Τα συνταγματικά κείμενα εκτείνονται στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Κάποια, όπως το Σύνταγμα του 1975, αναθεωρούνται δύσκολα και δεν εμφανίζουν ικανότητα άμεσης προσαρμογής σε ριζικές μεταβολές των συνθηκών. Αντέχουν λόγω της ευελιξίας που προσφέρουν οι αόριστες έννοιες και οι γενικές ρήτρες, όπως το γενικό συμφέρον και η αρχή της αναλογικότητας. Αντιθέτως, οι αναλυτικές ρυθμίσεις, σαν το Σύνταγμα να ήταν απλός νόμος, δεν ταιριάζουν στη φύση και στη λειτουργία του κειμένου.
Πενήντα σχεδόν χρόνια μετά, το Σύνταγμα ενσωματώνει τα κεκτημένα και τα δομικά χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης. Συνέβαλε στη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και στην εγγύηση των ελευθεριών μας. Εναρμονίστηκε με τις θεμελιώδεις απαιτήσεις του συνταγματισμού, δηλαδή τη διάκριση των εξουσιών και τον περιορισμό της κρατικής αυθαιρεσίας. Από την άλλη, υπηρέτησε τον ισχυρό πρωθυπουργοκεντρισμό και τον (δικομματικό) πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό στη βάση μιας συγκρουσιακής πολιτικής κουλτούρας. Δεν απέτρεψε την οικονομική κρίση, όμως για αυτήν αρκεί να αναφερθούμε στις πράξεις και παραλείψεις των πολιτικών. Ούτε βέβαια φέρουν ευθύνη οι συνταγματικές διατάξεις για το Μεταναστευτικό και Προσφυγικό, την πανδημία και την κλιματική αλλαγή. Το Σύνταγμα υποδέχθηκε τις κρίσεις, δεν τις δημιούργησε.
Η επικείμενη αναθεώρηση τοποθετείται σε μια υπαρξιακή συνθήκη για το Σύνταγμα. Το γράμμα του μοιάζει να υποχωρεί έναντι των σκοπών της συγκυρίας. Το κείμενο αναμετράται συνεχώς με τις σημαντικές διακινδυνεύσεις του καιρού μας. Η ανοικτή, ενίοτε οριακή, ερμηνεία του και η άτυπη μεταβολή του, ιδίως μέσα από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την ΕΣΔΑ, το εμπλουτίζουν και το ανανεώνουν. Ομως, ταυτόχρονα, θέλοντας και μη, το βάζουν σε δεύτερη μοίρα στη συνείδηση πολλών, όχι μόνο των νομικών. Σήμερα το κύρος και η συμβολική αξία του Συντάγματος, η πραγματική δύναμη της επίκλησής του, προϋποθέτουν την ακριβολογία και τον συντονισμό με την εποχή του: την απλούστευση, την ελάφρυνση και την επικαιροποίηση.
Πρόκληση, σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί η μετάβαση στον «ψηφιακό» συνταγματισμό. Το άρθρο 14 Σ. για την ελευθερία του Τύπου φαίνεται παρωχημένο. Το Διαδίκτυο, μια αχανής επικράτεια πληροφορίας και έκφρασης, με μεγάλες παγίδες για τη δημοκρατία (fake news), δεν αναφέρεται πουθενά. Η χρήση των αλγορίθμων στη συλλογή και επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων υπαγορεύει την ανάγκη αναβαθμισμένης προστασίας. Η ιδιωτικότητα και η προσωπικότητα είναι έκθετες περισσότερο στην αλόγιστη εξουσία των ιδιωτών παρά στην ιεραρχική σχέση κράτους – πολίτη.
Από την πρόληψη των ασθενειών στην υγεία και το ChatGPT στην παραγωγή λόγου έως την αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων στη διοίκηση και στη Δικαιοσύνη, η κοσμογονία της τεχνητής νοημοσύνης επανακαθορίζει τις κρατικές αποστολές και την εμβέλεια των δικαιωμάτων, με επίκεντρο τα όρια ανάμεσα στην αυτονομία των μηχανών και στην ανθρώπινη απόφαση. Η έννοια της δημόσιας ρύθμισης (regulation) επιστρέφει μετά τη φιλελεύθερη έκρηξη της τεχνολογίας ως κανονιστικό και ηθικό αίτημα.
Οχι, ωστόσο, για τη διεύρυνση της συνταγματικής ύλης και την αναθεωρητική προσθήκη ανελαστικών διατάξεων, καθώς η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης είναι καθημερινή και ιλιγγιώδης. Οι πρωτοβουλίες ανήκουν κυρίως στον νομοθέτη και στις δημόσιες πολιτικές, υπό το φως εμβληματικών κειμένων της Ενωσης, όπως το Digital Services Act και το Artificial Intelligence Act.
Για την έννομη τάξη μας, αλλά και διεθνώς, η προτεραιότητα βρίσκεται στην ισορροπία ανάμεσα στην αναποτελεσματική αυτορρύθμιση της αγοράς και στον αναχρονιστικό πατερναλισμό. Στη στοχευμένη παρέμβαση και στην έξυπνη διασύνδεση των γενικών κανόνων και των επιμέρους ρυθμίσεων. Και όχι μόνο στο ψηφιακό πεδίο.
Ο Γιώργος Ν. Καραβοκύρης είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.