Αν και Αθηναία, όσα συμβαίνουν τελευταία στις Κυκλάδες δεν με αφήνουν ασυγκίνητη, επειδή έχω φοβία με τους σεισμούς. Προφανώς, σε κανέναν δεν αρέσουν οι σεισμοί, απλώς εγώ αντιδρώ κάπως πιο έντονα από τον μέσο άνθρωπο στο παραμικρό ταρακούνημα. Αργησα, αλλά κάποτε κατάλαβα ότι το θεματάκι μου θα πρέπει να οφείλεται στην εμπειρία του σεισμού τού 1999.
Τότε ήμουν επτά χρόνων, αρκετά μικρή για να φορτωθώ ένα κάποιο τραύμα. Εχω ακόμη έντονες αναμνήσεις. Θυμάμαι τη μητέρα μου να τρέχει να αρπάξει από την κούνια της την αδελφή μου, βρέφος τότε, όπως θυμάμαι και μια εικόνα από κάποιο ρεπορτάζ, με μια νεκρή γυναίκα ανάμεσα σε χαλάσματα.
Τότε, η τηλεόραση μετέδιδε εικόνες που δεν μεταδίδονται σήμερα. Ακούω τη ρεπόρτερ να λέει «καλό θα ήταν τα παιδιά να απομακρυνθούν από την οθόνη» (σπόιλερ: δεν απομακρύνθηκα από την οθόνη) προτού αλλάξει το πλάνο και μέσα στα μπάζα εμφανιστεί το σώμα αυτής της γυναίκας.
Ηταν κάτασπρη, πουδραρισμένη από τα κονιορτοποιημένα υλικά. Τα χέρια και τα μπερδεμένα μαλλιά της έπεφταν στο πλάι, στο στόμα της διακρινόταν ξεραμένο αίμα. Πολλές φορές ανακάλεσα την εικόνα της και αναρωτήθηκα ποια ήταν, ποιος την έκλαψε, αν πέρασε ποτέ από το μυαλό των δικών της ότι κάπου υπάρχει μια ξένη που τη συλλογιέται. Βασικά, έχω δικαίωμα να τη συλλογιέμαι;
Η δική μου οικογένεια ήταν από τις τυχερές, που δεν έχασε κάποιον δικό της, ούτε το σπίτι της. Θυμάμαι χρωματιστούς σταυρούς σε προσόψεις πολυκατοικιών και αντίσκηνα στους δρόμους ως τον απόηχο μιας τραγωδίας που μπορούσα μόνο νοητικά να προσλάβω. Και να που κάποτε μετακόμισα στη Μεταμόρφωση. Παρότι είχαν περάσει δύο δεκαετίες από το 1999, διέκρινα αμέσως στη νέα μου γειτονιά τα σημάδια μιας άλλης συλλογικής εμπειρίας.
Είδα το παρατημένο χωράφι όπου υπήρχε ολόκληρη πολυκατοικία, που έπεσε και δεν ξαναχτίστηκε. Είδα το μνημείο για τους νεκρούς. Εμαθα τις ιστορίες των γειτόνων μου: ιστορίες για γονείς, αδέλφια, φίλους που χάθηκαν, για σπίτια που εγκαταλείφτηκαν, για πρόσωπα που κάποιος έβλεπε κάθε μέρα και ξαφνικά έπαψε να τα βλέπει. Εγώ δεν έζησα κάτι τέτοιο, δεν ξέρω πώς είναι να φεύγεις από το σπίτι σου και να μην μπορείς να επιστρέψεις, πώς είναι να μην ξαναβλέπεις ανθρώπους που έβλεπες όλη σου τη ζωή επειδή τους πήρε ο θάνατος μ’ ένα πέρασμα.
