβινιόν» του Πικάσο, αλλά τον παραδέχτηκα αφού διαπίστωσα ότι στα πρώιμα χρόνια ζωγράφιζε ήδη σαν τους μεγάλους ρεαλιστές. Υπάρχει μπαρόκ μέσα στον πρώιμο Πικάσο, ή Ισπανική Αναγέννηση. Ο Πικάσο δεν άλλαξε την Ιστορία της τέχνης επειδή έπεισε τον κόσμο ότι αν ζωγραφίσεις ένα μάτι στη θέση της μύτης είσαι προχώ, αλλά επειδή εξάντλησε τα όρια της τεχνικής τόσο νωρίς που τάχθηκε στην επέκτασή τους. Οπως τον Ρόθκο, άρχισα να εκτιμώ τον Πικάσο, ακόμα κι αν εξακολουθώ να προτιμώ τον Γκιρλαντάιο.

Η δυσκολία να δεχτώ συνολικά αυτά τα μοντέρνα πιθανόν πηγάζει ακριβώς από την ανεξέλεγκτη επέκταση των ορίων. Ο,τι εμείς οι αδαείς θνητοί αποκαλούμε αόριστα «μοντέρνα τέχνη» δεν έχει όρια. Και δεν έχει όρια επειδή είναι εννοιολογικό.

Η άφιξή του έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να παρουσιάσουν οτιδήποτε ως τέχνη, αρκεί να δύνανται να πείσουν ότι υπάρχει κάποιο μήνυμα από πίσω. Το βάρος μετατοπίστηκε, δηλαδή, από τη μέθοδο στη δήλωση, στο «statement». Εκείνη η κολλημένη στον τοίχο μπανάνα του Κατελάν έχει ένα νόημα. Ενα νόημα που, όμως, δεν μπορείς να το καταλάβεις μόνος σου, πρέπει είτε να το διαβάσεις σε κριτικές είτε να το επινοήσεις. Γι’ αυτό εκείνος ο τάλας ανώνυμος με τον πορτοκαλή ουρανό του που κατέληξε από ένα παλιατζίδικο στο MOBA θα μπορούσε να εκτίθεται στο MOMA, αν βρισκόταν κάποιος να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο σούπερ ντούπερ πειραματικό επαναστατικό νόημα εδώ.

Κάποτε ανακάλυψα στο Tumblr ένα μπλογκ που λεγόταν «lesser known composers» («λιγότερο γνωστοί συνθέτες»). Ο διαχειριστής αναρτά βίντεο από το YouTube με συνθέσεις μουσικών άγνωστων στο ευρύ κοινό. Τα κομμάτια είναι τεχνικά άρτια, κάποια βαρετά, άλλα αριστουργηματικά. Είμαι πεπεισμένη πως εκεί μέσα κυκλοφορεί ένας άλλος Βιβάλντι, που ίσως ανακαλυφθεί εκ νέου από έναν άλλο Πάουντ.

Μέχρι τότε, θα παραμείνει ως καταχώριση στο μπλογκ ενός ευαίσθητου χρήστη του Διαδικτύου. Τούτα τα αναφέρω για την ιστορία, βέβαια, επειδή μουσική με μπανάνες δεν μπορείς να κάνεις. Το καλό φαίνεται. Ο Μητρόπουλος, για παράδειγμα, πολεμήθηκε αγρίως για τις καινοτομίες του, δεν είχε με το μέρος του κριτικούς και καθωσπρέπει κοινό. Οι οπισθοδρομικοί έλληνες μουσικοπαιδαγωγοί (που διδάσκονται ακόμη στα ωδεία, όπου ακολουθείται η γνωστή τακτική της ελληνικής εκπαίδευσης «όσο πιο παλιό τόσο πιο καλό») τον μίσησαν. Αλλά αυτές οι συνθήκες δεν άλλαξαν τίποτα πέρα από την υπηκοότητά του.

