Η εκδημία του Γιάννη Μπουτάρη και το θεσμικό κατευόδιο της πολιτικής ηγεσίας που ακολούθησε, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως η δημόσια αναγνώριση ενός προσώπου το οποίο κινήθηκε στο όριο της πολιτικής ορθότητας. Είναι σίγουρο ότι σε σύντομο χρόνο, η χαρακτηριστική φιγούρα του θα κοσμήσει ως προτομή κάποια πλατεία της Θεσσαλονίκης, της πόλης που αναμόρφωσε στις δύο θητείες κατά τις οποίες διετέλεσε δήμαρχος.
Αλλά τι ήταν ο Μπουτάρης, ακριβώς; Ενας «ευπατρίδης της καθημερινότητας» όπως προσφυώς τον χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος μάλιστα δήλωσε και θαυμαστής του; Ηταν ένας οραματιστής, ιδεολόγος, ουμανιστής, ένας εξαίρετος «πωλητής ονείρων»; Ή μήπως ένας «συνθέτης» που κατάφερε να δημιουργήσει την «καινούργια» Θεσσαλονίκη, συνθέτοντας το βαρύ ιστορικό της παρελθόν, με ένα ευοίωνο μέλλον; Υπήρξε όντως πραγματικός πολιτικός ή μέλος μιας κλειστής «παρέας» που συνδιαμόρφωνε για χρόνια τις συνθήκες της πόλης στην οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του;
Δύσκολο να απομονώσεις πάνω του κάτι από όλα αυτά. Γιατί υπήρξε όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως, κατά το κοινώς λεγόμενο. Και πολύ περισσότερα. Περίσσεψαν τα κοσμητικά επίθετα στις αποχαιρετιστήριες δηλώσεις των πολιτικών αυτές τις ημέρες. Περισσεύει και κάθε δική μου αναφορά. Κατ’ εμέ αυτό που δεν φωτίστηκε αρκετά είναι εκείνο που ουσιαστικά αντιπροσώπευε ο Μπουτάρης στην πολιτική ζωή. Δύσκολα μπορούσες να τον εντάξεις σε κομματικούς σχηματισμούς. Ηταν κεντροαριστερός, αλλά όχι τόσο ΠαΣοΚ για να αποτελέσει στέλεχός του. Αλλά ούτε τόσο ΣΥΡΙΖΑ για να στοιχηθεί πίσω από τον κ. Τσίπρα. Ηταν στενός φίλος του κ. Βενιζέλου, αλλά απέφυγε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος την εποχή που εκείνο κατέρρεε, και οι αναζητήσεις για το ποιος μπορεί να το διασώσει έφεραν παράκλητο κόσμο στην πόρτα του. Αρνήθηκε, γιατί ποτέ δεν θέλησε να ενταχθεί σε κομματικά καλούπια. Γι’ αυτόν η πολιτική είχε περισσότερο οραματικό χαρακτήρα, ένα παιχνίδι ευφυών ιδεών και αντισυμβατικών σκέψεων, αλλά πάντα στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού των πραγμάτων.
Ο Μπουτάρης ήταν αυτό που σήμερα απουσιάζει δραματικά από την πολιτική μας τάξη. Ενας πραγματικός εκσυγχρονιστής. Ο Μπουτάρης ήταν παθιασμένος με τον εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα. Πολιτικά, κοινωνικά, αυτοδιοικητικά. Ενας «Σημίτης» στη μικροκλίμακα της πόλης του. Και γι’ αυτό η απώλειά του, πραγματικά κάνει φτωχότερο το πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να το διαπιστώσει κανείς. Αν ρίξει μια ματιά στο σήμερα, δύσκολα θα ανακαλύψει στους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς κάποιον που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Οι ρηξικέλευθες ιδέες έχουν δώσει τη θέση τους στον ρεαλισμό. Οι οραματικοί ηγέτες που κάποτε εμφανίστηκαν για να χαράξουν μια πορεία προς ένα ευοίωνο μέλλον, έδωσαν τη θέση τους στους «πραγματιστές», που δεν σχεδιάζουν, αλλά κάνουν προσθαφαιρέσεις στα νούμερα. Το δυστύχημα δε, είναι ότι δεν σχεδιάζουν όχι γιατί δεν τους περνάει από τη σκέψη να το κάνουν, αλλά γιατί δεν μπορούν να σχεδιάσουν. Και η χώρα παραμένει σταθερά σε χαμηλές πτήσεις, πολύ κάτω από τις προσδοκίες που καλλιεργούν κάθε φορά εκείνοι που φιλοδοξούν να την κυβερνήσουν.
Αν ο κ. Σημίτης αναμόρφωσε την Ελλάδα στα 8 χρόνια της πρωθυπουργίας του, με υποδομές που θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί έναν αιώνα πριν, και έθεσε τις βάσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξή της στον 21ο αιώνα, ο Μπουτάρης πραγματοποίησε το ίδιο, σε άλλο επίπεδο, στη Θεσσαλονίκη. Τη μεταμόρφωσε από μια βαλκανική «κωμόπολη» σε μια πολυπολιτισμική «πρωτεύουσα» που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το καλό και το κακό παρελθόν της. Μια «πρωτεύουσα» που μπορεί να δέχεται, και να συνυπάρχουν, τους εβραίους, τους σλάβους και τους τούρκους απογόνους των κατοίκων της, με την ίδια θέρμη που υποδέχεται τους έλληνες επισκέπτες της. Μια «πρωτεύουσα» που μπορεί να βλέπει με αγαλλίαση το φωτισμένο γλυπτό του Θερμαϊκού ως φεγγαράκι και όχι ως ημισέληνο.
Του χρωστάει πολλά η Θεσσαλονίκη του Γιάννη Μπουτάρη, περισσότερα όμως του χρωστάει το εκσυγχρονιστικό ρεύμα της χώρας. Γιατί το κράτησε ζωντανό και επίκαιρο μετά τη συντονισμένη επιχείρηση απαξίωσής του, που ακολούθησε την 8ετία Σημίτη. Εστω και ακέφαλο, επί του παρόντος…