Σκέφτομαι συχνά πώς μπορεί να βιώνεται ένας τέτοιος μικρός εκτοπισμός. Με βασανίζει ένα συγκεκριμένο, όχι ακριβώς λογικό ερώτημα: Τι παίρνεις μαζί σου αν χρειαστεί να φύγεις; Πρώτα τα έμψυχα, φυσικά. Αλλά από τα άψυχα τι διαλέγεις, τι απ’ όσα βρίσκονται μέσα στο σπίτι σου, απ’ όσα απαρτίζουν το παζλ της ζωής σου; Εναν φάκελο με συμβόλαια, ίσως. Δυο κορνιζαρισμένες φωτογραφίες.
Ενα κουτάκι με χρυσαφικά της προγιαγιάς σου. Αν παίζεις κάποιο μετακινήσιμο μουσικό όργανο, υποθέτω ότι το παίρνεις κι αυτό (εμείς κουβαλούσαμε το φλάουτο της μητέρας μου). Ισως κάποιο τυχαίο αντικείμενο που σου δίνει την αίσθηση του σπιτιού (μαζί με το φλάουτο, κουβαλούσαμε το αγαπημένο μου φούξια μπολάκι για δημητριακά – θυμάμαι ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας στο αυτοκίνητο το κρατούσα στην αγκαλιά μου σαν κούκλα· μου άρεσε υπερβολικά αυτό το μπολάκι).
Υποψιάζομαι πως το πραγματικό τραύμα που φορτώθηκα δεν προκύπτει από την ιδέα του θανάτου και της καταστροφής που προκαλεί ένα φυσικό φαινόμενο μπροστά στο οποίο είμαστε φύσει ανήμποροι, αλλά από την αίσθηση πως δεν υπάρχει χρόνος και τρόπος να μαζέψεις ανά πάσα στιγμή όλα τα κομματάκια του παζλ της ζωής σου. Πολλές φορές, το βλέμμα μου περιπλανιέται στους χώρους του σπιτιού μου και μελαγχολώ για όλα όσα με περιστοιχίζουν, έκθετα στο ενδεχόμενο του χαμού.
Δεν θα μπορώ να τα μαζέψω όλα αυτά τα συμπράγκαλα, αν χρειαστεί να φύγω ξαφνικά. Θα αφήσω πίσω την αγαπημένη μου κούπα του Παναθηναϊκού, εκείνο το ξύλινο καρουζέλ, τις γελοίες πιτζάμες μου με τις αγελαδίτσες, τα βιβλία, το εργόχειρο της συγχωρεμένης της πεθεράς μου. Θα προλάβω να πάρω το Switch μου; Το ελπίζω. Το λάπτοπ μου; Μπα. Αλλά μπορώ να πάρω τον σκληρό δίσκο.
Τις φωτογραφίες; Οχι όλες. Των τεθνεώτων κατά προτεραιότητα, των ζώντων θα βγάλουμε άλλες. Κατά βάθος, ξέρω πως δεν θα μπορέσω να πάρω ούτε αυτά. Θα έχω όλα κι όλα λίγα δευτερόλεπτα, αν ένα φονικό φυσικό φαινόμενο με αναγκάσει να φύγω. Παρ’ όλα αυτά, συνηθίζω να παρατηρώ τα αντικείμενα ολόγυρά μου και να τα ζυγιάζω.
Κάποια στιγμή, αφήνω τα φυσικά φαινόμενα και πιάνω εκτοπισμούς μεγαλύτερης κλίμακας. Αν βρισκόμουν στη δίνη ενός πολέμου και αναγκαζόμουν να ακολουθήσω ένα προσφυγικό καραβάνι, φέρ’ ειπείν. Τι θα έπαιρνα μαζί μου; Οστά. Από μικρή είχα αυτή την (μακάβρια) ιδέα: εάν φεύγαμε οικογενειακώς, δεν θα έπρεπε να πάρουμε τα οστά των συγγενών μας από το νεκροταφείο;
Κοιτάζω τους πρόσφυγες του Σεμπαστιάο Σαλγάδο, με τα λεπτά ρετάλια και τα άδεια χέρια τους, σαν χωρικούς της Γαλιλαίας, και σκέφτομαι πως μάλλον δεν θα ήταν τόσο εύκολο να κουβαλάω τουλάχιστον δέκα κιλά οστά, όσο ζυγίζει, δηλαδή, ο σκελετός ενός και μόνου ανθρώπου. Αν δεν μπορώ να κουβαλήσω οστά, τι με νοιάζει αν μπορώ να κουβαλήσω συμπράγκαλα; Τζίφος, λοιπόν. Δεν υπάρχει κανένα είδος εκτοπισμού που θα μου επιτρέψει να κουβαλήσω στην πλάτη μου ό,τι φτιάχνει τη ζωή μου.
