Χαζεύω στο Facebook μια φωτογραφία: μια υπερήλικη γυναίκα σε ένα ελληνικό χωριό, οκλαδόν στο κατώφλι ενός χαμόσπιτου. Μπροστά της έχει δύο κοτρόνες, όπου αλέθει σιτάρι για ψωμί. Η φωτογραφία τραβήχτηκε τη δεκαετία του 2000.
Η λεζάντα έλεγε κάτι για τον «παλιό καλό καιρό» και πόσο αθώα και ανεπιτήδευτα ήταν όλα τότε. Αναρωτήθηκα τι αθώο και ανεπιτήδευτο υπάρχει σε μια γυναίκα συρρικνωμένη από τα γηρατειά, που κοπανάει δυο πέτρες για να φτιάξει ψωμί.
Ανέκαθεν ταυτίζαμε το «αθώο και ανεπιτήδευτο» με τον κάματο και την πενία. Ανέκαθεν ωραιοποιούσαμε όχι το παρελθόν, αλλά αυτό που φανταζόμαστε ως παρελθόν. Ενίοτε ακούω ανθρώπους να λένε, για τον εαυτό τους ή άλλους, πως «είναι από άλλη εποχή».
Φαντασιώνονται διανόηση Μεσοπολέμου, κοσμικότητα Μπελ Επόκ, ιπποσύνη μεσαιωνικής μυθιστορίας, αλλά όχι τα τριάντα ως μέσο όρο ζωής, τη λέπρα ή την καισαρική με πριόνι. Μπορεί να μην είναι δείγμα προόδου από μόνο του το γεγονός ότι στον φούρνο της γειτονιάς σήμερα μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια ντουζίνα είδη υπερκοστολογημένου ψωμιού, αλλά δεν ήταν και καλύτερα όταν το φτιάχναμε μόνοι μας λιώνοντας σπόρια με πέτρες.
Το χειρότερο στη φωτογραφία ήταν, όμως, η εποχή της. Αρχές του 21ου αιώνα, όχι του 19ου. Στην πραγματικότητα, ως «παλιός καλός» δεν εγκωμιαζόταν ο καιρός, αλλά ένας τρόπος ζωής. Η λατρεία του παρελθόντος θα είχε κάποιο «έρεισμα» αν πυροδοτούνταν από μια δαγεροτυπία, που θα παρουσίαζε τουλάχιστον μια πραγματική εικόνα περασμένων καιρών, όχι συνήθειές τους στο σήμερα.
Στη διαδρομή που ακολουθούν τα τουριστικά γκρουπ για το Μάτσου Πίτσου κάνουν στάσεις σε πολίχνες όπου ντόπιοι εμφανίζονται με παραδοσιακές φορεσιές και μαγειρεύουν σε λακκούβες. Οταν οι τουρίστες αποχωρούν, οι ντόπιοι επιστρέφουν στα τζιν και στα Taco Bell. Ολοι ξέρουν ότι δεν είναι αυτός ο πραγματικός τρόπος ζωής τους, μα συμμετέχουν σε αυτό το διαδραστικό θεατρικό δρώμενο που τους «ταξιδεύει» στον χρόνο των Ινκας. Και πάλι, τα δρώμενα περιορίζονται στη μόδα και στη διατροφή· δεν αναβιώνουν τελετουργικές ανθρωποθυσίες, ούτε μολύνεται κανείς με τρυπανόσωμα για να δείξει πώς πέθαιναν οι Ινκας από δαύτο.
Στον αντίποδα, χαζεύω άλλη φωτογραφία: του Tesla Cybertruck. Αναρωτιέμαι αν ο Ιλον Μασκ ξέθαψε μια ζωγραφιά με το αυτοκίνητο του μέλλοντος που έκανε στα δέκα του, την έδωσε σε μια ομάδα παρατρεχάμενων μαζί με μερικά δισεκατομμύρια και τους είπε ότι αυτό θέλει για τα Χριστούγεννα.
