Ακόμη και ο ίδιος ο Μαξ Βέμπερ παραδέχεται ότι «πουθενά δεν είναι η μόνη καθοριστική μορφή του πολιτικού αγώνα για ισχύ». Ωστόσο, στη θεμελιώδη διάλεξή του Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα (εκδ. Δώμα, 2019) τον «κοινοβουλευτικό «κομματικό αρχηγό»» ταυτίζει με την έννοια της χαρισματικής ηγεσία. Ο «εκλεκτός» και το «εσωτερικό κάλεσμα» που θα οδηγήσει μαθητές, ακόλουθους, οπαδούς στη Γη της Επαγγελίας προφανώς ανταγωνίζεται διαφορετικούς τύπους πολιτικών.
Η επιλογή όμως του κορυφαίου γερμανού κοινωνιολόγου είναι ενδεικτική για το είδος του ηγέτη που επικράτησε τόσο στην εποχή του όσο και αργότερα. Για την κοινή γνώμη, αλλά και για τους επαγγελματίες της δημόσιας σφαίρας, η σημερινή εικόνα του ηγέτη είναι επηρεασμένη από τους μεγάλους μεταρρυθμιστές του 20ού αιώνα και τους στυλοβάτες της μεταπολεμικής δημοκρατίας.
Πρόσωπα που αναδείχθηκαν σε συνθήκες οριακές, σε περιστάσεις υπαρξιακών κρίσεων, που υπήρξαν ιδρυτές κομμάτων και παρατάξεων ολόκληρων, που διακρίθηκαν στην παγκόσμια σκηνή διαμορφώνοντας τις ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη μετάβαση στον σημερινό μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Η πολιτική και οικονομική συναίνεση, η περιθωριοποίηση της Ακροδεξιάς, η αποφυγή της μετατροπής του Ψυχρού Πολέμου σε θερμό, η τριακονταετής ευημερία λογίζονται ως επιτεύγματα της δικής τους γενιάς.
Κλειδί για την αμφισβήτηση του σημερινού πολιτικού δυναμικού είναι ίσως η αίσθηση ότι στις σύγχρονές μας ανάλογες, αν και όχι αντίστοιχες, συνθήκες κρίσης ζυγίζεται και βρίσκεται ελλιπές. Στην πλειονότητα όσων διαχειρίστηκαν την ύφεση του 2008, την πανδημία του κορωνοϊού, τις γεωπολιτικές αναταράξεις των τελευταίων ετών καταμαρτυρείται έλλειψη οράματος και απουσία χαρίσματος, ανυπαρξία στρατηγικής, αδυναμία έμπνευσης, κενό αποτελεσματικότητας. Τους γίγαντες του παρελθόντος διαδέχονται οι νάνοι του παρόντος.
Ως αντίβαρο σε αυτή την άχρωμη, άοσμη και άνευρη ηγεσία αναβιώνει το πρότυπο του δημαγωγού, του προσώπου που επιδιώκει την αδιαμεσολάβητη σχέση με τον «λαό» του, του αρχηγού ενός προσωποπαγούς κόμματος.
Οι παραπάνω παραδοχές εγείρουν βέβαια και μια σειρά από ερωτήματα. Η αίσθηση του ελλείμματος ανταποκρίνεται πράγματι στα γεγονότα; Αν ναι, γιατί παρατηρείται τώρα και σε ποιους παράγοντες οφείλεται; Κατά πόσο η χρονική απόσταση εξιδανικεύει την πρόσληψη των προσωπικοτήτων που προηγήθηκαν; Το μοντέλο του χαρισματικού ηγέτη του 20ού αιώνα ταιριάζει άραγε στον 21ο; Και, πάνω από όλα, πώς μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των προσδοκιών της κοινωνίας και των επιδόσεων των πολιτικών;
Η αναζήτηση της ισχυρής ηγεσίας
Σωτήρης Ριζάς
Η ιδέα ότι υφίσταται μια κρίση ηγεσίας στις μεταψυχροπολεμικές δημοκρατίες εμφανίζεται συχνά στη δημόσια συζήτηση. Υπονοείται ότι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν αν υπήρχαν ικανότεροι ή ισχυρότεροι ηγέτες. Η αναγωγή των προβλημάτων της διακυβέρνησης στα πρόσωπα σημαίνει και μια οπισθοδρόμηση της αναλυτικής μας ικανότητας. Οι κοινωνικές επιστήμες είχαν συμβάλει στη συνειδητοποίηση ότι τα κοινωνικά προβλήματα είναι σύνθετα, ότι η πολιτική είναι μια διαδικασία που αναδεικνύει διάφορές αξιών και συμφερόντων αλλά ταυτόχρονα συνιστά και ένα μέσο κινητοποίησης κοινωνικών ομάδων αλλά και συγκρότησης πολιτικών και κοινωνικών συνασπισμών.
