Το είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Το επανέλαβε σαν ηχώ ο υπουργός Μεταφορών και Υποδομών. Η σύσταση της ανεξάρτητης επιτροπής και το πόρισμα που συνέταξε για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη συνιστούν «εθνική κατάκτηση». Ετσι, ως «κατάκτηση για τη χώρα», στελεχώθηκε ο ανεξάρτητος ΕΟΔΑΣΑΑΜ. Κι έτσι, εθνικώς, «κατακτήσαμε την αλήθεια».
Οπως κάθε υψιπετής στόχος όμως, έτσι και αυτός είχε κόστος. Για την επίτευξή του χρειάστηκε να «γίνουν όλα λάθος» τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου και τις ημέρες που ακολούθησαν στον τόπο του δυστυχήματος. Χρειάστηκε να δηλητηριαστεί μετά η ατμόσφαιρα και επί δύο ολόκληρα χρόνια από τις αναθυμιάσεις μιας θεωρίας συνωμοσίας όπου ανακατεύτηκαν καύσιμα υλικά και διαλύτες, λαθρέμποροι βενζινάδικων και νατοϊκοί καραβανάδες, επιστολογράφοι του Ιησού και ψευδοεμπειρογνώμονες. Και ακόμη, χρειάστηκε να καταβάλει και το δικό της τίμημα η Δικαιοσύνη ως ένας θεσμός κλονισμένος από τη δυσπιστία σχεδόν ολόκληρης της κοινωνίας.
Για να μάθουμε τι; Ποια είναι η αλήθεια που κατακτήσαμε με τόσα δάκρυα, πόνο και αίμα; Πως σε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο, απαρχαιωμένο στις δομές του και υποστελεχωμένο από ανεκπαίδευτους σταθμάρχες, οι δύο αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν με τη φυσική δύναμη της νομοτέλειας. Πως εάν οι συμβάσεις είχαν εκτελεστεί και το δίκτυο είχε εκσυγχρονιστεί στοιχειωδώς, το δυστύχημα θα είχε «πιθανότατα» αποφευχθεί. Πως εάν δεν είχαν χαθεί «κρίσιμα στοιχεία» τότε που «έγιναν όλα λάθος», η επιτροπή σήμερα δεν θα πιθανολογούσε την ύπαρξη κάποιου εύφλεκτου υλικού για να εξηγήσει την πυρόσφαιρα. Και πως η συνύπαρξη ασυντόνιστων υπηρεσιακών και κυβερνητικών παρατηρητών στον τόπο της τραγωδίας άφησε πίσω της «ένα τεράστιο αίνιγμα».
Σκοπίμως; Το πόρισμα, σύμφωνα με την ανάγνωση της κυβέρνησης, «αποδεικνύει πως δεν υπήρξε συγκάλυψη». Να μια άλλη αλήθεια που κατακτήσαμε: είναι η αποκάλυψη της ανικανότητας έναντι της σκοπιμότητας. Το ελληνικό είναι ένα αρχαϊκό κράτος, ασύγχρονο με τη γεωπολιτική του οικογένεια, ελλειμματικό στις βασικές του υποδομές. Το βλέπει κανείς στις αφύλακτες διαβάσεις του και στις αφιλόξενες συγκοινωνίες του, το είδε με τρόμο και στην κεντρική του σιδηροδρομική γραμμή των λίγων εκατοντάδων χιλιομέτρων.
Πού; Ακριβώς εκεί όπου αλλού είναι απίθανο να συγκρουστούν τα τρένα που περνούν παρά την έκταση του δικτύου, την πυκνότητα των δρομολογίων, τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες, τους χιλιάδες επιβάτες. Γιατί συνέβη εδώ; Η εύκολη εξήγηση είναι η έλλειψη πόρων – εύκολη αλλά και αδύναμη αν λάβει υπόψη του κανείς πως τα χρήματα για την εκτέλεση της σύμβασης 717 υπήρχαν. Η πιο σύνθετη εξήγηση είναι πως το ελληνικό κράτος αδυνατούσε πάντοτε να υπερασπιστεί τον δημόσιο χώρο για να μπορέσει να οργανώσει τη δημόσια ζωή.
Η διάβαση, με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο αφύλακτη. Είναι στημένη και μέσα στον αστικό ιστό, προσφέρει δωμάτια με θέα στις ράγες, καταργείται όταν σηκώνονται οι μπάρες για να περάσει ένα κομβόι από ιδιωτικά μέσα μεταφοράς που κινούνται σε ρέματα μπαζωμένα με άσφαλτο ή δίπλα από άλλα μπαζωμένα με τούβλα μπετόν. Αυτού του τύπου η ιδιωτικότητα έγινε το τελευταίο καταφύγιο απέναντι στην κρατική αδυναμία και στο κρατικό μπάχαλο. Σε αυτές τις συνθήκες αναζήτησε κανείς ένα μέρος για να ζει.
Θα ήταν λάθος να αποδοθούν στην ίδια πηγή τα ρεύματα που σχημάτισαν το ποτάμι των χθεσινών συλλαλητηρίων. Είναι το ίδιο οξυγόνο όμως που στερούνται όλες αυτές οι ζωές σε αυτόν τον δημόσιο χώρο και σε αυτή τη δημόσια ζωή. Δεν είναι το συλλογικό πένθος που κατεβάζει εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανθρώπους στον δρόμο δύο χρόνια μετά την τραγωδία. Είναι ένα αίσθημα συλλογικής ασφυξίας. Μπορεί να πιθανολογήσει κανείς πως αυτό το τεράστιο πλήθος δεν ζητεί τίποτε περισσότερο από ένα καλύτερο κράτος, δηλαδή μια καλύτερη χώρα και ένα καλύτερο μέρος για να ζει. Και αυτό το αίτημα είναι, ναι, μια εθνική κατάκτηση.