Γιορτή. Στολίδια, υμνολογίες. Ασημένιες και χρυσαφένιες κλωστές στολίζουν τα δένδρα. Λάμπουν μέσα στη νύχτα. Αν όμως σταθείς κι εντατικά κοιτάξεις θα φανούν. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Οι χρυσαφένιες κλωστές είναι ιστοί από αράχνες. Δυσκολεύεσαι να ενδώσεις στη γιορτή. Γέννηση – Σταύρωση – Ανάσταση. Ο κύκλος έχει εκραγεί.
Οι εναλλαγές, μνημονικό ίχνος αλλοτινών καιρών. Το χιόνι φέτος δεν ήρθε. Ολες οι εποχές είναι η ίδια. Υπερθέρμανση – ξηρασία. Οι φωτιές, οι πλημμύρες, οι λιμοί, οι καταποντισμοί. Οι ξάγρυπνοι που επιμένουν να μην καταφεύγουν σε υπνωτικά χάπια λιγοστεύουν μέρα με τη μέρα. Οι υπόλοιποι αποκοιμιόνται με ευφάνταστα νανουρίσματα, με ανοιχτή μια μικρή οθόνη που δεν σβήνει ποτέ.
Ενας κόσμος αιχμάλωτος στη φαντασμαγορία επινοημένων ελπίδων. Κι αν η δυσφορία δεν είναι παρά γέννημα και θρέμμα μιας νοσηρής φαντασίας; Ο κόσμος μας, ο καλύτερος, των δυνατών, κόσμος.
Το ορφανό αγόρι περιπλανάται στις λεωφόρους της ξένης χώρας. Ενα λεωφορείο τον προσπερνά. Από το μεγάφωνο ακούγεται δυνατά η χαρμόσυνη μουσική. Σε καιρούς πολέμων η αμεριμνησία εμψυχώνει το φρόνημα των στρατιωτών. Οι άμαχοι όμως δεινοπαθούν. Ορφανά βρέφη, ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, εγκαταλελειμμένοι γέροντες, απείθαρχοι μαθητές, εξουθενωμένοι παιδαγωγοί, ανήμποροι γονείς, συνωστίζονται σε ειδικές Δομές Προστασίας Ευάλωτων Πληθυσμών.
Ακούγονται πυροβολισμοί. Εκρήξεις. Από μακριά, από κοντά; Oι αποστάσεις μπερδεύονται. Το μακριά γίνεται κοντά και το κοντά μακριά. Ο μεγαλύτερος φόβος για τον άνθρωπο είναι ένας άλλος άνθρωπος που βαφτίζεται καταχρηστικά συνάνθρωπος.
Μια εικόνα, σαν προσευχή, είναι καρφωμένη στο μυαλό του ορφανού αγοριού. Είναι η δική του ιστορία. Η κρυμμένη μέσα του απλή ιστορία που δεν ενδιαφέρει κανέναν: Ενα σπίτι με γλάστρες και μια γάτα να λιάζεται στο μπαλκόνι. Ενας αφηρημένος ήλιος στον ουρανό έχει ξεχάσει να αποσυρθεί… κι είναι όλα ζεστά και προσφιλή σαν χάδι άγνωστου θεού. Κι η μαμά μπαινοβγαίνει μέσα-έξω, μέσα-έξω, έξω, έξω, μακριά ώσπου δεν φαίνεται πια. Το αγόρι αναθαρρεύει. Μια πατρίδα, μια γάτα, μια μαμά, δεν είναι πλάσματα της φαντασίας του. Ο,τι κάποτε αγάπησε υπήρξε. Και μόνο ότι ήταν κάποτε ζωντανό μπορεί να χαθεί.
Eνα μωρό αιμορραγεί στην άκρη του δρόμου. Το αγόρι σπεύδει να βοηθήσει. Εχει γάζες στις τσέπες του. Ποτέ δεν βγαίνει έξω χωρίς επιδέσμους και εργαλεία διάσωσης. Ομως αμέσως, όπως κάθε ορφανό, οσμίζεται τον κίνδυνο, και κάτι τον σταματά. Πίσω από τους θάμνους διακρίνει την, στραμμένη στο πρόσωπό του, κάννη του όπλου. Ενέδρα τού έχουνε στημένη. Μόλις αγγίξει το πληγωμένο βρέφος θα τον πυροβολήσουν. Θα σωριαστεί στο πεζοδρόμιο της ξένης χώρας. Θα προλάβει να φωνάξει δυνατά το όνομά του;
Να πλησιάσει, να παρακάμψει την ενέδρα θανάτου. Να πάρει στα χέρια του το βρέφος, να το φροντίσει. Να το ζεστάνει με τη δική του αναπνοή. Να γίνει βόδι, να γίνει γαϊδουράκι, «εν μέσω δυο ζώων γνωσθήσει». Να χουχουλιάσει το νεογέννητο. Οι άρπαγες να σαστίσουν. Πάντα υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, η αναπάντεχη στιγμή ενός σαστίσματος, η απροσδόκητη στιγμή που δεν περιλαμβάνεται σαν δυνατότητα στο μυαλό όλων των επί γης αρχόντων. Κι αν αυτό το πλησίασμα συνιστά ένα απροσδόκητο σχέδιο εκεχειρίας και κατάπαυσης του πυρός; Να αψηφήσει την κάνη του όπλου, να πάρει στα χεριά σου το λαβωμένο μωρό.