Ηταν πιθανότατα μια αντίληψη των πραγμάτων, μια προδιάθεση, συμβατή ενδεχομένως με καλούς καιρούς ή με μια αίσθηση ότι οι δημόσιες υποθέσεις μπορούν να κινηθούν προς έναν επιθυμητό στόχο, την κοινωνική ευημερία, τη δικαιότερη κατανομή των πόρων και των ωφελημάτων της ανάπτυξης, την εδραίωση της διεθνούς ασφάλειας. Αντίθετα, η ροπή προς την αναζήτηση ή η νοσταλγία ισχυρών ηγετών είναι εντονότερη σε περιόδους κρίσης.
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου οι ηγέτες των φασιστικών κινημάτων προβλήθηκαν ως η ενσάρκωση ή η προσωποποίηση των ιδανικών του έθνους, ως αυτοί που συνελάμβαναν τα βαθύτερα συμφέροντα, το πεπρωμένο, των λαών των οποίων ηγούνταν. Ηταν επίσης αυτοί που μπορούσαν να δημιουργήσουν γεγονότα, να αφήσουν τη σφραγίδα τους με σημαντικά έργα, ενώ οι δημοκρατικοί πολιτικοί παρουσιάζονταν ως αδύναμοι ηγέτες που άγονταν και φέρονταν από τους υποστηρικτές τους και προσάρμοζαν τις πολιτικές τους στην ανάγκη της εκλογικής επιβίωσης.
Η αναζήτηση της ισχυρής ηγεσίας διαπερνά όμως και κόμματα, κινήματα και παρατάξεις δημοκρατικών αξιών. Ικανά πρόσωπα είτε στην άσκηση της διοίκησης είτε στην επικοινωνία με ευρείες ομάδες πολιτών είναι ασφαλώς σε θέση να επιτύχουν πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα. Συχνά όμως η ιστορική και η πολιτική μνήμη είναι επιλεκτικές. Ετσι, λίγοι θα έχουν κατανοήσει ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας στη Βρετανία δημιουργήθηκε από μια Εργατική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κλίμεντ Ατλι, ο οποίος δεν εθεωρείτο στην εποχή του, ούτε αργότερα, ως ισχυρή προσωπικότητα, ενώ σήμερα δεν θυμάται ενδεχομένως κανείς, εκτός από τους ιστορικούς, τον εκ των πραγμάτων σημαντικό πολιτικό του ρόλο παρά το ότι δεν ήταν ισχυρός ηγέτης.
Κατανοούμε όμως ότι αυτή η σπουδαία κατάκτηση στο πλαίσιο της ιστορίας του δυτικού κόσμου ήταν προϊόν μιας εποχής που συμπύκνωνε εμπειρίες ανασφάλειας και καταστροφής με συνέπεια την επικράτηση της αντίληψης ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνατότητές τους δικαιούνταν μια ζωή απαλλαγμένη από τους κινδύνους, ιδίως της υγείας, όσο τουλάχιστον το επέτρεπε το επίπεδο της επιστημονικής γνώσης και τεχνολογίας. Το επίτευγμα αυτό δεν μπορούσε να είναι προϊόν ενός ανθρώπου, ενός ισχυρού ηγέτη.
«Πολιτικοί οι οποίοι ανταποκρίνονται σε κριτήρια δημοφιλίας ή λάμψης είναι ηγέτες βραχείας διάρκειας, καθώς η απήχησή τους είναι αβαθής και η νομιμοποίησή τους ανίσχυρη αφού δεν προκύπτει από μια συγκεκριμένη εντολή.»
