Οι ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου ήταν η πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά το 2012 στην οποία παρατηρήθηκε σημαντική υποχώρηση των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής. Η οργάνωση – ένα κατ’ ευφημισμόν πολιτικό κόμμα, με παραστρατιωτική δομή, που επί χρόνια επιδόθηκε σε πράξεις βίαιου εξτρεμισμού – δείχνει να αντιμετωπίζει δυσκολίες όσον αφορά την ικανότητα συσπείρωσης των ψηφοφόρων της. Ενώ σε όλες τις προηγούμενες εκλογές «πρώτης» και «δεύτερης τάξης», που έλαβαν χώρα από τον Μάιο του 2012 έως και τον Σεπτέμβριο του 2015, η Χρυσή Αυγή μπορούσε να συγκρατεί τις εκλογικές δυνάμεις της, ενισχύοντας μάλιστα τα ποσοστά της τόσο επικρατειακά, όπως συνέβη στις ευρωεκλογές του 2014, όσο και τοπικά, όπως παρατηρήθηκε στη νησιωτική χώρα κατά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, στην παρούσα φάση η εκλογική της συσπείρωση είναι χαμηλή.
Οι κύριες διαρροές ψηφοφόρων της παρατηρούνται προς δύο κατευθύνσεις: αφενός προς τη ΝΔ, η οποία επαναδιεκδικεί εκλογείς της που από τον διπλό «εκλογικό σεισμό» του 2012 είχαν μεταστραφεί προς τη Χρυσή Αυγή και αφετέρου προς την Ελληνική Λύση, η είσοδος της οποίας στη Βουλή εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον αριθμό των εκλογέων που θα μετακινηθούν προς αυτή από τη Χρυσή Αυγή. Παρότι οι ψηφοφόροι της Ελληνικής Λύσης προέρχονται και από άλλες δεξαμενές (ΝΔ, ΛΑΟΣ), μία από τις βασικότερες είναι η Χρυσή Αυγή, με το μόρφωμα του Κ. Βελόπουλου να λειτουργεί ως μια εκλογική εναλλακτική για ψηφοφόρους που ενδεχομένως θα θελήσουν να δοκιμάσουν μια νέα κομματική επιλογή, ωστόσο χωρίς να αλλάξουν πολιτικό χώρο, παραμένοντας δηλαδή στο εσωτερικό της ακροδεξιάς περιοχής της κομματικής σκηνής.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.