Αφού η μοντέρνα τέχνη (και ισχύει για όλα τα μοντέρνα: ζωγραφικά, μουσικά, λογοτεχνικά ή οτιδήποτε) είναι τα μηνύματά της, τότε ίσως κι εμείς θα έπρεπε να πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε και να κρίνουμε όχι το θέαμα αλλά το μήνυμα. Πόσο σημαντικό είναι το μήνυμα; Πόσο ωφέλιμο, πόσο επιδραστικό είναι; Τι αποκομίζει το κοινό, πώς αλλάζει η ζωή, ο τρόπος σκέψης του; Φοβάμαι πως, συχνά, το πολύ μήνυμα γυρίζει μπούμερανγκ. Η μέχρις εσχάτων εννοιολογική τέχνη είναι περισσότερο «τέχνη για την τέχνη» από μια λουλουδάτη αρχαιοελληνική σκηνή του Αλμα-Τάντεμα. Ο αυτοσκοπός του μηνύματος είναι πιο διαβρωτικός από την απουσία του.

Τουλάχιστον, η «τέχνη για την τέχνη» θα έχει πάντα το χαρτί της ομορφιάς, της ομορφιάς που λείπει από αυτόν τον σκληρό και μονίμως ταραγμένο κόσμο. Δεν σκέφτομαι τίποτα όταν χαζεύω τις Αφροδίτες του Τιτσιάνο και του Βελάσκεθ, τη «Δαντελοπλέχτρα» του Βερμέερ ή τον αδιανόητο λαιμό της «Γυναίκας στο δωμάτιο» του Τέρμπορχ, απλώς μου αρέσουν. Και μου αρέσουν επειδή δεν με υποχρεώνουν να σκεφτώ, όπως με υποχρεώνει η ζωή, πρωί-βράδυ.

Με τέτοια τέχνη, μονάχα αναρωτιέμαι: Πώς γίνεται να μην αγαπάς κοιτάζοντας τους Προραφαηλίτες; Πώς γίνεται να μην ελπίζεις κοιτάζοντας τους Αναγεννησιακούς; Η ανάγκη να ακολουθούμε τις ταχύτητες της εποχής μας όντας διαρκώς σε κίνηση μας έκανε να ξεχάσουμε ότι τέχνη είναι μεν να σκέφτεσαι, είναι όμως και να ξεφεύγεις, είναι να αισθάνεσαι, είναι όμως και να ξαποσταίνεις. Τέχνη είναι και η ανοιχτωσιά του Τίποτα, που χωράει τους απόκληρους.

Ολοι ενοχλούντες και ενοχλούμενοιΣυχνά χρησιμοποιώ το μετρό φορτωμένη: τσάντα με λάπτοπ στην πλάτη, με βιβλία στον έναν ώμο, με ψώνια στον άλλο, με κινητό μπροστά. Στο κατάμεστο βαγόνι, προσπαθώ να χωθώ σε μια γωνία ώστε να μην ενοχλώ. Αδυνατώ να μετακινήσω τα μπαγκάζια. Κανείς δεν σκέφτεται να μου ανοίξει δρόμο. Οι δε γωνίες, ό,τι καλύτερο μετά τα καθίσματα, είναι αμεταβίβαστες. Με πιάνει ταξιθετική μανία και θέλω να φωνάξω σε όλους πώς να σταθούν: τετραγωνισμένα, χωρίς πλατούλες στους στύλους και απλωμένα χέρια με κινητά. Θα ήταν μάταιο. Η ανάγκη να επιτύχουμε αυτή τη μικρή καθημερινή νίκη καταλαμβάνοντας τον λιγότερο άβολο από τους άβολους χώρους του μετρό, ώστε να αισθανθούμε λιγότερο φτωχοδιάβολοι από τους φτωχοδιάβολους που το χρησιμοποιούν, είναι ακατανίκητη. Τουλάχιστον, έχω δυναμώσει τους μυς μου και έχω εξασκηθεί κι εγώ στο να μη με απασχολεί ποιον ενοχλώ. Στην Αθήνα, είμαστε όλοι ενοχλούντες και ενοχλούμενοι.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.