«Ριζικός»; Μόνο κατά παρέκκλιση και εάν υποτεθεί ότι οι προηγούμενοι ήταν της κατηγορίας των «διορθωτικών κινήσεων». «Δομικός;». Μόνο εάν επιστρατευθούν τα επικοινωνιακά τρικ της δεκαετίας του 1980 για να δοθεί το σύνθημα κάποιας υποτιθέμενης επανεκκίνησης. Αρα;

Το συμπέρασμα είναι πως ακόμη κι έτσι, αχαρακτήριστος, ο ανασχηματισμός υπακούει στην ίδια λογική με τους προηγούμενους. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυβερνά τη χώρα κυρίως με τους κεντρογενείς υπουργούς που ξέρει. Και ελέγχει το κόμμα με υφυπουργούς από τον πάγκο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Πάνω-κάτω, αυτό είναι το προσωπικό από τον Ιούλιο του 2019.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση μετατίθεται έτσι από τα πρόσωπα στον χρόνο. Οχι όμως τόσο σε αυτόν που πέρασε όσο σε εκείνον που απομένει. Είναι επαρκής για τη θρυλούμενη ανάταξη της κυβέρνησης από τη φθορά και τα λάθη των έξι χρόνων;

Δύσκολα θα ισχυριζόταν κάποιος πως οι ανασχηματισμοί ανανεώνουν ή, ακόμη περισσότερο, συγκροτούν ένα νέο πολιτικό κεφάλαιο. Η πολιτική κυριαρχία τού ’19 που επαναβεβαιώθηκε στις εκλογές του 2023 δείχνει να έχει εξαντλήσει τα όριά της. Στο μεταξύ, η κοινωνική αντιπολίτευση, ως ταμιευτήρας της δυσαρέσκειας, έχει διευρύνει τα δικά της, κατακερματίζοντας το πολιτικό σύστημα.

Το σχήμα αυτό αποτυπώνεται στους αριθμητικούς συσχετισμούς. Μιας κυβέρνησης στην οποία μέρος των πολιτών έχει αποσύρει την εμπιστοσύνη του. Μα και μιας αντιπολίτευσης την οποία οι πολίτες αλλάζουν σαν τα πουκάμισα: στις εκλογές του 2023 πρώτευσε αντιπολιτευτικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Η σκυτάλη στη συνέχεια – και με τον αρχηγό του να αναβαπτίζεται στις εσωκομματικές κάλπες – παραδόθηκε στο ΠαΣοΚ. Αλλά τώρα, κι ενώ το φάντασμα ενός νέου «αντισυστημισμού» πλανάται πάνω από τη χώρα, προβάλλει ως νέα ηγεμονική δύναμη στο πεδίο της αντιπολίτευσης η Πλεύση Ελευθερίας. Θα υπάρξει επόμενος;

Περισσότερο νόημα έχει να αναρωτηθεί κανείς εάν, σε αυτή τη φάση, δεν έχει τόση σημασία με ποιους επιλέγει να κυβερνήσει ο Πρωθυπουργός, αλλά ποιον θα επέλεγε ως αντίπαλο. Εχει επειδή η πολιτική ηγεμονία του παρελθόντος κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συντήρηση ενός αντιλαϊκιστικού μετώπου που συνασπίσθηκε γύρω από τη ΝΔ. Δεν ήταν μόνο ότι το κυβερνών κόμμα άρεσε στους παραδοσιακούς του ψηφοφόρους. Ηταν και πως σε πολλούς ακόμη δεν άρεσαν οι υπόλοιποι – εάν δεν τους τρόμαζαν.

Αυτή η τάξη των ψηφοφόρων ήταν ανάμεσα στους παρόντες των συλλαλητηρίων για τα Τέμπη. «Βουβή» για να πιστωθεί στον νέο «αντισυστημισμό», αλλά και «ορφανή» στην πολιτική της εκπροσώπηση. Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στην κοίτη του «μετώπου της λογικής»; Με έναν αντίπαλο που θα ξυπνούσε κάθε διαθέσιμο φάντασμα του πρόσφατου παρελθόντος μαζί με το ανενεργό, εδώ και καιρό, δίλημμα «σταθερότητα ή χάος».

Σε αυτή τη συγκριτική μέθοδο, η οποία δεν εξαντλήθηκε μόνο στις αφηρημένες της έννοιες αλλά απλώθηκε και στα πρόσωπα, στηρίχθηκε το κυβερνητικό αφήγημα, άλλοτε με λιγότερη και άλλοτε με περισσότερη επιτυχία. Το δίλημμα ήταν πότε Μητσοτάκης ή Τσίπρας, πότε Μητσοτάκης ή Κασσελάκης και πότε Μητσοτάκης ή Ανδρουλάκης. Ηταν επειδή, αντίθετα από το κυβερνητικό σχήμα που ποτέ δεν έγινε «μικρό και ευέλικτο», όπως θέλει ο ιδρυτικός μύθος που συνοδεύει κάθε κυβέρνηση, το Μαξίμου επέδειξε μια μάλλον αξιοσημείωτη ευελιξία στην επιλογή των αντιπάλων του. Ο αντίπαλος ήταν πάντοτε ένας. Αλλά ποτέ δεν ήταν ο ίδιος.

Το τελευταίο δίλημμα, πάντως, Μητσοτάκης ή Ζωή, απαντά – εάν απαντήσει – μόνο σε ένα μέρος της εξίσωσης. Δεν αρκεί, με άλλα λόγια, να στήνει κανείς απέναντί του μια πινακοθήκη «τεράτων» για να συντηρεί την πρωτοκαθεδρία του. Το πραγματικό διακύβευμα βρίσκεται στο πεδίο της διακυβέρνησης και σε αυτά τα δυο και κάτι χρόνια που απομένουν. Με ή χωρίς νέους ανασχηματισμούς.