Η συμπλήρωση μισού αιώνα από την πτώση της Χούντας και τη μετάβαση στη δημοκρατία παρέχει μια ικανή απόσταση για την επανεκτίμηση της απριλιανής δικτατορίας στο συνεχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Το στρατιωτικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε από μεσαίους αξιωματικούς του στρατού την 21η Απριλίου 1967 αντιμετωπίστηκε σκωπτικά από την ελληνική αστική τάξη αλλά και την κοινωνία ευρύτερα σαν να μην ήταν «πραγματική» δικτατορία, δίνοντας έμπνευση σε σειρά ανεκδότων και σατιρικών σχολιασμών. Το «κιτς της Χούντας» αποτελεί ακόμη και σήμερα αφορμή για την αναδρομική της γελοιοποίηση. Αφετέρου, στο εξωτερικό αντιμετωπίστηκε συχνά σαν «φυσιολογική» τροπή της ελληνικής πολιτικής η οποία προσλαμβανόταν ως μια χαοτική σειρά πολιτικών αναταραχών και αυταρχικών εκτροπών.

Βεβαίως, ούτε αστεία ήταν η δικτατορία ούτε προϊόν μιας ελληνικής Sonderweg (ιδιοσυγκρασιακής πορείας). Υπήρξε ένα στυγνό στρατιωτικό καθεστώς που καταδίωξε, φυλάκισε και βασάνισε τους αντιφρονούντες, επέβαλε λογοκρισία και απόλυτο ιδεολογικό έλεγχο, βάζοντας στον «γύψο» ολόκληρη τη χώρα. Από την άλλη πλευρά, η ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού μετά την πτώση της αποδεικνύει ότι δεν είναι η δικτατορία το ιδιάζον χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής παράδοσης. Ακόμη και οι ιδεολογικοί της επίγονοι δεν επικαλούνται τους ηγέτες του πραξικοπήματος τόσο συχνά όσο θα αναμέναμε. Η Χρυσή Αυγή, την εποχή που οι εκπρόσωποί της κάθονταν στα έδρανα της ελληνικής Βουλής, έκανε αναφορές στην απριλιανή δικτατορία (π.χ., μέσω των συμβόλων της Χούντας) αλλά μάλλον προτιμούσε πιο «αυθεντικούς» ιδεολογικούς προγόνους.

Οι ίδιοι οι δικτάτορες και οι συνεργάτες τους είχαν επίγνωση της ανάγκης νομιμοποίησης του καθεστώτος και γι’ αυτό ανέτρεξαν στο γνωστό ρεπερτόριο των συμβόλων, των τελετών και των ιστορικών αναφορών. Το πρώτο σύμβολο που επέλεξαν ήταν βεβαίως το ίδιο το όνομα της στρατιωτικής χούντας ως «Εθνοσωτήριας Επανάστασης». Δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούμε εδώ διεξοδικά στους συμβολισμούς της «Επανάστασης». Πέρα από την προφανή σύνδεση με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και την Επανάσταση στο Γουδί το 1909, ο όρος παρέπεμπε σε μια νέα αρχή, ώστε, σύμφωνα με τους συνταγματάρχες, η Ελλάδα να εξαγνιστεί από την παρακμιακή επιρροή της Δύσης αλλά και την πολιτική διαφθορά που αντιπροσώπευαν τα κόμματα. Οπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Γεωργαλάς, κύριος εκφραστής της χουντικής προπαγάνδας: «Δεν υπάρχουν θεμέλια. Τώρα μπαίνουν. Οικοδομούμε τελείως εξ αρχής».

Η δημοκρατική «κόπωση» για τις νεότερες γενιές που δεν έζησαν τον φόβο και τη βία μιας χούντας επιτρέπει να αναφύονται χουντο-νοσταλγικές και αντιδημοκρατικές τάσεις, τις οποίες δεν θα πρέπει να υποτιμούμε

Η «Επανάσταση» εμπεριέχει βεβαίως και θρησκευτικές συνδηλώσεις, παραπέμποντας στην «ανάσταση» του ελληνικού έθνους. Κατά σύμπτωση το πραξικόπημα έγινε πριν το Σάββατο του Λαζάρου, επιτρέποντας τη σύνδεσή του με το Πάσχα και την Ανάσταση. Με τον τρόπο αυτόν, η 21η Απριλίου αποκτούσε και θρησκευτικό συμβολισμό, όπως ακριβώς και η 25η Μαρτίου συνδεόταν με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η έννοια της ανάστασης του έθνους απεικονίστηκε με ενάργεια στο κατεξοχήν σύμβολο της απριλιανής δικτατορίας, τον Φοίνικα με τον Στρατιώτη, το και σκωπτικά λεγόμενο «πουλί της Χούντας». Ο Φοίνικας αναπαρήχθη σε κάθε μορφή, από γραμματόσημα και αφίσες σε θυρεούς και σχολικά βιβλία, και κατέκλυσε κυριολεκτικά τον δημόσιο χώρο. Η απεικόνιση του στρατιώτη πάνω στο ήδη χρησιμοποιημένο από τον Καποδίστρια σύμβολο του αναγεννώμενου φοίνικα δήλωνε ακριβώς τον χαρακτήρα του καθεστώτος που με κάθε τρόπο πρόβαλλε τον ρόλο του στρατού ως παράγοντα σταθερότητας και εκσυγχρονισμού της χώρας. Η επέμβαση του στρατού σε περιόδους εθνικής κρίσης με στόχο τη σωτηρία του έθνους αποτέλεσε το βασικό μοτίβο του ιδεολογικού οπλοστασίου της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που αναζήτησε το ιστορικό της προηγούμενο στο στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909.

Το έργο ωστόσο που συμπύκνωνε την ταυτότητα του καθεστώτος ήταν το περίφημο «Τάμα του Εθνους». Με αφετηρία την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του 1829 για ανέγερση Ναού του Σωτήρος, ώστε να εκφραστεί η ευγνωμοσύνη του έθνους προς τη Θεία Πρόνοια, η ιδέα της οικοδόμησης ενός ναού στην πρωτεύουσα που θα θύμιζε τη σωτηρία του έθνους το 1821 πέρασε από πολλές περιπέτειες μέχρι να μεταμορφωθεί στο φαραωνικό σχέδιο της Χούντας στον λόφο Γαλατσίου. Η εκκλησία-μνημείο θα σφράγιζε το πεπρωμένο του ελληνικού έθνους, που είχε αναλάβει να εκπληρώσει η «Εθνοσωτήριος Επανάστασις». Το Τάμα του Εθνους θα ήταν το τρίτο μνημείο που θα σηματοδοτούσε το αθηναϊκό τοπίο, απέναντι στον Παρθενώνα και τον Ναό του Αγίου Γεωργίου στον Λυκαβηττό, υποδηλώνοντας ωστόσο την υπεροχή του νεότερου μνημείου – άρα και του καθεστώτος.

Η γραφικότητα αυτών των αναφορών, όπως τις ανακαλούμε σήμερα, μπορεί ωστόσο να λειτουργήσει παραπλανητικά και εφησυχαστικά. Η δημοκρατική «κόπωση» για τις νεότερες γενιές που δεν έζησαν τον φόβο και τη βία μιας χούντας επιτρέπει να αναφύονται χουντο-νοσταλγικές και αντιδημοκρατικές τάσεις, τις οποίες δεν θα πρέπει να υποτιμούμε. Η δημοκρατία απαιτεί εγρήγορση και συνεχή επαγρύπνηση και καλό είναι να το θυμόμαστε κάθε χρόνο στις 21 Απριλίου.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.