Η «κοινωνική ανθρωπολογία» της ελληνικής αρχαιότητας δεν έτεινε γενικά σε αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον, και η φαντασία των ποιητών μελοποίησε διεξοδικά την ισοτιμία των διαδοχικών ανθρώπινων γενεών με τον χρυσό, το ασήμι, τον χαλκό και το σίδερο: ευγενή μέταλλα για την άπεφθη αρετή του τότε, μπακίρια και σκουριές για την κακία που θρασομανά τώρα.
Είναι ευφραντική η επινοητικότητα της συμπτωματολογίας με την οποία η ποίηση εικονοποιεί την έκπτωση, αλλά αρχίζεις να συνοφρυώνεσαι όταν η άκαμπτη ιεραρχία των μετάλλων μετακομίζει στην κανονιστική μακέτα της πλατωνικής Πολιτείας. Εδώ η εξουσιαστική ελίτ είναι φτιαγμένη από χρυσό, ενώ οι άλλες δυο τάξεις μοιράζονται τα αργυρά, τα χάλκινα και τα σιδερένια. Για τον Πλάτωνα η χρυσή ώρα της πολιτείας, αλλά και της ανθρωπότητας, θα σημάνει όταν φιλοσοφική εμβρίθεια και εξουσιαστική επιβολή συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο. Δεν ήταν ποτέ εύκολο, σήμερα φαίνεται ιδιαζόντως σουρεαλιστικό.
Αλλά το πρόβλημα είναι ότι οι χρυσοί άρχοντες / φιλόσοφοι, παρ’ όλες τις αγαθές προθέσεις τους, κανοναρχούν ένα κοινωνικοπολιτικό καθεστώς γονιδιακά προκαθορισμένης ιεραρχίας, κρατικής παντοδυναμίας, ελέγχου της εκπαίδευσης και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αυστηρής κοινοκτημοσύνης και αδυσώπητης ευγονικής.
Πολλοί ανά τους αιώνες εθαύμασαν, ο Αριστοτέλης, καθόλου δημοκρατικός ο ίδιος, είχε τις επιφυλάξεις του, ο Τόμας Μορ ανακύκλωσε πλατωνικό υλικό για τη δική του νησιωτική Ουτοπία, ο Μπενίτο Μουσολίνι έβαλε μπόλικα like, κάποιοι διέκριναν περισσότερο ή λιγότερο εμφανή κομμουνιστικά ιχνογραφήματα, άλλοι στοίχισαν τη χρυσή τάξη των αρχόντων / φιλοσόφων με την Αρία φυλή του εθνικοσοσιαλισμού, ο Καρλ Πόπερ μίλησε ανοιχτά για δυστοπία και ο Αλντους Χάξλεϊ προφήτεψε τον εφιάλτη που θα μπορούσε να προκύψει από το συνοικέσιο ορισμένων στοιχείων του πλατωνικού πρότζεκτ με την τεχνολογία: στον Θαυμαστό καινούριο κόσμο του οι ιεραρχημένες κάστες (πέντε, χαρακτηρισμένες με τα πρώτα πέντε γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, σε φθίνουσα σειρά ποιότητας) παράγονται μαζικά με γονιμοποίηση in vitro.
Ωστόσο, η Πολιτεία, όπως το έβλεπε ο Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, ήταν και παραμένει ένα αριστουργηματικό ευρετήριο ζητημάτων ηθικής φιλοσοφίας, πολιτικού στοχασμού και αισθητικής. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η ταξική, ολοκληρωτική και αν-ιστορική «Καλλίπολις» (όμορφη πόλη) του Πλάτωνα συγκερασμένη, σχεδόν παράδοξα, με το δημοκρατικό παράδειγμα της ιστορικής Αθήνας των κλασικών χρόνων αγλάισε το ευρωπαϊκό Μουσείο Ιδεών με ένα τιμαλφές έκθεμα: την «όμορφη δημοκρατία» (schöne Demokratie ή την «αισθητική πολιτεία» (aesthetischer Staat) των γερμανών στοχαστών (του Χέρντερ, του Γκαίτε, του Σίλερ, του Χέλντερλιν κ.ά.) από τα μέσα του 18ου αιώνα – μια πολιτεία που προτεραιοποιεί τις αισθητικές αξίες, με άλλα λόγια, μια ακόμη εκδοχή ρεμβασμού και νοσταλγίας για κάποια «χρυσή στιγμή» που συνήθως αναδεικνύει εξ αντιθέτου τις ατέλειες και τη δυσκρασία του παρόντος.
Και επειδή, αδιάβρωτο το ίδιο, το χρυσάφι εμπνέει διαβρωτικές νοσταλγίες, οι νοσταλγοί φαντασιώθηκαν αναβίωση εκείνης της Αθήνας άλλοτε στη Φλωρεντία της πρώιμης Αναγέννησης και άλλοτε στη Βαϊμάρη του Γκαίτε.
Επιτρέπεται να υποθέσουμε ότι ο πάντα πιο εμπειριστής Αριστοτέλης, ερωτώμενος σχετικά με τέτοιες νοσταλγίες, θα απαντούσε: «Μπορούμε να φαντασιωνόμαστε χρυσές εποχές κατά βούληση αλλά πρέπει να αποφεύγουμε εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν» (δει μεν ουν υποτίθεσθαι κατ’ ευχήν, μηδέν μέντοι αδύνατον, Πολιτικά 1265a).
Τα «αδύνατα» είναι στο κάτω-κάτω ο προνομιακός χώρος της ποιητικής φαντασίας, και ποιητική αδεία ο Ρωμαίος Βιργίλιος, κάπου στα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα και ενώ η Ρώμη βρισκόταν στα προημιτελικά ενός εμφύλιου ορυμαγδού, λιτάνευσε την επιστροφή σε μια χρυσή περίοδο όπου η φύση θα χάριζε αυτόματη καρποφορία και θα συμφιλίωνε τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου ενώ μια νέα ανθρώπινη γενιά θα γευόταν οικουμενική ειρήνη, δικαιοσύνη και έκπαγλο κάλλος: «Ξανάρχονται τα χρυσά χρόνια, ένα παιδί γεννιέται που θα φέρει το τέλος της εποχής του σιδήρου και μια νέα χρυσή γενιά θα αναστηθεί».
Το παιδί, τουλάχιστον όπως το φανταζόταν ο ποιητής, δεν ήρθε ποτέ, αλλά η ποιητική αλχημεία που, αντιστρέφοντας την πτωτική καμπύλη, μεταστοιχείωσε το σίδερο σε χρυσό και την πολιτική δυστοπία σε ουτοπική Εδέμ διατηρεί πάντα τα θέλγητρά της – και τη γοητεία των ζωτικών ψευδαισθήσεων που χαρίζουν, προσώρας έστω, αίσθηση άνωσης μέσα στο βαρυτικό πεδίο της Ιστορίας και της καθημερινότητας.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.