Η αξία της μεθόδου

Τα μεγάλα βήματα χρειάζονται μικρά μπλοκάκια.

Είναι όλοι τους παιδιά του. Βεβαίως ο φυσικός-αφύσικος χώρος του, που ήταν το ΠαΣοΚ. Οπωσδήποτε η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού». Μα και εκείνοι που έτρεξαν να τοκίσουν το πολιτικό τους κεφάλαιο εκκρίνοντας χολή από το έρκος των οδόντων τους. Η τελευταία πράξη του Κώστα Σημίτη το 2024 προβάλλει έτσι ως déjà vu του πρώτου του θριάμβου το 1996. Από εδώ μια Ελλάδα πλειοψηφική και φιλοπρόοδη που συντάσσεται μαζί του. Και από εκεί μια Ελλάδα μειοψηφική και με παντοειδείς αγκυλώσεις που περίπου τον μισεί.

Το ευτυχές παράδοξο της ιστορίας είναι πως ο Σημίτης αναγνωρίστηκε ως ένας από τους καλύτερους πρωθυπουργούς τουλάχιστον της μεταπολιτευτικής περιόδου, χωρίς να διαθέτει εκείνα τα χαρακτηριστικά που έκαναν έναν πρωθυπουργό «μεγάλο» στο συλλογικό φαντασιακό. Γιατί συνέβη; Επειδή σε μια χώρα που περίσσευαν η εθνεγερτική ρητορική και ο ανάδελφος λαϊκισμός, ο Σημίτης προσέφερε κάτι που ήταν πολύτιμο και της έλειπε: τη μέθοδο.

Είναι επίσης παράδοξο ότι ο Σημίτης επέβαλε τη μέθοδο ως θεμελιώδες στοιχείο της διακυβέρνησης σε μια εποχή που η σχέση των πολιτών με την εξουσία οριζόταν από το δίπολο λαός-ηγέτης. Από μια υποτιθέμενα αδιαμεσολάβητη σχέση ευθείας επικοινωνίας και απεύθυνσης, η οποία όμως χωροθετούνταν από δυο απαραβίαστα τοπόσημα. Οι πολλοί στην πλατεία και ο ένας στο μπαλκόνι. Τα πλήθη με τις σημαίες και τα συνθήματα. Και ο ρήτορας που συνεγείρει με τον πύρινο λόγο.

Από αυτή την άποψη, η πρωθυπουργία Σημίτη ήταν ένας σταθμός μεταπολιτευτικής ωρίμανσης. Ηταν και παρένθεση η μέθοδος με το μπλοκάκι της; Η αντίληψη πως «δουλειά του πρωθυπουργού δεν είναι να χτυπάει την κυρία Μαρία στην πλάτη», όπως είχε πει ο ίδιος σε ένα προεκλογικό ντιμπέιτ, αλλά η δημοσιονομική τάξη; Η πεποίθηση πως η επίτευξη ενός εθνικού στόχου – από την είσοδο στην ΟΝΕ έως την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ – δεν είναι μια υπόθεση μαξιμαλιστικής διακήρυξης αλλά συστηματικής δουλειάς; Η βεβαιότητα πως οι εθνικές κρίσεις λύνονται με ισχυρούς συμμάχους και όχι με κανόνια και φουσάτα;

Το 2004 φάνηκε πως η μέθοδος δεν θα είχε συνέχεια. Ο κύκλος του σημιτικού εκσυγχρονισμού έδειχνε να κλείνει τόσο από εκείνο το τμήμα του ΠαΣοΚ που δεν έπαψε να νιώθει ξένο απέναντι στη μέθοδο και τον εκφραστή της όσο και από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή που ενσωμάτωσε στοιχεία του προσημιτικού ΠαΣοΚ. Η ρεβάνς του πράσινου λαϊκισμού ήταν να βαφτεί γαλάζιος. Για να αναβιώσει η μέθοδος χρειάστηκε μια οικονομική κρίση, μια νέα λαϊκιστική εμπειρία, πιθανότατα η πλέον αχαλίνωτη της μεταπολιτευτικής περιόδου, αλλά και κάποιος για να δηλώσει κληρονόμος της μεθόδου αναγνωρίζοντας την αξία της πριν ακόμη το βιολογικό τέλος του εμπνευστή της.

Η επένδυση στην αναβίωση της μεθόδου μπορεί να κριθεί εκ του αποτελέσματος. Οσο το ΠαΣοΚ αγωνιούσε για την απαγκίστρωσή του από τη ζώνη του pasokofication και ο ΣΥΡΙΖΑ διαλυόταν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδιζε δυο εκλογές. Καθόλου παράδοξα, η εκδημία του Κώστα Σημίτη συνοδεύτηκε από μια υπόσχεση συνέχειας στη μέθοδο. Γύρω της συνασπίζεται ένα Κέντρο, γαλάζιο όσο ο Μητσοτάκης ή πράσινο όσο ο Νίκος Ανδρουλάκης – ελάχιστη σημασία έχει. Σημασία έχουν ο πλειοψηφικός του χαρακτήρας, οι αντοχές του απέναντι στα άκρα, η δυνατότητά του να εκφράζει ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, η δική τους ικανότητα να κινούνται στην οδό των ρεαλιστικών προσδοκιών χωρίς να αναζητούν νέες χίμαιρες ή να τρέφονται από παλιούς καημούς.

«Αυτή είναι η Ελλάδα» σήμερα; Οχι μόνο. Θα υπάρχει πάντα και η άλλη Ελλάδα. Απούσα στο «τελευταίο αντίο» ή παρούσα ως τοξική. Αλλά τουλάχιστον μειοψηφική.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.