Πέραν αυτού και πάντοτε στο πλαίσιο της δημοκρατικής πολιτικής, η αντίληψη ενός ηγέτη ως ισχυρού ήταν αποτέλεσμα και του ελέγχου της εικόνας του. Αν και οι κοινωνικές αποστάσεις δεν έχουν πράγματι μειωθεί, έχει μειωθεί η αίσθηση των αποστάσεων και συμβάλλουν σ’ αυτό τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ενα περιβάλλον όπου η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται μέσω των εντύπων, εφημερίδων και περιοδικών, και αργότερα και των κρατικών δικτύων ραδιοφώνου και τηλεόρασης, είναι πολύ πιο εύκολο να φιλοτεχνήσει ισχυρούς ηγέτες.
Αδεξιότητες, ιδιωτική ζωή, μικρότερες ή μεγαλύτερες κυβερνητικές αποτυχίες μπορούν να είναι διαχειρίσιμες η και να αποκρυβούν εντελώς.
Η ισχυρή ηγεσία εκλαμβάνεται έτσι σε ένα ορισμένο κοινωνικό, πολιτισμικό, τεχνολογικό και πολιτικό περιβάλλον. Στη δεκαετία του 1920 ή του 1950 η διακυβέρνηση αναμετράτο με έναν χαμηλότερο πήχη προσδοκιών και η κοινωνία, ή μια σημαντική μερίδα της, έτεινε να διακρίνεται από «υπακοή» έναντι της πολιτικής εξουσίας. Ο συνδυασμός χαλάρωσης αυτών των στοιχείων, μείωσης του επιπέδου ζωής και ενός χαοτικού τοπίου πολιτικής επικοινωνίας καθιστά άσκηση χωρίς πραγματικό περιεχόμενο την αναζήτηση ισχυρών ηγεσιών.
Πολιτικοί οι οποίοι ανταποκρίνονται σε κριτήρια δημοφιλίας ή λάμψης είναι ηγέτες βραχείας διάρκειας, καθώς η απήχησή τους είναι αβαθής και η νομιμοποίησή τους ανίσχυρη αφού δεν προκύπτει από μια συγκεκριμένη εντολή. Η άσκηση πολιτικής είναι πράγματι πιο δύσκολη σε αυτές τις μάλλον χαοτικές συνθήκες, αλλά αυτό καθιστά μη ρεαλιστική τη φόρμουλα της «ισχυρής» ηγεσίας, τουλάχιστον όσο μια πολιτεία παραμένει δημοκρατική.
Η πολιτική παραμένει συλλογική λειτουργία, πρόσωπα με μεγαλύτερο χάρισμα από άλλα μπορούν να εμπνεύσουν με δημιουργικό τρόπο τα σύνολα, αλλά δεν μπορούν να υποκαθιστούν αυτήν τη συλλογική υπόθεση.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Οι μεταλλάξεις του ηγετικού μοντέλου
Χαριτίνη Καρακωστάκη
Ποτέ ξανά δεν είχαμε τόσα μαθήματα, σεμινάρια και μεταπτυχιακά Ηγεσίας, και ταυτόχρονα τόσο κόσμο να παραπονιέται ότι «σήμερα δεν υπάρχουν ηγέτες». Την ίδια στιγμή, πολλοί φαίνεται να δείχνουν δυσανεξία στην τήρηση και των πιο απλών κανόνων, όπως εκείνων που προέρχονται από τους δασκάλους στη σχολική αίθουσα, την οδική συμπεριφορά ή την προστασία του δημόσιου χώρου, ενώ είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν εκ του ασφαλούς «μαγκιά» και «κύρος» σε αυταρχικούς, πολεμοχαρείς και λαϊκιστές ηγέτες εντός και πέριξ της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αρέσκονται να βρίσκουν απειλές και εχθρούς.
Η αντίφαση αυτή είναι εγγενής της εξέλιξης της πολιτικής κουλτούρας σε συνθήκες ύστερης φιλελεύθερης κοινωνίας, η οποία από καταβολής της, δηλαδή από τον 17ο αιώνα και τον Λοκ μέχρι τις μέρες μας, έχει παραγάγει ένα πλούσιο θεωρητικό οπλοστάσιο για να θεμελιώσει την ύπαρξή της, με θεωρίες κυριαρχίας που κυμαίνονται από τις πιο περιγραφικές (Βέμπερ, Φουκό, Παρέτο), μέχρι τις πλέον κριτικές, ουτοπικές και χειραφετητικές (Φουριέ, Μαρξ, Μαρκούζε).
