Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, με ανοιχτό κομματικό ανταγωνισμό, υπάρχουν συνήθως αρκετά πολιτικά κόμματα που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών. Κάποια από αυτά διαθέτουν ιστορικό παρελθόν και άλλα είναι νεότερα· επίσης, κάποια είναι εδραιωμένα και άλλα είναι πιο ευκαιριακά ή και εφήμερα.

Εδώ και καιρό, τα κόμματα δεν απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη παρά μόνο μικρής μερίδας πολιτών. Γενικότερα η εμπιστοσύνη απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς είναι χαμηλή και πτωτική· ειδικότερα όμως η εμπιστοσύνη απέναντι στα κόμματα βρίσκεται στο ναδίρ, χωρίς τάσεις ανάκαμψης αυτής της αρνητικής τροχιάς.

Παρά την έντονη δυσπιστία, στη δημοκρατία τα κόμματα εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Επιπλέον, η δυσπιστία που εκφράζεται γι’ αυτά δεν σημαίνει απαραίτητα και κυνική απόρριψή τους αλλά ενδεχομένως, για ένα τμήμα των πολιτών τουλάχιστον, μια τέτοια στάση να εκφράζει την αγωνία τους όσον αφορά κομβικούς θεσμούς της δημοκρατίας που από καιρό βρίσκονται σε κρίση.

Στην Ευρώπη η κρίση των κομμάτων έχει κορυφωθεί σε διαφορετικές συγκυρίες. Μια τέτοια συγκυρία ήταν εκείνη της αποκάλυψης του γενικευμένου σκανδάλου διαφθοράς («Tangentopoli») στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 που οδήγησε σε κατάρρευση της «Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας».

Μια εικόνα κατάρρευσης των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς επικράτησε νωρίτερα, στις εκλογές του 1973 στη Δανία, όταν οι δεξιοί λαϊκιστές του Κόμματος της Προόδου επιδιδόμενοι σε μια άνευ προηγουμένου πολεμική εναντίον του πολιτικού κατεστημένου είδαν τη δύναμή τους να εκτοξεύεται από την απόλυτη ανυπαρξία στη δεύτερη θέση των κοινοβουλευτικών εδράνων.

Ενα «λουτρό αίματος» συντελέστηκε και στην Ελλάδα, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, όταν η μεν ΝΔ βρέθηκε στο χαμηλότερο ποσοστό από ιδρύσεώς της στις εκλογές του Μαΐου 2012, το δε ΠαΣοΚ ακολούθησε μια πορεία ραγδαίας κατολίσθησης («Pasokification»), κατάσταση από την οποία ουδέποτε έως τώρα ανέκαμψε πραγματικά.

Σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, το πολιτικό περικείμενο ήταν τόσο έντονο – όπως η αποκάλυψη ενός βαθιά διεφθαρμένου συστήματος στην Ιταλία, το τέλος της ειδυλλιακής πολιτικής συναίνεσης στη Δανία, η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ελλάδα – που καθιστούσε την κομματική κατάρρευση εξηγήσιμη. Αυτό που συμβαίνει, ωστόσο, εδώ και σχεδόν έναν χρόνο στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στοιχεία που να είναι συγκρίσιμα με καμία από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις.

Στον ΣΥΡΙΖΑ μαίνεται ένας εσωκομματικός εμφύλιος. Η σύγκρουση αυτή δεν είναι ιδεολογική, αλλά αφορά κυρίως υλικούς πόρους: ποια ομάδα, με ποιον αρχηγό, θα ελέγξει το κόμμα ως μηχανισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε στην κομματική σκηνή ως ένας συνασπισμός δυνάμεων και, παρά τον μετασχηματισμό του σε ένα ενιαίο κόμμα, το χαρακτηριστικό του αυτό, το ότι δηλαδή αποτελούσε μια «συμμαχία δυνάμεων», παρέμεινε ένα κεντρικό του γνώρισμα έως και πριν από την αποχώρηση από την ηγεσία του τού Αλέξη Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον εμφανίζει την εικόνα ενός κόμματος-συνονθύλευμα από διαφορετικές φατρίες που συγκροτούνται γύρω από πρόσωπα-διεκδικητές πόρων και όχι γύρω από ιδεολογικές πλατφόρμες και προγράμματα.

Τα κόμματα λειτουργούν βάσει των καταστατικών τους, των ιδρυτικών τους διακηρύξεων και προγραμμάτων. Η οργάνωση και η δράση τους, ωστόσο, όπως το Σύνταγμα ορίζει (άρθρο 29) για τα κόμματα στην Ελλάδα, οφείλει να «εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Υπό αυτή την έννοια, το τι συντελείται στο εσωτερικό ενός κόμματος δεν ανήκει στα ενδότερά του (interna corporis), αλλά αφορά την ίδια τη δημοκρατία και μπορεί άμεσα να επηρεάσει τη λειτουργία της. Επειδή πολύς λόγος γίνεται για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα και ευρύτερα, η ποιότητα της δημοκρατίας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την εσωκομματική δημοκρατία.

Το τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η παρατεταμένη εσωκομματική κρίση και τα φαινόμενα εκφυλισμού που παρατηρούνται, επηρεάζουν αρνητικά και από την πλευρά της πολιτικής ζήτησης (πολίτες) και από την πλευρά της πολιτικής προσφοράς (κομματικό σύστημα) την ίδια τη δημοκρατία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης έχοντας το ενδιαφέρον του εστιαστεί αποκλειστικά στα εσωτερικά του ζητήματα. Επιπλέον, η εικόνα του ως άθροισμα φατριών όχι μόνο απαξιώνει τον ρόλο του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης αλλά και τον ρόλο των κομμάτων εν γένει επιβεβαιώνοντας μια ευρέως διαδεδομένη αντικομματική ρητορική που θέλει τα κόμματα να νοιάζονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για τα προβλήματα και τις ανάγκες των πολιτών.

Ο εσωκομματικός εμφύλιος στον ΣΥΡΙΖΑ ρίχνει βαριά τη σκιά του στο κομματικό σύστημα. Τα τεκταινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο μια στενά δική του υπόθεση. Η δική του φθορά δεν περιορίζεται στο ίδιο και μόνο αλλά συνοδεύεται από μια περιρρέουσα τοξικότητα που επηρεάζει το κομματικό σύστημα δημιουργώντας νέες πολιτικές ευκαιρίες για τους υπονομευτές της δημοκρατίας. Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη και αυτή η ευθύνη πέφτει στις πλάτες αρκετών: νυν, επίδοξων, παλιών και δυνητικών αρχηγών και πρωτοκλασάτων στελεχών του.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).