Η ολοκλήρωση σήμερα της 3μηνης και πλέον διαδικασίας για την ανάδειξη νέας ηγεσίας στο ΠαΣοΚ, που είχε ως αφετηρία την κατά πολλούς αρνητική για το κόμμα επίδοση στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, έχει ορισμένα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ότι το ΠαΣοΚ, που παρέδωσε μαθήματα ευπρέπειας και πολιτικού πολιτισμού, σε μια κατ’ εξοχήν εσωστρεφή διαδικασία η οποία ευνοεί τις αντιπαραθέσεις ακόμη και προσωπικού χαρακτήρα, βγαίνει από αυτή τη δοκιμασία περισσότερο δυνατό. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι φτάσαμε στο τέλος χωρίς να τραυματιστεί – ούτε αμυχή – η ενότητα του χώρου. Η σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική.
Το δεύτερο είναι ότι διαπιστωμένα πλέον, η αρχική πρόθεση διαφόρων που εκκινούσαν από χαμηλού περιεχομένου συναισθήματα να λιθοβοληθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης, επειδή απέτυχε να φέρει το ΠαΣοΚ στη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές, ηττήθηκε στις κάλπες της προηγούμενης Κυριακής.
Κυρίως όμως ηττήθηκαν οι προσωπικές στρατηγικές στα όρια της μωροφιλοδοξίας πολιτικών στελεχών με μικρή διαδρομή και ελάχιστη προσφορά στο Κίνημα, η εγωπάθεια, η δύσκολα υποκρυπτόμενη τοξικότητα και οι εγωιστικές συμπεριφορές που ταλάνισαν το ΠαΣοΚ το διάστημα πριν από τις εκλογές.
Και ναι, είναι αλήθεια αυτό που υποστηρίχθηκε από τον Ν. Ανδρουλάκη, ότι αν οι ανθυποψήφιοί του διέτρεχαν την Ελλάδα προ των ευρωεκλογών με την ένταση και την επιμονή όπως έκαναν στο πλαίσιο της εσωκομματικής προεκλογικής περιόδου, το ΠαΣοΚ θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, και ασφαλώς θα είχε περάσει μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Με «αν» όμως δεν γράφεται η ιστορία. Η ιστορία γράφεται με γεγονότα, και το κυρίαρχο γεγονός για το κόμμα είναι ότι σήμερα το βράδυ θα έχει νέο αρχηγό, και το ίδιο το ΠαΣοΚ θα έχει αναβαπτιστεί στις κάλπες που λειτουργούν γι’ αυτό, ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Μια σημαντική προτεραιότητα όμως για τον νέο αρχηγό είναι να διαψεύσει τις εκτιμήσεις του Μεγάρου Μαξίμου, ότι το 40% των ψήφων της περασμένης Κυριακής, ήτοι το σύνολο των ψήφων που έλαβαν ο κ. Γερουλάνος και η κυρία Διαμαντοπούλου, δεν ανήκουν στο ΠαΣοΚ. Οτι πρόκειται δήθεν για ψηφοφόρους, που προέρχονται από το πολιτικό κέντρο, οι οποίοι αφού δεν εκπροσωπούνται, υποτίθεται μετά την αποτυχία του 3ου και της 4ης στη σειρά εκλογής υποψηφίων, θα εγκαταλείψουν τον χώρο.
Η αναφορά και μόνο, αποκαλύπτει και την ανησυχία στα όρια του πανικού της κυβερνητικής παράταξης. Τυχόν γενικευμένος επαναπατρισμός αυτής της κατηγορίας ψηφοφόρων θα έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της επικυριαρχίας του κ. Μητσοτάκη στο πολιτικό κέντρο – σε αυτή την πλούσια, απρόσβλητη από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεξαμενή.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί το ΠαΣοΚ να τα καταφέρει. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να αλλάξουν πολλά για να συμβεί. Το προηγούμενο διάστημα, το ΠαΣοΚ έμοιαζε εγκλωβισμένο σε μια λογική απλής διαχείρισης της επικαιρότητας, την οποία καθόριζε εν πολλοίς η κυβερνητική στρατηγική, κάτι που ουσιαστικά δεν του επέτρεπε να συνομιλήσει με αυτόν τον κόσμο. Ειδικά στα αστικά κέντρα, και πρωτίστως στην Αττική.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Στις ευρωεκλογές, η αποτύπωση αυτής της κατάστασης ήταν οδυνηρή. Υπήρξαν περιοχές του Λεκανοπεδίου που το ΠΑΣΟΚ κατετάγη 5ο κόμμα. Πίσω από το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση.
Στις εσωκομματικές εκλογές της περασμένης Κυριακής καταγράφηκε το φαινόμενο στα ποσοστά των σημερινών διεκδικητών της ηγεσίας, του κ. Ανδρουλάκη και του κ. Δούκα. Απέτυχαν στην Αττική, πήγαν πολύ καλά στην περιφέρεια. Πρόκειται για την πιστοποίηση ότι το ΠαΣοΚ είναι κόμμα δύο ταχυτήτων; Ή μήπως για τα απόνερα της χρεοκοπίας του 2010, για την οποία το ΠαΣοΚ πλήρωσε δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό κόστος;
Ο,τι και να συμβαίνει, το μεγάλο στοίχημα για όποιον κερδίσει σήμερα, είναι να ομογενοποιήσει τη βάση του κόμματος. Να καταργήσει αυτή τη διαχωριστική γραμμή. Χωρίς να τα καταφέρει, δεν πάει πουθενά το ΠαΣοΚ. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Απαιτείται όμως στρατηγική προσέγγισης των πολιτών των μεγάλων αστικών κέντρων.
Πρώτα με πιστή χαρτογράφηση της κατάστασης και στη συνέχεια με τη διαμόρφωση συγκεκριμένων προγραμματικών πολιτικών και ταυτόχρονη άσκηση σοβαρής πίεσης στην κυβέρνηση εντός και εκτός Βουλής. Αλλά αυτά απαιτούν κόσμο, κόσμο που θέλει να δουλέψει.
Κυρίως όμως απαιτούν μια ηγεσία που θα μοιράσει ρόλους, χωρίς αποκλεισμούς και μίζερους χειρισμούς μικρής κλίμακας, θα ελέγχει, θα προγραμματίζει, θα προβάλλει αξιόπιστα μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Ο στίχος του Οδ. Ελύτη το περιγράφει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή»…