Ταυτόχρονα το πνεύμα του καπιταλισμού υπόκειται με τη σειρά του σε μια σειρά από μεταλλάξεις, με χαρακτηριστικότερη ίσως τη μανατζεροποίηση της κοινωνικής ζωής από τα μέσα του 20ού αιώνα, ως απάντηση στο αίτημα της αύξησης της παραγωγής, της παραγωγικότητας και της βελτιστοποίησης της οργάνωσης.
Στη νέα αυτή συνθήκη αυξάνεται η ανάγκη ανάληψης ολοένα και περισσότερων ρόλων ηγεσίας, που στοχεύουν στην καθοδήγηση μικρότερων ομάδων εργασίας σε οικονομίες κλίμακας και μειώνεται η ανοχή σε ατομικό επίπεδο σε μορφές μη υπερβατικής εξουσίας που απομακρύνονται από το μεταφυσικό τους έρεισμα και γίνονται πιο ορθολογικές και επιχειρησιακές.
Οπως μας ενημερώνουν όλα τα εγχειρίδια επιτυχημένου μάνατζμεντ, οι ηγέτες σήμερα δεν είναι εκείνοι που ποντάρουν στον ανορθολογισμό και σαγηνεύουν τα πλήθη με τη γοητεία τους, αλλά εκείνοι που υπολογίζουν, προτεραιοποιούν, προγραμματίζουν, έχουν συναισθηματική νοημοσύνη και μπορούν να βάλουν τον εαυτό τους στα παπούτσια των άλλων.
Πόσες φορές δεν ακούσαμε μόνο τον τελευταίο χρόνο, με αφορμή τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης, ότι «οι ηγέτες τότε είχαν άλλη στόφα» και ότι «δεν βγαίνουν τέτοιοι ηγέτες σήμερα».
Κι όμως η ανάγκη για σαγήνη παραμένει ζητούμενο για πολλούς. Πόσες φορές δεν ακούσαμε μόνο τον τελευταίο χρόνο, με αφορμή τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης, ότι «οι ηγέτες τότε είχαν άλλη στόφα» και ότι «δεν βγαίνουν τέτοιοι ηγέτες σήμερα». Ας αναλογιστούμε όμως τα χαρακτηριστικά των ηγετών που γίνονται αντικείμενο αναπόλησης.
Προχωρημένης ηλικίας λευκοί, στρέιτ, άνδρες με διευρυμένα όρια επιτρεπτικότητας για τους ίδιους και έντονη επίδειξη ισχύος που αντλεί νομιμοποίηση από τις πολύ πραγματικές συνθήκες θεσμικής ανισότητας μεταξύ των μελών της κοινωνίας και διακηρυγμένη πρόθεση να ηγηθούν του λαού ή του έθνους – τίποτα λιγότερο. Μια ηγετική φιγούρα τέτοιου τύπου θα είχε μεγάλο πρόβλημα να αναγνωριστεί με τους σημερινούς όρους δημοσιότητας, δηλαδή με βάση τα τρέχοντα στάνταρ κριτικής, και τις απαιτήσεις διευρυμένης ορατότητας, πολιτικής ορθότητας και συμπεριληπτικότητας.
Οι προσδοκίες για διαφορετικού τύπου ηγέτες φαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις να ακολουθούν συγκεκριμένα κοινωνικοοικονομικά ή/και ταξικά χαρακτηριστικά, όπως ακριβώς και η πολιτικοποίηση (βλ. Πίππα Νόρρις, Ρόναλντ Ινγκλεχαρτ). Ατομα με υψηλότερη μόρφωση, καλύτερα ενταγμένα στην αγορά εργασίας και με μεγαλύτερο και διαφοροποιημένο κοινωνικό δίκτυο έχουν μεγαλύτερες προσδοκίες από τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, τους ασκούν ευκολότερα κριτική και αξιοδοτούν ψηλότερα τις πολιτικές τους θέσεις και τις διαχειριστικές τους ικανότητες έναντι της προσωπικής τους γοητείας.
