Στις ευρωεκλογές, η εικόνα που εμφανίζει το ΠαΣοΚ – και είναι η μήτρα της δεινής εσωκομματικής κρίσης που διανύει – έχει δύο πρόσωπα: τα κατάφερε καλά στην Περιφέρεια, απέτυχε όμως στο λεκανοπέδιο της Αττικής (σε ορισμένες περιοχές δε, παταγωδώς) και λιγότερο στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Κέρδισε καθαρά τον ΣΥΡΙΖΑ σε 19 εκλογικές περιφέρειες, υπολείφθηκε κατά μερικές μονάδες της ΝΔ σε αυτές, αλλά σε δύο συγκεκριμένα ήρθε πρώτο κόμμα. Στην πολύ μεγάλη Περιφέρεια του Ηρακλείου και στη μικρότερη πληθυσμιακά Περιφέρεια Λασιθίου. Το ΠαΣοΚ είχε να κερδίσει τη ΝΔ σε εκλογές από τον Οκτώβριο του 2009. Για να το επιτύχει αυτό, διπλασίασε τα ποσοστά του. Στο Ηράκλειο έλαβε 26,41% έναντι 13,05% που είχε λάβει στις ευρωεκλογές του 2019. Και στο Λασίθι, 29,37%, έναντι 15,10% στις προηγούμενες ευρωεκλογές.
Γιατί κάνω αυτή την αναφορά; Διότι στην πολύωρη, ταραχώδη, κοινή συνεδρίαση Πολιτικής Γραμματείας και Κοινοβουλευτικής Ομάδας της περασμένης Τετάρτης αποτυχών υποψήφιος ευρωβουλευτής, διατελέσας μάλιστα για ένα διάστημα και υπουργός Οικονομικών, ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης, στην προσπάθειά του να καταδείξει ότι το ΠαΣοΚ υπό την ηγεσία του κ. Ν. Ανδρουλάκη απέτυχε στους εκλογικούς του στόχους, αμφισβήτησε ακόμα και το προφανές! Αυτό που προαναφέρεται. Οτι το ΠαΣοΚ δεν κατάφερε να επικρατήσει ούτε στην Κρήτη.
Η αναφορά δεν έχει άλλον στόχο από το να καταδείξει την κακοπιστία και την υπερβολή που επικράτησε σε μια συνεδρίαση η οποία στόχο είχε να αναλύσει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, να εντοπίσει τις αδυναμίες της στρατηγικής που ακολουθήθηκε και, επιπλέον, να θέσει τις βάσεις για μια ανασυγκρότηση του κόμματος, εν όψει των πιθανών, εκτάκτων πολιτικών εξελίξεων. Οπως για παράδειγμα ένας πιθανός εκλογικός αιφνιδιασμός του κ. Μητσοτάκη έως το τέλος του χρόνου.
Ο κ. Σαχινίδης, ο οποίος προφανώς φέρει βαρέως ότι υπολείφθηκε κατά περίπου 25.000 ψήφους του τελευταίου εκλεγέντος με το ΠαΣοΚ ευρωβουλευτή (πρόκειται για τον κ. Σ. Αρναούτογλου), δεν ήταν η χειρότερη περίπτωση κριτικής κατά του κ. Ανδρουλάκη. Αρκετοί άλλοι τον έψεξαν για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το κόμμα στα περίπου δυόμισι χρόνια της ηγεσίας του, ορισμένοι τον επέκριναν για συγκεντρωτισμό, άλλοι για αυταρχισμό και κάποιοι τρίτοι για αδυναμία αντιπαράθεσης με τον κ. Μητσοτάκη, κυρίως, και, δευτερευόντως, με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κασσελάκη.
Ολοι πάντως απέφυγαν ή δεν θέλησαν να υπεισέλθουν στον πυρήνα του προβλήματος του ΠαΣοΚ: ότι η ανάδειξη του κ. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος, με καθαρή νίκη επί του Γ. Παπανδρέου, τον Δεκέμβριο του 2021, τροφοδότησε τον μικρομεγαλισμό αρκετών στελεχών της γενιάς του. Που θεώρησαν από την πρώτη στιγμή ότι ίσως είναι η δική τους ευκαιρία τώρα, αφού τα κατάφερε, σχεδόν εύκολα, ένας από αυτούς.
