Οι εκλογικές αναμετρήσεις στη Γαλλία ανέδειξαν το κύριο πολιτικό πρόβλημα της σημερινής Ευρώπης. Παρά τις καταφανείς του αδυναμίες, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν κατόρθωσε να επικρατήσει στις ευρωεκλογές και στον α’ γύρο των βουλευτικών εκλογών. Ανάμεσα στους δύο γύρους, όμως, εμφανίστηκε ανώριμο και ανέτοιμο να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Τα ανεπαρκή στελέχη του, με την προοπτική της νίκης, προέβαλαν ακραίες πεποιθήσεις και σχέδια.

Στον β’ γύρο έγινε το «sursaut» – σε μη ακριβή μετάφραση, η αφύπνιση, η εκτίναξη. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι, επικουρούμενοι από το εκλογικό σύστημα και τις ad hoc κομματικές συμμαχίες των αντιπάλων, απέτρεψαν την επικράτηση της Ακροδεξιάς.

Πρόκειται, ασφαλώς, για μια εντυπωσιακή ανατροπή, η οποία όμως δεν πρέπει να συγχέεται με οριστική αποτροπή του ακροδεξιού ρεύματος. Πρόκειται για «sursis» – δηλαδή για αναστολή. Οι «λογοπαιγνικοί» αυτοί όροι εισάγονται από τον Ερίκ Φοτορινό, τον πρώην διευθυντή της εφημερίδας «Le Monde», εκδότη του εβδομαδιαίου περιοδικού «Le 1».

Η Γαλλία χρειάζεται κατ’ αρχήν αυτο-διάγνωση: να αναγνωρίσει τον πολιτικό κίνδυνο από τη διαχειριστική οικονομιστική προσέγγιση η οποία αποσκοπεί σε βραχυπρόθεσμα οφέλη και χάνει τη μακροπρόθεσμη οπτική του πολιτικού γίγνεσθαι. Οι υλικές βελτιώσεις της ζωής των ψηφοφόρων αμβλύνουν μεν τη λαϊκή αποδοκιμασία και οργή· παραβλέπουν, όμως, την πραγματική πηγή της δυσαρέσκειας.

Οι πολίτες-ψηφοφόροι της Ακροδεξιάς λειτουργούν θυμικά· συνήθως δεν διαθέτουν τα πνευματικά εργαλεία για να εκλογικεύσουν τα αισθήματά τους. Περιορίζονται στα ορατά, δηλαδή στην ανασφάλεια, στους περιορισμένους πόρους, στη μετανάστευση. Οι πολιτικοί δεν αναζητούν το αληθινό έλλειμμα, τι δηλαδή προκαλεί τη βιοτική κακουχία. Η υλιστική στρατηγική της μεταπολεμικής Ευρώπης έφτιαξε ζωές χωρίς ιδέες, ιδανικά, αξίες, ελπίδα και όραμα, οι οποίες δεν νοηματοδοτούνται και δεν δικαιώνονται – έτι χείρον αν λείπει και η διασύνδεση με τα δίκτυα της παγκοσμιοποίησης.

Ο Φοτορινό επισημαίνει ότι «το χάσμα μεταξύ των ελίτ και του λαού, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, το οποίο κατήγγειλε βίαια το κίνημα Κίτρινα Γιλέκα, δεν γεφυρώθηκε ποτέ.

Ακόμη χειρότερο, επιδεινώθηκε η ακατανοησία ανάμεσα σε μια εξουσία μη διατεθειμένη να ακούσει και, ακόμη λιγότερο, να ενεργήσει υπέρ των αδυνάτων, όλων αυτών οι οποίοι αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι στη μέση του σύγχρονου κόσμου»· επίσης, «η απομάκρυνση της Αριστεράς από τις λαϊκές τάξεις άφησε βαθιά σημάδια στο εκλογικό της σώμα, επικυρώνοντας το διαζύγιο ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στην εργατική τάξη, η οποία θεωρήθηκε αμελητέα καθώς τελεί υπό εξαφάνιση».

Κεντρώοι και αριστεροί απέτυχαν να ακροαστούν το λαϊκό αίσθημα. Οι ακροδεξιοί δεν έχουν, ασφαλώς, τα εφόδια για να επανεφεύρουν την πολιτική. Επωφελούνται, όμως, από το πνευματικό κενό των αντιπάλων τους για να καταλάβουν την εξουσία με ψευδεπίγραφα, αλλά εύληπτα επιθυμητά συνθήματα. Η Γαλλία έλαβε αναβολή. Δεν μπορεί να παραμείνει στο σύνηθες τεχνοκρατικό και οικονομιστικό πλαίσιο. Επείγουν μεγάλες πολιτικές αναθεωρήσεις τις οποίες ο πνευματικός κόσμος θα όφειλε να προετοιμάζει ως οδηγός και όχι να λειτουργεί ως ουραγός.

Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι ομότιμος καθηγητής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris 1), Distinguished Visiting Professor στο Hellenic American University.