Η άτυπη έναρξη της προεκλογικής περιόδου των 60 ημερών επανέφερε στο προσκήνιο το πολιτικό ζήτημα της χώρας: από τη μια πλευρά υπάρχει μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός του οποίου δεν αμφισβητείται η επικυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό, κι από την άλλη υπάρχει μία κατακερματισμένη αντιπολίτευση, πέντε συν τριών κομμάτων. Πέντε του τόξου Κεντροαριστερά – Αριστερά και τρία που τοποθετούνται στον πέραν της Δεξιάς χώρο. Αν και το «διαίρει και βασίλευε» δεν είναι κάτι καινούργιο – από την εποχή του Βυζαντίου υπάρχει ως πρακτική και ως επιδίωξη στην πολιτική –, είναι εμφανές ότι στις ημέρες μας δημιουργεί θέματα εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών και απρόσκοπτης λειτουργίας του πολιτεύματος.
Η παρουσία μιας ισχυρής αντιπολίτευσης εκ των πραγμάτων καταστέλλει την αμετροέπεια, περιορίζει την αλαζονεία, μειώνει την έπαρση, αντιμετωπίζει επί του πεδίου την οίηση των κυβερνώντων με την εξουσία. Κυρίως όμως εξαναγκάζει την κυβέρνηση να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, να νομοθετεί με γνώμονα τα «θέλω» της κοινωνίας και όχι το τι κάθε φορά περνάει από το μυαλό ενός υπουργού ή και του πρωθυπουργού, και προσπαθεί να το επιβάλει επειδή το έχει βαφτίσει μεταρρύθμιση.
Ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην εξουσία, παρακολουθεί από κοντά και με άγρυπνο μάτι τη διαχείριση, υποχρεώνει την κυβέρνηση σε λογοδοσία, επιβάλλει δημόσια διαβούλευση με περιεχόμενο και τραβάει από το μανίκι την κυβέρνηση κάθε φορά που πέφτει στον πειρασμό να αυθαιρετήσει. Ετσι συμβαίνει στις δυτικές δημοκρατίες, αλλά όχι στην Ελλάδα, καθώς η κατάσταση που διαμορφώθηκε στις κάλπες του περσινού Ιουνίου δεν είναι μόνο πρωτόγνωρη, είναι και μοναδική: μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση, να μην μπορεί να ασκήσει στοιχειωδώς τα καθήκοντά της.
Το αποτέλεσμα είναι 10 μήνες μετά τα δυο μεγαλύτερα κόμματά της, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ, να παλεύουν για το ποιο εκ των δύο θα αναδειχθεί στη δεύτερη θέση της εκλογικής κατάταξης των προσεχών ευρωεκλογών, και κανένα εκ των δύο να μην μπορεί να εισπράξει από τη φθορά που παρουσιάζει η κυβερνώσα παράταξη της ΝΔ. Φαινόμενο και αυτό επίσης μοναδικό για μια οποιαδήποτε δυτική δημοκρατία. Οχι όμως για την Ελλάδα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει.
Υπάρχει περίπτωση να ανατραπεί αυτή η εικόνα στις κάλπες του προσεχούς Ιουνίου; Είναι ένα ερώτημα. Η απάντηση είναι «όχι», αν για παράδειγμα θέτει κανείς ως προϋπόθεση για την αλλαγή την ανατροπή του σημερινού συσχετισμού: δηλαδή κάποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης να κάνει το μεγάλο «ντεμαράζ» και να ξεπεράσει σε ποσοστά τη ΝΔ. Αυτό ως ενδεχόμενο δεν εμφανίζεται ούτε στα πιο τρελά όνειρα του κ. Κασσελάκη και του κ. Ανδρουλάκη. Ως εκ τούτου, δεν μπαίνει καν στην εξίσωση.
Αν το ζητούμενο όμως είναι να προκύψει ανατροπή διά της πλαγίας, τότε ναι, μπορεί να συμβεί. Και να αποτελέσει η ανατροπή αυτή την αφετηρία σεισμικών εξελίξεων τόσο στο πολιτικό προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο. Υπό έναν όρο: το άθροισμα των ποσοστών στις ευρωεκλογές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ, του ΠαΣοΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, να υπερβαίνει έστω και ελάχιστα το ποσοστό που θα συγκεντρώσει η ΝΔ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, φυσιολογικά, θα υπάρξει ένα ντόμινο εξελίξεων στην αντιπολίτευση, το οποίο προφανέστατα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την κυβέρνηση.
Οπως η πίεση που θα δεχτούν οι ηγεσίες των δύο κομμάτων για τη συγκρότηση μιας μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης από τη βάση τους. Θα είναι δύσκολο να παραβλεφθεί. Πολύ περισσότερο να παρακαμφθεί από τις ηγεμονικές τάσεις που φυσιολογικά θα αναπτύξει όποιος εκ των δύο νικήσει στην ιδιότυπη μάχη για το ποιος θα τερματίσει δεύτερος στις εκλογές. Μπορεί να έχει επιτυχία ένα τέτοιο εγχείρημα; Ισως.
Ως εκ τούτου, από το πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο εξαρτάται αντικειμενικά και η στάση της κυβέρνησης. Αν προκύψει σοβαρό ενδεχόμενο για τη δημιουργία μιας ισχυρής Κεντροαριστεράς, η οποία ενδεχομένως να απορροφήσει και δυνάμεις που προήλθαν από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ή και τις αποχωρήσεις στελεχών του ΠαΣοΚ, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι εξελίξεις δεν θα αφήσουν αδιάφορο τον Κυρ. Μητσοτάκη. Λογικά θα σπεύσει να προλάβει το υπό δημιουργία μόρφωμα, με πρόωρη προσφυγή στις κάλπες ως το τέλος του χρόνου, στη λογική του σεναρίου 2+4, το οποίο θα του εξασφαλίσει παραμονή στην εξουσία μέχρι το 2029.
Οπότε και θα μπορέσει, με ευκολία πια, να μεταπηδήσει σε μια από τις κορυφαίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι η φιλοδοξία του…