Καθώς είναι έτοιμος να σηκώσει στα χέρια το βρέφος ένα γέλιο ακούγεται, ένα ψυχοπαθές κακό γέλιο. Το μωρό είναι πλαστικό. Ενας μηχανισμός κρυμμένος μέσα στο ψεύτικο σώμα του εκτοξεύει ένα πηχτό υγρό πάνω στο αγόρι. Χέρια, πρόσωπο, στήθος, ματώνουν με μπογιά. Κόκκινο χρώμα που υποδύεται το αίμα. Ολα ένα σκηνικό. Ενα σκοτεινό σχέδιο καταστροφής του κόσμου, του μυαλού.
Ποιος μίλησε για σάρκα; Για αληθινότητα; Για ανθρωπινότητα; Το αγόρι, που δεν έχει τίποτα άλλο πέραν ενός γυμνού εαυτού, συλλογίζεται πως δεν ωφελεί αυτή η περιπλάνηση. Δεν αρκεί η συγκίνηση, ο τρόμος, ο σπαραγμός, ούτε η συμπόνια, ούτε η αδιαφορία. Ολα όσα συμβαίνουν είναι πιο πολύ από όλα όσα συμβαίνουν. Τίποτα δεν ωφελεί. Τέλος.
Kι όμως, οι λέξεις «τίποτα» και «τέλος» δεν ταιριάζουν στο μυαλό του αγοριού. Ο γυμνός εαυτός του λούζεται με φως. Από το μέσα του; Από τον ουρανό; Ποιος ξέρει. Από την ώρα που γεννήθηκε, όμως, πορεύεται «με μια ψυχή από χώμα κι ένα σώμα από ουρανό». Το σώμα, ο ουρανός, η ψυχή. Το αγόρι πορεύεται με το «το», με το «ο», με το «η». Είναι όλα τα πλάσματα της φύσης μαζί.
Χριστούγεννα, μέρα των θαυμάτων. H γυμνή του ζωή σπρώχνει το αγόρι να ενδώσει στη δύναμη του θαύματος; Αληθινό δεν είναι μόνο αυτό που συμβαίνει αλλά και αυτό που μπορεί να συμβεί. Η αλήθεια δεν είναι η ύψιστη των γνωστικών αξιών. «Δεν υπάρχει κανείς σοβαρός λόγος να μην πιστεύει ένας άνθρωπος στα θαύματα» δήλωνε ένας μεγάλος φιλόσοφος. Και κάποιος άλλος, μεταγενέστερός του, ένθερμος οπαδός της λογικής, ονόματι Αλμπερτ Αϊνστάιν, παρατηρούσε: «Mόνο δυο τρόποι υπάρχουν να ζει κανείς τη ζωή του. Ο ένας είναι σαν τίποτα να μην είναι θαύμα. Ο δεύτερος, σαν τα πάντα να είναι θαύμα».
Δεν πρόκειται για μεταφυσική, αλλά ίσως για απλή φυσική. Και το αγόρι των Χριστουγέννων είναι πλασμένο από τα υλικά μιας απλής φυσικής. Oι πυροβολισμοί έχουν σταματήσει. Κρατά στα χέρια του το θείο βρέφος… Το πλαστικό έχει δώσει τη θέση του σε μια απαλοσύνη. Μια σάρκα ρόδινη σαν ξημέρωμα μιας άλλης ζωής.
Κάτι να γίνει. Θα δεις! Κάτι δεν μπορεί παρά να γίνει.
«Με κουρέλια σαν άνθρωπος θνητός περιτυλίγεται… εν φάτνη ανακλίνεται, στερεώσας τους ουρανούς πάλαι κατ’ αρχάς».
Το αγόρι θα αφηγηθεί την ιστορία του. Ναι! Θα βρει τις λέξεις για να το πει. Θα βρεθεί ο χώρος να φιλοξενήσει την ιστορία του. Θα διαβαστεί. Εστω και σε έναν μόνο αναγνώστη-αποδέκτη αν προκαλέσει κραδασμό, και θρυμματιστεί η παγωμένη μέσα του θάλασσα, κάτι ελάχιστο θα έχει τότε κερδηθεί. Ενα ελάχιστο που γειτνιάζει με το απέραντο.
Κι ένα αχνό τότε χαμόγελο διαγράφεται στο χλομό πρόσωπο του αγοριού. «Nαι!» ελπίζει. Ακόμα και ενάντια στην ελπίδα, ελπίζει! Ενα χαμόγελο που λάμπει σαν άγγελος και σαν φως στον σκοτεινό ουρανό των Χριστουγέννων του 2024.
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.