Ατομα με χαμηλότερη μόρφωση, διακεκομμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό στάτους και περιορισμένο κοινωνικό δίκτυο είναι έτοιμα να δώσουν τη στήριξή τους σε ηγετικές φιγούρες παλαιού τύπου που συνήθως υιοθετούν έναν λαϊκιστικό και αντισυστημικό λόγο ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται την ηγεσία με όρους ισχύος και ηγεμονίας και λιγότερο με όρους θεσμικής εξουσίας.
Οσοι αναζητούν να βρουν στους πολιτικούς εκπροσώπους τους το δεύτερο μοντέλο ηγεσίας, είναι συνήθως και εκείνοι που δεν είναι ευχαριστημένοι με το μοντέλο της δημοκρατίας σήμερα. Η τήρηση των διαδικασιών, ο έλεγχος των εξουσιών, ο κατακερματισμός των κέντρων εξουσίας, οι τεχνικές «λεπτομέρειες» του εκλογικού συστήματος, γίνονται αντιληπτά ως στοιχεία βαρετά και μάλλον αχρείαστα που περιπλέκουν τα πράγματα με στόχο να ανακόψουν την πορεία των «πραγματικών» ηγετών στον δρόμο τους προς την εξουσία.
Το ποιοι ηγούνται όμως στις δημοκρατίες μας είναι – και πρέπει να είναι – άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτές τις διαδικασίες και τη διαφύλαξη των θεσμών, καθώς αυτές είναι οι μόνες που μπορούν να μας εγγυηθούν ότι στην επιθυμία μας να ηγηθούμε δεν θα καταλήξουμε ηγεμονευόμενοι. Στην πραγματικότητα, όσο η φιλελεύθερη δημοκρατία θα βαθαίνει και οι αρχές της θα εμπεδώνονται, τόσο περισσότερο θα απομακρυνόμαστε από τους ηγεμονικούς ηγέτες. Και ευτυχώς.
H κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.
Δεν υπάρχει απόλυτη συνταγή
Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου
Στο ερώτημα αν υπάρχει έλλειμμα ηγεσίας στη διεθνή πολιτική, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Το ερώτημα είναι «γιατί». Συνήθως το πρόβλημα χρεώνεται στην απομυθοποίηση των ηγετών μέσω των ΜΜΕ. Αλλά το επιχείρημα έχει κενά. Για παράδειγμα, τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1960 κέρδισε ο φωτογενής Τζον Κένεντι, αλλά λίγα χρόνια αργότερα εξελέγη για δύο τετραετίες, ασχέτως αν παραιτήθηκε στα μισά της δεύτερης, ο καθόλου επικοινωνιακός Ρίτσαρντ Νίξον. Ούτε έλαμπαν διά της παρουσίας τους ο περιθωριοποιημένος έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Ουίνστον Τσώρτσιλ ή ο «δύσκολος» Ντε Γκωλ.
Οι δε Αμερικανοί είχαν όχι μία αλλά τέσσερις ευκαιρίες να αποξηλώσουν τον Φράνκλιν Ρούσβελτ επειδή καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι, πράγμα που γνώριζαν και χωρίς την ύπαρξη της τηλεόρασης. Ωστόσο τον επέλεγαν μέχρι που πέθανε και τον απεικόνισαν καθιστό στο μνημείο του. Οι άνθρωποι έχουν εμπιστευθεί συχνά στις δύσκολες στιγμές τραυματισμένα ή μισοξεχασμένα πρόσωπα που διαθέτουν, όμως, ηγετικά χαρακτηριστικά. Επίσης, καταδίκασαν ηγέτες που χρησιμοποίησαν με μαεστρία τα ΜΜΕ, όπως έκαναν ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι με το ραδιόφωνο.
Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει συνταγή ηγεσίας. Καθένας μάς διδάσκει κάτι νέο. Αργότερα το «ξεσηκώνουν» οι σχολές ηγεσίας, που πολλές φορές είναι σχολές επικοινωνίας. Ωστόσο, οι ηγέτες μοιράζονται ορισμένα κοινά γνωρίσματα που δεν ευνοεί η σημερινή εποχή. Ο βεμπεριανός ορισμός της χαρισματικότητας που δηλώνει ότι κάποιος μας πείθει να τον ακολουθήσουμε τυφλά γιατί του αποδίδουμε υπερφυσικές ιδιότητες, παραπέμπει περισσότερο σε χαρισματικούς ηγέτες άλλων κλάδων, παρά της πολιτικής που επηρεάζει τις ζωές όλων.
