Αν ήμουν οπαδός των θεωριών συνωμοσίας, θα πίστευα ακράδαντα πως οι ομοφοβικές επιθέσεις σε βάρος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Κασσελάκη, από τους εντιμότατους κ.κ. Μπέο και Μουτζούρη γίνονται επί τη βάσει ενός καλοστημένου σχεδίου προκειμένου να ανακάμψει δημοσκοπικά και η δική του δημοφιλία και η εκλογική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί ίσως να ενέπλεκα σε αυτό και σκοτεινούς μηχανισμούς που… απαραίτητα ξεκινούν από την αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών, διατρέχουν ολόκληρο το σώμα της διαπλοκής και καταλήγουν στα παραδοσιακά και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Φευ όμως, δεν είναι!
Διότι για λόγους ισορροπίας και «δικαιοσύνης» (αν μπορεί να υπάρχει δικαιοσύνη για τα συγκεκριμένα δυο κραυγαλέα κρούσματα ρατσισμού) οφείλουμε να αθροίσουμε σε αυτά τις χυδαιότητες του ίδιου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Βόλο κατά του δημάρχου της πόλης. Επιτρέπεται σε αρχηγό κόμματος να εκφράζεται δημοσίως κατ’ αυτόν τον τρόπο για έναν αντίπαλό του, πολιτικά και ηθικά, όπως ο εν λόγω Μπέος; Προφανέστατα όχι.
Τίποτε δεν δικαιολογεί μια τέτοια συμπεριφορά. Ούτε ο θυμός ούτε η οργή ούτε καν η αντεκδίκηση, αν υποθέσουμε ότι κάτι από όλα αυτά ήταν το κίνητρο που ώθησε τον αρχηγό της αντιπολίτευσης να επιτεθεί κατά του δημάρχου Βόλου. Το σημαντικό είναι ότι η εκφορά αυτών των απρεπών δηλώσεων του κ. Κασσελάκη ήρθε να δικαιώσει τους haters του Διαδικτύου, οι οποίοι έσπευσαν να αποθεώσουν (!) ηθοποιό-τραγουδιστή, φίλο του κόμματος, επειδή θέλει να βάλει (ή να δει;) «σε σάκο» τον Α. Γεωργιάδη και τον Α. Πορτοσάλτε. Αποθέωση για μια ωμή υποκίνηση βίας, ποινικά κολάσιμη και πολιτικά καταδικαστέα.
Και αν δεν αρκούν αυτά για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η ελληνική κοινωνία διολισθαίνει αργά αλλά σταθερά στη λάσπη ενός δρόμου που δεν έχει επιστροφή, ας προσθέσει επίσης την περίπτωση του «κτήνους του Κερατσινίου», ο οποίος κακοποιούσε παιδιά με αναπηρία και διοχέτευε στο Διαδίκτυο προς «βιοπορισμό» τα κατορθώματά του. Πώς βιοποριζόταν; Επειδή βρίσκονταν «άνθρωποι» (εντός πολλών εισαγωγικών) οι οποίοι πλήρωναν για να απολαύσουν το θέαμα!
Και δεν χρειάζεται καν να αναφερθώ στο πλήθος των σεξουαλικών κακοποιήσεων παιδιών από συγγενείς και φίλους των οικογενειών τους. Ούτε την κακοποιητική συμπεριφορά συζύγων και συντρόφων, τις γυναικοκτονίες, τη λεκτική βία κατά γυναικών και εφήβων, τις συμμορίες των ανηλίκων, τις συμπλοκές τους, τη γηπεδική βία, ό,τι δηλαδή μονοπωλεί την επικαιρότητα κοινωνικού χαρακτήρα τα τελευταία λίγα χρόνια.
Αρκετοί ισχυρίζονται ότι όσα συμβαίνουν είναι αποτέλεσμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που διήλθε η χώρα και άλλοι υποστηρίζουν ότι η «έκρηξη» που σημειώνεται είναι τα παρεπόμενα του πολύμηνου εγκλεισμού μας λόγω της πανδημίας. Μπορεί. Αλλά είναι πλέον τεράστιος ο κατάλογος των φαινομένων που γεννούν απαισιοδοξία για την «ποιότητα» της ελληνικής κοινωνίας, η οποία μοιάζει να τρέχει με ταχύτητα και με σπασμένα τα φρένα στη λεωφόρο της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, της ομοφοβίας, του αποκλεισμού της διαφορετικότητας.
Το δυστύχημα για εμένα δεν είναι ότι συμβαίνουν όλα αυτά, και συμβαίνουν καθημερινά, εδώ δίπλα μας, με πρωταγωνιστές ανθρώπους «που δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα». Το δυστύχημα είναι ότι όταν συμβαίνει κάτι, το αρχικό σοκ διαδέχονται η απάθεια, η αποδοχή και εν τέλει η επιβολή του ίδιου του γεγονότος ως «κανονικότητα».
Πρόκειται για έναν ιδιότυπο, επικίνδυνο «μιθριδατισμό» και η απορία μου είναι γιατί η πνευματική ηγεσία του τόπου δεν ορθώνει το ανάστημά της, μήπως και ανακόψει τον κατήφορο. Πού είναι οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι συνθέτες, οι εικαστικοί, η επιστημονική κοινότητα; Σε ποιες «εύφορες κοιλάδες» ξαπλώνουν ράθυμα και παρακολουθούν το θέαμα μιας κοινωνίας που μέρα με τη μέρα πέφτει και πιο χαμηλά;