Για τον Μασκ, το Cybertruck μοιάζει βγαλμένο από το Blade Runner, μόνο που εκεί απεικονίζεται το «μέλλον» όπως το φαντάζονταν οι άνθρωποι τη δεκαετία του 1980. Το Cybertruck βγήκε στην παραγωγή το 2023. Το «μέλλον» από το οποίο εμπνέεται είναι παρελθοντικό. Γι’ αυτό και η αισθητική του είναι αισθητική ενός δεκάχρονου με δισεκατομμύρια. Είναι η πραγμάτωση μιας φαντασίας: ενός ωραιοποιημένου μέλλοντος του παρελθόντος. Μια «επιστροφή στο μέλλον» (όπως ήταν και ο τίτλος μιας άλλης ταινίας, εγγύτερης στο κιτς που μας κατακλύζει).
Η αισθητική του Μασκ είναι απλώς μέρος μιας νόρμας, της νόρμας ενός νεο-κίτς. Το κιτς, τουλάχιστον καλλιτεχνικά, έχει το παραθυράκι της ειρωνείας και της αμφισβήτησης των προτύπων. Ενας καλλιτέχνης του κιτς (μπορεί να ισχυριστεί ότι) αξιοποιεί τη φανταχτερή τερατωδία του για να ασκήσει κριτική σε συμβάσεις.
Το νεο-κίτς δεν έχει τέτοιο παραθυράκι, είναι απλώς κακόγουστο, στερημένο νοήματος. Τα τεχνολογικά μενίρ του Μασκ, τα α λα Τουρκαρέ φορέματα του Met Gala, τα γιγάντια ποδοσφαιρικά γήπεδα που χτίζονται αστραπιαία από μελλοθάνατους για τα Μουντιάλ, όλα αυτά είναι προϊόντα μιας αισθητικής και ηθικής δυστοπίας που «αναβιώνει» ένα φανταστικό μέλλον.
Διάβαζα το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη Αδύνατες Πόλεις (Καστανιώτης, 2024). Εκτός όσων αποκόμισα από αυτό το πολυσχιδές έργο, στάθηκα αρκετά στο εύρημα των πόλεων: σε ένα ανυπόφορο, αβίωτο μέλλον, οι άνθρωποι δημιουργούν θεματικές πόλεις (όπως Λος Αντζελες της Ποτοαπαγόρευσης ή αρχαία Ρώμη), όπου εγκαθίστανται, με το αζημίωτο, έχοντας άλλη συνείδηση, πιστεύοντας ότι ζουν όντως στην εποχή του θέματος.
Είναι ο τρόπος τους να συνεχίσουν να υπάρχουν σε έναν κόσμο που τους ξερνάει, να παραμείνουν ζωντανοί σε έναν κόσμο που τους σκοτώνει: μέσα σε μια φρουρούμενη πομφόλυγα, με έναν τεχνητό εαυτό τον οποίο ανταλλάσσουν με τη μνήμη, την Ιστορία και, κατά έναν τρόπο, την ψυχή τους. Πολύ ρεαλιστικό στοιχείο του βιβλίου. Κάπως έτσι δεν ζούμε σήμερα; Καθένας στον δικό του θεματικό κόσμο;
Καθένας οπουδήποτε αλλού εκτός από το γυμνό παρόν του; Αρκεί να παρατηρήσουμε πώς, στους διαδικτυακούς κόσμους που αναπτύχθηκαν από την COVID-19 και μετά, οι άνθρωποι οργανώθηκαν σε περίκλειστες ομάδες εναλλακτικής κουλτούρας. Οι κουλτούρες αυτές έχουν ισχύ εθνικότητας σχεδόν, ισχύ κάθε πράγματος το οποίο κανονικά απλώς σου λαχαίνει αλλά τώρα μπορείς να το επεξεργαστείς.