«Ο ηγέτης τοποθετείται μέσα στην ιστορία, δηλαδή σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Θέλει να πραγματώσει το έργο του αφήνοντας κληρονομιά στους επόμενους.»
Κατ’ αρχάς, οι πολιτικοί ηγέτες καλούνται όταν η κοινωνία συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται σε κρίση. Εκεί παίζουν σημαντικό ρόλο τα ΜΜΕ, γιατί εμφανίζουν στην κοινή γνώμη μια αληθινή ή φαντασιακή πραγματικότητα. Αν δεν αναγνωρίζεται η κρίση, τότε οι κοινωνίες μένουν στους απλούς αρχηγούς, που «διαχειρίζονται» καταστάσεις. Αυτή η τάση χειραγώγησης κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αντίθετα, οι ηγέτες αναδεικνύουν τα προβλήματα και επιδεικνύουν πολιτική καινοτομία. Εφαρμόζουν μη αναμενόμενες πολιτικές και κόβουν «γόρδιους» δεσμούς.
Επιπλέον, δεν ενεργούν απλώς για το παρόν, αλλά έχουν όραμα. Μπορεί να βλέπουν και να ακούν προσεκτικά τον συνομιλητή τους, αλλά πάντα διατηρούν αίσθηση της αποστολής τους, που αφορά τους πολλούς και μεγάλα ανθρώπινα ζητήματα. Οι φωτογραφίες ηγετών δείχνουν ένα πυρετικό βλέμμα, υπόβαθρο μιας ιδιαίτερης λάμψης. Για να πετύχουν τους στόχους τους, διαθέτουν υπεράνθρωπη επιμονή και αντοχή. Συνεχίζουν ακάθεκτοι όταν οι υπόλοιποι έχουν εξαντληθεί.
Κυκλοφορούν απίθανες ιστορίες για την ενεργητικότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ, του Μπιλ Κλίντον ή των «δικών μας» Ελευθερίου Βενιζέλου ή Ανδρέα Παπανδρέου που συνέχιζαν να διαπραγματεύονται απέναντι σε εξαντλημένους συνομιλητές. Μπορεί κανείς να αμφισβητεί τις συνέπειες της ηγεσίας τους, αλλά όχι την ηγετικότητά τους. Η ηγετικότητα συνδυάζεται με δράση σε ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η ταχύτητα και η αποφασιστικότητα είναι σήμα κατατεθέν τους. Ακόμα και μια λανθασμένη απόφαση είναι προτιμότερη από την μη απόφαση, για να θυμηθούμε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο ηγέτης τοποθετείται μέσα στην ιστορία, δηλαδή σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Θέλει να πραγματώσει το έργο του αφήνοντας κληρονομιά στους επόμενους. Δεν δέχεται ότι αρχίζει και τελειώνει η ιστορία με το σαρκίο του. Επιτρέπει στον εαυτό του την «ευριπίδειο» ευτυχία που του χαρίζει η επέκταση σε άλλες εποχές. Τέλος, επειδή οι ηγέτες δεν αισθάνονται ανασφαλείς, δεν έχουν πρόβλημα να μείνουν μόνοι ή στο περιθώριο. Η ιστορία βρίθει περιπτώσεων παραγκωνισμένων ή (αυτο)εξόριστων ηγετών. Ξέρουν να χάνουν γιατί από αυτή την εμπειρία μαθαίνουν και ετοιμάζονται με φρέσκες ιδέες για την επόμενη φάση.
Φυσικά, η ελληνική πολιτική δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Με μία διαφορά: στα μικρότερα έθνη δεν συγχωρούνται τα ελλείμματα. Πιέζονται ευκολότερα για μεγαλύτερες υποχωρήσεις. Η αυτογνωσία, το πολιτικό θάρρος και η αγάπη για τον τόπο του καθενός με τα ελαττώματά του αποτελούν στοιχειώδεις προϋποθέσεις ηγεσίας. Ο «αυτόματος πιλότος» δεν ήταν ποτέ ηγέτης, ή πάντως καλός ηγέτης.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.