Τα πρόσφατα παρατράγουδα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με αφορμή την αφίσα του Νίκου Πάστρα για το ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου, Αδέσποτα Κορμιά, επιβεβαιώνουν μια κοινότοπη και συνηθισμένη πραγματικότητα σχετικά με την πρόσληψη της καλλιτεχνικής δημιουργίας: η τέχνη τραβάει την προσοχή των πολλών μόνον όταν τους σκανδαλίζει. Οταν καταλαγιάσει ο θόρυβος, οι πολλοί επιστρέφουν στην πλήρη αδιαφορία τους για αυτήν, ικανοποιημένοι με την ανέξοδη αγανάκτηση που τους πρόσφερε: έχουν συνταραχθεί δεόντως αφού η αδρεναλίνη τους έχει εκτιναχθεί στα ύψη και καταναλωθεί απολαυστικά με όποιον τρόπο έχει ο καθένας και η καθεμιά να υπερασπίζονται τα όσια και τα ιερά τους.
Η ευωχία της αδρεναλίνης έχει προ πολλού ξεπεράσει τα εκατό και βάλε χρόνια, από την εποχή που οι ποικιλόμορφες εκφράσεις της Μοντέρνας τέχνης συντάρασσαν τους πολλούς με μανιφέστα, έργα και δράσεις προς μεγάλη ευχαρίστηση και των δύο πλευρών. Ηταν μια δημοφιλής συνθήκη που εκτόνωνε συσσωρευμένα αισθήματα δυσθυμίας για τα του βίου – πολλές βραδινές εκδηλώσεις των Ντανταϊστών τελείωναν με τρικούβερτες κλωτσοπατινάδες μεταξύ καλλιτεχνών και αγανακτισμένων θεατών και περαστικών.
Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες έχουν μια διαφορετική οπτική. Δεν επιδιώκουν να συνταράξουν με το έργο τους αλλά να πλησιάσουν τον θεατή ανελκύοντας στη δημόσια σφαίρα ζητήματα που ανέκαθεν πλήττουν τον κοινωνικό βίο χωρίς, ατυχώς, να προκαλούν εκδηλώσεις συλλογικού αποτροπιασμού. Επιδιώκουν τη συμμετοχή του επειδή αυτής της τάξεως τα ζητήματα έχουν παραδοσιακά κατοχυρώσει την εθιμική βία της αποσιώπησης και της ατιμωρησίας. Ο οχετός των βιασμών, των γυναικοκτονιών, της οικογενειακής βίας, του αναθέματος της άμβλωσης είναι υπόγειος και αθέατος. Τις ελάχιστες φορές που αναβλύζει ακάλυπτος στα αστυνομικά δελτία οι πολλοί είναι σταθερά απόντες. Δεν έχουμε στον τόπο μας επεισόδια δημόσιας αντίδρασης στην καταθλιπτική σιωπή, την πατροπαράδοτα επιβεβλημένη βία από την κοινωνία σε όσους δεν είναι όμοιοί μας.
Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, εδώ και πολλά χρόνια, προσπαθούν να βάλουν τον θεατή μέσα στο έργο της τέχνης, να τον κάνουν τμήμα της: πολλές μορφές των εικαστικών τεχνών προϋποθέτουν την εμπλοκή του θεατή στο εικαστικό πεδίο είτε λέγονται Περιβάλλοντα είτε Επεισόδια Ανοιχτής Εκβασης (Χάπενινγκ) είτε εικαστικές δράσεις κάθε είδους, μετατρέποντας τον πραγματικό χώρο σε ένα εικαστικό πεδίο που διεκδικεί τον θεατή ως τμήμα του. To δόγμα του Joseph Beuys «Είμαστε όλοι οι άνθρωποι καλλιτέχνες» ενίσχυσε την ελπίδα ότι η προσωπική εμπλοκή του θεατή θα του δώσει πιθανά ερεθίσματα να αναζητήσει τις οπτικές γωνίες που δεν είχε ποτέ φανταστεί για να βλέπει τα πράγματα στο βάθος τους, έξω από την αστυνόμευση της όρασης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις.
Το συγκεκριμένο έργο έχει ως θέμα την εικόνα μιας γυναίκας στον σταυρό. Η αύξηση των γυναικοκτονιών, των βιασμών, της κάθε λογής βιαιοπραγίας εμπεριέχονται στον συμβολισμό του σταυρικού μαρτυρίου, που κακώς χαρακτηρίστηκε βλάσφημος αφού υπάρχουν χιλιάδες, εκατομμύρια εσταυρωμένοι γύρω μας. Μια θεμελιώδης έννοια της χριστιανικής διδασκαλίας είναι ο πλησίον και το έργο της αφίσας, ως μορφή και περιεχόμενο, είναι μια σπαρακτική επίκληση στον πλησίον.
Με τα λόγια του αξεπέραστου προσωκρατικού φιλοσόφου Ηράκλειτου, Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες της αλήθειας για αυτούς που έχουν βάρβαρες ψυχές. Οι βάρβαρες ψυχές υπάρχουν και θα υπάρχουν. Αλλά η βαρβαρότητα δεν είναι για όλους «φυλακή». Κάποιοι θα «αποφυλακιστούν» αργά ή γρήγορα. Η σύγχρονη τέχνη μπορεί να τους βοηθήσει αν, αντί να εγκλωβίζονται σ’ αυτό που τους δείχνουν τα μάτια τους, θυμηθούν ότι ο αντιληπτικός τους μηχανισμός δεν αποτελείται μόνον από το στοιχειώδες στάδιο της όρασης, αλλά διαθέτει και πιο σύνθετες λειτουργίες όπως τη σκέψη.
Ο κ. Aντώνης Κωτίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.