Καταμετρώντας λογοτεχνικές ομαδοποιήσεις στην εισαγωγή του βιβλίου του Η έννοια της «γενιάς» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2019) ο ιστορικός της Τέχνης Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, πλην της γνωστής σε όλους «γενιάς του ’30», διαπιστώνει την κατά καιρούς επίκληση πλήθους άλλων: «γενιά του 1880», «μεταπαλαμική γενιά», «γενιά του 1914», «γενιά του Μεσοπολέμου», «γενιά του ’20», «γενιά του ’40», «πρώτη μεταπολεμική γενιά», «δεύτερη μεταπολεμική γενιά», «γενιά του ’60», «γενιά της αμφισβήτησης», «γενιά του ’70», «γενιά του ’80». «
Παρά την πλησμονή «γενιών» στις δημοσιεύσεις των γραμματολόγων, των κριτικών και των ιστορικών της τέχνης», διαπιστώνει, «η έννοια της «γενιάς» παραμένει ρευστή και απροσδιόριστη». Πέρα από τη διασάφηση και τη λεπτομερή διερεύνηση του θεωρητικού και μεθοδολογικού προβληματισμού για το ζήτημα στη δυτική βιβλιογραφία, στην οποία προχωρεί ο Ματθιόπουλος, το πόσο εύχρηστος παραμένει ο όρος που καθιέρωσε στα καθ’ ημάς ο Κ. Θ. Δημαράς το 1949 στη συζήτηση των ζητημάτων αυτών στη δημόσια σφαίρα φαίνεται από τη διαδεδομένη τάση του συσχετισμού ηλικιακών και λογοτεχνικών γενεών. Αρχής γενομένης από την Generation X και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Καναδού Ντάγκλας Κόπλαντ το 1991, υποδεικνύοντας τη σύμπτωση της διαδοχής των παιδιών της πληθυσμιακής έκρηξης με την ανάδυση των νέων τεχνολογιών, η δυτική κριτική αναζήτησε στους επιγόνους των baby boomers την αντανάκλαση της σύγχρονης κοινωνίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.