Οχι και «Αιγαίο Πέλαγος». «Θάλασσα των Νήσων» λένε το απέραντο γαλάζιο που παφλάζει ανάμεσά μας. Νήσων, αλλά και νησίδων και βραχονησίδων, το καθεστώς των οποίων δεν καλύπτεται από καμία Συνθήκη της Λωζάννης. Τα παιδιά μας στο σχολείο, εξάλλου, δεν θα μαθαίνουν ποιοι και πού έβαλαν την υπογραφή τους πριν από εκατό και πλέον χρόνια σε μια ελβετική πόλη, αλλά πως στη θάλασσα που λέγαμε υπάρχει μια δική μας «Γαλάζια Πατρίδα». Μια νησιωτική Τουρκία.
Στη βάση κάθε αναθεωρητισμού θάλλει η σκέψη πως αρκεί να ξαναγράψεις την Ιστορία για να την αλλάξεις. Ακόμη περισσότερο, να ξαναγράψεις τα σχολικά εγχειρίδια έτσι ώστε να διαμορφώσεις όχι μόνο μια νέα εθνική ταυτότητα, αλλά και μια νέα εθνική κληρονομιά. Από τον Κεμάλ, γενιές και γενιές Τούρκων κληρονομούσαν ένα κοσμικό κράτος με λατινικό αλφάβητο και δυτικό προσανατολισμό, εγγυητής του οποίου ήταν ο στρατός. Στην κληρονομιά του Ερντογάν, η βασική συνιστώσα είναι ο πανμουσουλμανικός εθνικισμός. Η ιστορική αναφορά δεν είναι πια εκείνο το έθνος που γεννήθηκε στα ερείπια μιας αυτοκρατορίας, αλλά το χαμένο κλέος της ίδιας της αυτοκρατορίας και η πεποίθηση μιας αναγέννησης.
Παρατηρώντας κανείς την πολιτική σκηνή της Τουρκίας, θα έλεγε πως η κληρονομιά έχει αρχίσει να διαχέεται και να τεμαχίζεται πριν ακόμη από το πολιτικό τέλος του εμπνευστή της. Μερίδιο δεν διεκδικούν μόνο οι εθνικιστές που περίπου εγκαλούν τον Ερντογάν για ενδοτισμό. Διεκδικεί και ο κοσμοπολίτης δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης που για να γιορτάσει την περασμένη Τετάρτη την επέτειο της άλωσης έστησε το δικό του υπερθέαμα, τόσο κιτς και φολκλόρ όσο απαιτούσαν οι ανάγκες της εσωτερικής κατανάλωσης.
Η ανάγκη αυτή δεν είναι αμελητέα. Σύμφωνα με μια ανάγνωση, ο μεγαλοϊδεατισμός που εξάγεται, παράγεται για να καταναλωθεί κυρίως εντός συνόρων από μια κοινωνία που δοκιμάζεται. Το θέαμα, λένε, προσφέρεται αφειδώς επειδή λείπει ο άρτος. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, αλλά μιας ασθενούς οικονομίας. Κι έτσι έρχεται η «Γαλάζια Πατρίδα» για να καλύψει την προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος. Μια μέρα, θα ξυπνήσουμε πλούσιοι. Για να κολυμπήσουμε όμως στο χρήμα, θα πρέπει πρώτα να τρυπήσουμε τον βυθό της θάλασσας.
Οι Τούρκοι ανακάλυψαν πως στη θάλασσα υπάρχει πλούτος, περίπου όπως οι Κυκλαδίτες ανακάλυψαν κάποτε πως τα παραθαλάσσια οικόπεδα, που τότε περιφρονούσαν τόσο ώστε να τα δίνουν προίκα στους γαμπρούς, έχουν πολλαπλάσια αξία από τα κτήματα στα ορεινά. Τι να τα κάνεις τα κοπάδια από τα πρόβατα, όταν σε περιμένουν σμήνη από τουρίστες; Γιατί να ταλαιπωρείσαι με την αγροτική οικονομία, όταν μπορείς να βρέξεις τα πόδια σου στην τουριστική βιομηχανία;
Στη «Θάλασσα των Νήσων», η Τουρκία βλέπει έτσι μια θάλασσα υδρογονανθράκων. Και μια ευκαιρία «συνεκμετάλλευσης», έστω και εάν τα υποτιθέμενα κοιτάσματα δεν είναι ούτε ανεξάντλητα αλλά και ούτε ακριβώς μια υπόθεση του μέλλοντος. Μπορεί, με άλλα λόγια, εμείς εδώ να τρυπάμε ακόμη τον βυθό, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος θα μετακινείται, θα φωτίζεται και θα ζεσταίνεται από άλλες πηγές και μορφές ενέργειας.
Θα αποδοθεί επιτέλους τότε το Αιγαίο στο ψάρια του; Θα εδραιωθεί η αντίληψη πως τα θαλάσσια πάρκα δεν είναι τίποτε περισσότερο από θύλακες προστασίας της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και όχι επιδείξεις κυριαρχίας που υποτίθεται πως δημιουργούν τετελεσμένα; Κανένας δεν κάθεται να περιμένει το μέλλον. Μπορεί όμως να το διαμορφώσει υπό την προϋπόθεση πως θα τολμήσει όπως τόλμησαν εκείνοι που έφτασαν έως τη Λωζάννη για να υπογράψουν τη συμφωνία τους.
Η δική μας τόλμη σήμερα βρίσκεται 950 χιλιόμετρα βορειότερα – όσα χωρίζουν τη Λωζάννη από τη Χάγη. Τόλμη όχι ασφαλώς επειδή το Αιγαίο δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από Αιγαίο. Αλλά επειδή κανένα απέραντο γαλάζιο δεν μπορεί να είναι μια κλειστή λίμνη.