Eνα εξατομικευμένο πακέτο χώρας, ταυτότητας και γλώσσας με μόνη μέριμνα να αντιτίθεται ριζικά στο υπάρχον και μόνη μέθοδο ενεργοποίησής του τον φαταλισμό τού «fake it till you make it». (Μου πέρασε από το μυαλό ότι το βιβλίο του Μάντη δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά πραγματεία.)
Ωστόσο, αυτές οι κουλτούρες έχουν κάτι αναχρονιστικό, καμία τους δεν προσμετρά το παρόν, αφού το πεδίο όπου αναδύεται το παρόν είναι ένα: ο μέσος όρος. Νομίζω πως αποκτούμε συναίσθηση του παρόντος όταν διακρίνουμε κοινά με τους άλλους, όταν αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε το μέρος της βιωτής, του εαυτού, της φύσης της ίδιας που μοιραζόμαστε. Η μανία με το εναλλακτικό σημαίνει αποκοπή, η μανία με το εξατομικευμένο έχει χαρακτηριστικά αυτο-μεσσιανισμού.
Eτσι προκύπτουν οι δύο παραφιλίες του χρόνου: πρόσω ολοταχώς στο παρελθόν, ανάποδα ολοταχώς στο μέλλον. Δεν θέλουμε να διαφέρουμε απλώς, θέλουμε να καταλύσουμε ως και το τελευταίο κοινό: τη συγχρονία μας. Από εκεί και πέρα, καθένας διαλέγει ό,τι βολεύει, ένα «παλιό καλό» παρελθόν ή ένα «θαυμαστό καινούργιο» μέλλον.
Να είμαστε άνθρωποι του παρόντος μας σημαίνει να έχουμε συναίσθηση αφενός της κοινότητάς μας και αφετέρου της μεσότητάς μας. Η ύπαρξη δίνει πάντα σε όλους μας εξίσου τα πάντα. Aλλοι είναι οι δύο προσδιορισμοί του καιρού στον οποίο υφίσταται η ανθρωπότητα: ίδιος και απαράλλακτος. Η δυνατότητα να οικοδομούμε από αυτό είναι η πιο σπουδαία. Είναι αυτό που κάνει τη σκύλα της πραγματικότητας αρνάκι. Το μεγάλο στοίχημα της ζωής για εμένα είναι να τα βρούμε με την πραγματικότητά μας, κόντρα στη νόρμα της μοναξιάς και της παράνοιας που τρέφουν τον αυτομεσσιανισμό μας.
Κρυφακούγοντας τα χρώματα
Είπε κάποτε ο Σεζάν για τον Μονέ: «Δεν είναι παρά ένα μάτι, αλλά, Θεέ μου, τι μάτι!». Ο Μονέ είχε καταρράκτη. Oποτε αναθυμάμαι αυτή τη φράση, αναθυμάμαι και μια αράδα του Καρούζου: «Αυτό που βλέπεις δεν κατάγεται από την όραση». Iσως ο Μονέ αξιοποίησε τη θολερότητα του κόσμου του για να ενισχύσει τον ιμπρεσιονισμό του ή ο ιμπρεσιονισμός του ήταν απλό αποτέλεσμα της θολερότητας του κόσμου. Ο δε Μπετόβεν κατέφυγε στις δονήσεις για να ενισχύσει τη μουσική αντίληψή του. Κάποιος κάποτε μου είπε ότι ο Μπετόβεν έχασε την ακοή του από την κακή συνήθεια να βουτάει ολόκληρο το κεφάλι σε νερά για να συνέλθει από το μεθύσι. Oπως και να ’χε, βρήκε τρόπο να γράφει μουσική με άλλη αίσθηση: την αφή. Και κάπως έτσι αποδεικνύεται ότι τίποτα, ούτε η ίδια η φθορά, δεν περιγελάει το σώμα τόσο όσο η τέχνη.