Ξαφνικά, τα υπάρχοντά μου δεν μου φαίνονται και τόσο σημαντικά. Δεν εννοώ ότι με κατακλύζει κάποιο μεταφυσικό ιδεώδες ακτημοσύνης. Αυτό που νιώθω μοιάζει με απογοήτευση. Με συλλαμβάνω να μεταθέτω στα πράγματα το χρέος να με ακολουθήσουν στην αβεβαιότητα της ζήσης, κι αφού συνειδητοποιώ πως είναι ανίκανα, αρχίζω να τα περιφρονώ. Αν με ρωτούσε κάποιος τώρα ποιο είναι το αγαπημένο μου αντικείμενο, με ποιο αισθάνομαι κάπως «δεμένη», δεν θα ήξερα τι ν’ απαντήσω.
Αραγε επειδή όλα έχουν χάσει την αξία τους, ή μήπως η αξία όλων είναι τόσο μεγάλη, που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω; Ούτε αυτό το ξέρω. Οταν οι παρατρεχάμενοι του Μεγαλέξανδρου βρήκαν στην έρημο μια σταλίτσα νερό και του το πήγαν, εκείνος το έχυσε επιδεικτικά, αφού δεν έφτανε για όλους. Ετσι σκέφτομαι πως πρέπει ν’ αφήνει κανείς το νερό των πραγμάτων να ρέει, αναξιοποίητο, αφού δεν είναι μόνο του θανάτου που δεν του φτάνει, μα και της ζωής επίσης.
Ο πιο μεγάλος μικρόκοσμος
Οποτε επισκέπτομαι ένα παλαιοβιβλιοπωλείο και βρίσκω κάτι εξαιρετικό, το αγοράζω με χαιρεκακία. Εκστασιάζομαι όταν από τον κυκεώνα των μοναδικών αντιτύπων ξεθάβω κάτι πολύτιμο προτού μου το πάρει αυτός που αποκαλώ «Αγνωστο Ανταγωνιστή Αναγνώστη». Απολαμβάνω βιβλιαρίδια για τη ζωγραφική, φιλολογικά του 19ου αιώνα και τα πολυποίκιλτα ελληνικά των παλιών δίγλωσσων λεξικών.
Λίγοι μπορούν να πιάσουν το πνευματικό επίπεδο ενός ψημένου παλαιοβιβλιοπώλη· όταν ένας τους μου λέει κάτι σαν «ωραία πράγματα διάλεξες», χαζοχαίρομαι σαν σκυλάκι που έκανε κόλπο. Οι περισσότεροι σου δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζουν κάθε κόκκο σκόνης στα χάρτινα βουνά που τους περιβάλλουν και σε αφήνουν να περιηγηθείς απερίσπαστος.
Αντιλαμβάνονται ότι οι περισσότεροι πελάτες τους είναι φετιχιστές – δεν θέλουν να διαβάσουν ιστορίες, αλλά, μέσω των τίτλων που διαλέγουν, να διηγηθούν τη δική τους (συνήθως, στον εαυτό τους). Το καλό παλαιοβιβλιοπωλείο είναι ο πιο ανοιχτός, ο πιο μεγάλος μικρόκοσμος του κόσμου.