Και ότι αν επικρατήσει και σε αυτή την κρίση, χάνουν οριστικά το τρένο, καθώς πίσω από τον κ. Ανδρουλάκη στοιχίζεται μια γενιά στελεχών, νεότερων από εκείνους, και πιθανώς καλύτερους στο «φαίνεσθαι». Πρόκειται για πέντε ή έξι στελέχη, τα οποία ο κ. Ανδρουλάκης έφερε στο προσκήνιο της πολιτικής, και αυτό, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, είναι μια σημαντική συνεισφορά του προέδρου του ΠαΣοΚ στην ανανέωση της πολιτικής τάξης στη χώρα.
Φυσικά από όλο αυτό που συμβαίνει στο ΠαΣοΚ δύσκολα μπορεί κανείς να παραβλέψει και τα προσωπικά στοιχεία της αντιπαράθεσης. Σχέσεις φιλίας που διαταράχθηκαν (κορυφαίο παράδειγμα η περίπτωση Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου), άλλες που επηρεάστηκαν από επιλογές του ίδιου (περίπτωση του επιτυχόντος υποψήφιου ευρωβουλευτή, γραμματέα Ανδρέα Σπυρόπουλου) και κάποιες που είχαν να κάνουν με το αποτέλεσμα των περσινών εθνικών εκλογών πυροδότησαν ένα βαρύ κλίμα, από το οποίο μόνο τραυματισμένο θα εξέλθει το ΠαΣοΚ.
Σημαντικός παράγων στη συντήρηση της εσωκομματικής περιδίνησης ασφαλώς και είναι η εγκατάσταση στο εσωτερικό του κόμματος του γενικότερου προβληματισμού για το μέλλον της Κεντροαριστεράς. Είναι κοινό μυστικό ότι ορισμένοι στρέφουν με νοσταλγία το βλέμμα προς μια «συνάντηση» με τον ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση μια ενιαίας παράταξης που θα αμφισβητήσει την επικυριαρχία του κ. Μητσοτάκη.
Το πρόβλημα είναι ότι το βαθύ ρήγμα που άνοιξε ανάμεσα στα δύο κόμματα την περίοδο της διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα δημιούργησε στη Χαριλάου Τρικούπη απροσπέλαστο τείχος. Ο κ. Ανδρουλάκης προφανώς δεν είναι διατεθειμένος να ανοίξει μια πόρτα διαλόγου με την Κουμουνδούρου και δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι και ο κ. Κασσελάκης το επιθυμεί.
Αρα μήπως όλη αυτή η προσπάθεια να αποκαθηλωθεί ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ εξυπηρετεί αυτούς τους σχεδιασμούς; Είναι ένα ερώτημα. Ενα δεύτερο, κύριο, σοβαρότατο, ερώτημα, στο οποίο οι αμφισβητίες του δεν έδωσαν την Τετάρτη μια πειστική απάντηση, είναι το γιατί άνοιξε με τόση ένταση η συζήτηση για την αποτυχία του κ. Ανδρουλάκη στις εκλογές, όταν οι δύο κυριότεροι ανταγωνιστές του ΠαΣοΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, είχαν αντιστοίχως μεγαλύτερες απώλειες; Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στα όσα προηγουμένως εκτέθηκαν.
Ενα άθροισμα προσωπικών φιλοδοξιών, για ορισμένους στα όρια της μωροφιλοδοξίας, σε συνδυασμό με απολίτικες έχθρες προσωπικού χαρακτήρα και την αδημονία για την επόμενη μέρα δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα, το οποίο ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς θα καταλήξει. Σίγουρα όμως θα έχει ένα θύμα: τη δημόσια εικόνα του ΠαΣοΚ και την ανατροφοδότηση στην κοινωνία του φαύλου κύκλου της συνολικής αμφισβήτησης του κόμματος, η οποία άνοιξε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο και έκτοτε συνεχίζεται με αμείωτη ένταση…