Η επικαιρότητα επαναφέρει διαρκώς το δυσεπίλυτο ζήτημα των σχέσεων μεταξύ απονομής της δικαιοσύνης και κοινού περί δικαίου αισθήματος. Ο πολίτης δεν δικάζεται με βάση το λαϊκό αίσθημα, αλλά με βάση τον νόμο και τη δικανική πεποίθηση που σχηματίσθηκε από τον δικαστή μετά την αποδεικτική διαδικασία. Εάν βέβαια η δικαστική απόφαση αντικατοπτρίζει το λαϊκό αίσθημα, ακόμα καλύτερα.
Ο δικαστής όμως οφείλει να ακολουθήσει τη δικανική του πεποίθηση, ακόμα και εάν αυτή έρχεται σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα. Δικαστής που αποφασίζει ανάλογα με τη στάση της κοινής γνώμης και υπολογίζοντας εάν η απόφασή του θα είναι αρεστή στην πλειοψηφία της κοινωνίας, είναι ένας φοβισμένος και, συνεπώς, κακός δικαστής.
Αλλωστε, γι’ αυτό ακριβώς το Σύνταγμα εξόπλισε τους δικαστικούς λειτουργούς με όλες τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας: Για να μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα χωρίς να υπολογίζουν το κοινωνικό ή πολιτικό κόστος. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η κοινή γνώμη μεταβάλλεται πολύ εύκολα στην πάροδο του χρόνου. Εξάλλου, πολλές φορές ο σκοπός και η γραμματική διατύπωση του νόμου είναι τόσο σαφείς ώστε ο δικαστής να οδηγείται αναγκαστικά σε μια απόφαση, ακόμα και όταν δεν τη θεωρεί δίκαιη. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει άλλη οδός από την αλλαγή του κανόνα δικαίου μέσω της νομοθετικής διαδικασίας. Ο δικαστής δεν επιτρέπεται να μετατραπεί σε νομοθέτη, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
Ολα τα ανωτέρω δεν σημαίνουν βεβαίως ότι απονομή της δικαιοσύνης, αφενός, και κοινωνία, αφετέρου, αποτελούν δύο «ξένους» μεταξύ τους. Ο δικαστής είναι ο τελικός κριτής, αλλά δεν είναι legibus solutus. Ηδη η συνταγματική πρόβλεψη περί ενόρκων στις σοβαρές ποινικές υποθέσεις (άρθρο 97) μας υπενθυμίζει ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιθυμούσε τη λελογισμένη παρουσία του λαϊκού στοιχείου στην απονομή της δικαιοσύνης.
Κυρίως όμως η ερμηνεία μιας σειράς αορίστων εννοιών, όπως «χρηστά ήθη», «συναλλακτικά ήθη» και «δημόσια αιδώς», είναι εξ ορισμού προσανατολισμένη στην κοινωνία και στις αντιλήψεις που επικρατούν σε αυτήν. Το δίκαιο δεν είναι ένα «κλειστό» σύστημα, το οποίο χωρίζεται με στεγανά από την κοινωνία. Ο δικαστής αποτελεί μέρος του κοινωνικού συνόλου και, συνεπώς, όταν ερμηνεύει το δίκαιο, επηρεάζεται από τις απόψεις της κοινωνίας στην οποία ζει.
Η συνεκτίμηση των κοινωνικών αντιλήψεων στην απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί ένα «αναγκαίο κακό». Οταν λοιπόν η κοινή γνώμη φαίνεται να είναι αντίθετη σε μια δικαστική κρίση, ο δικαστής θα συνεχίσει να δεσμεύεται μόνον από τον νόμο και τη συνείδησή του, αλλά καλό είναι να προβληματιστεί για το εάν η κρίση του είναι σωστή ή όχι. Γιατί ο τελευταίος λόγος ανήκει ασφαλώς στον δικαστή, αφού όμως αυτός λάβει υπόψη του όλες τις παραμέτρους.
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.