Οι φονικές πλημμύρες της Βαλένθια, οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε 210 ανθρώπους σύμφωνα με τα ως τώρα δεδομένα, είναι μόνο ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα τόσο πολλών ώστε έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται δυσδιάκριτοι. Γιγαντιαίες φωτιές στην Καλιφόρνια ή τον Καναδά, πρωτοφανής ξηρασία ή καύσωνες πρωτόγνωρης διάρκειας στην Ευρώπη, τυφώνες ασυνήθιστης βιαιότητας στις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού συνθέτουν μια διαδοχή ακραίων καιρικών φαινομένων που επηρέασαν τεράστιες περιοχές εντός του 2024 με συχνότητα η οποία έχει πάψει πλέον να εκπλήττει.

Και όταν κάτι δεν ενεργοποιεί πια τα αντανακλαστικά του κοινού στον βαθμό που το έκανε στο παρελθόν, σηματοδοτεί μια νέα κανονικότητα.

Το σήμα, ο θόρυβος και ο εφησυχασμός

Η αποδοχή όμως της πιθανότητας αυξημένων φυσικών καταστροφών δεν ταυτίζεται και με τη συνειδητοποίηση του πραγματικού μεγέθους των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής ούτε, πολύ περισσότερο, με την επιβεβλημένη αμεσότητα αλλαγής του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης και του τρόπου ζωής. Ισως γιατί η απειλητική κανονικότητα της κρίσης συμβαδίζει με μια επιφανειακά καθησυχαστική κανονικότητα διαχείρισής της.

Στις 11 Νοεμβρίου, για παράδειγμα, συνέρχεται στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν η 29η Σύνοδος του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία προβλέπεται να διαρκέσει ως τις 22 Νοεμβρίου. Ο περιοδικός διάλογος σε παγκόσμιο επίπεδο σημαίνει οπωσδήποτε ότι στοιχεία, επιδιώξεις και αποτελέσματα διατυπώνονται δημοσίως σε ένα υπεύθυνο διεθνές φόρουμ.

Η περιοδικότητα όμως τείνει σταδιακά να αποκτήσει και χαρακτήρα τελετουργίας, εφόσον ρητές δεσμεύσεις δεν λαμβάνονται και απτά αποτελέσματα δεν προκύπτουν: κάθε χρόνο η σύνοδος παράγει διαπιστώσεις, η παγκόσμια κοινή γνώμη εφησυχάζει χάρη στην ιδέα της διακυβερνητικής συνεργασίας, ενώ οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι με βάση τα τρέχοντα δεδομένα οι διακηρυγμένοι στόχοι της συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στο όριο του 1,50C είναι ανέφικτη και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον επιταχύνονται.

Δεν περιμένει, βέβαια, κανείς ριζοσπαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες από μία συνδιάσκεψη όπου εκπροσωπούνται διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα, διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και πολλαπλές ανισότητες. Θα ανέμενε όμως την ένδειξη ότι η COP δεν μετασχηματίζεται όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από τη Συμφωνία του Παρισιού το 2015 σε γραφειοκρατική διαδικασία, θα ανέμενε την ένδειξη ότι το σήμα της επερχόμενης καταστροφής έχει διαπεράσει τον θόρυβο.

Σκέψεις για ένα τεράστιο ηθικό θέμα

Του Χρήστου Ματσούκα

Την 11η Νοεμβρίου ξεκινά η 29η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα στο Μπακού και με αυτήν την αφορμή εκθέτω μερικές απόψεις για το πρόβλημα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Το θέμα καλύπτεται εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης, αναμενόμενα ίσως, επειδή μας αγγίζει τόσο από τη σκοπιά των καιρικών επιπτώσεων, αλλά και οικονομικά λόγω των μέτρων που λαμβάνονται για τον μετριασμό του φαινομένου, των υποδομών που θα κληθούμε να αναβαθμίσουμε για την προσαρμογή μας στη νέα κατάσταση, κ.ο.κ.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο άκουσμα των λέξεων «κλιματική αλλαγή», ενεργοποιείται συχνά το θυμικό συμπολιτών μας και πολιτικοποιείται η κουβέντα, ακριβώς επειδή η εμπλοκή μας είναι πολυεπίπεδη, είτε ως υφιστάμενοι/ες μετεωρολογικά φαινόμενα και εφαρμογή πολιτικών, αλλά ταυτόχρονα, όσο και αν αποφεύγουμε να το σκεφτόμαστε, ως διαμορφωτές του προβλήματος και άμεσοι ή έμμεσοι καταναλωτές ορυκτών καυσίμων.

Παρά την εκτενή κάλυψη, και την εδώ και δεκαετίες αναγνώριση της σοβαρότητας του προβλήματος από την επιστημονική κοινότητα, μου τίθενται από απλούς πολίτες παραλλαγές της ερώτησης «τελικά υπάρχει κλιματική αλλαγή;». Οι σχετικοί επιστήμονες έχουμε σταματήσει να αναρωτιόμαστε. Οι ενδείξεις ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει προκαλέσει αλλαγή της ατμοσφαιρικής σύστασης, κυρίως μέσω της καύσης υδρογονανθράκων, αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, αλλαγή στα μοτίβα βροχόπτωσης, αύξηση στην πιθανότητα εμφάνισης ακραίων φαινομένων, αλλαγές στη γεωγραφική κατανομή και συμπεριφορά των ειδών, στη λειτουργία των οικοσυστημάτων, και πληθώρα άλλων επιπτώσεων, είναι συντριπτικές.

Παρακολουθούμε τον πλανήτη μας πολύ στενά εδώ και δεκαετίες, με εντυπωσιακή ποικιλία οργάνων, επίγειων, ατμοσφαιρικών και δορυφορικών, σε συμπληρωματικά πεδία, π.χ., ατμοσφαιρική φυσική και χημεία, μετεωρολογία, οικολογία, ωκεανογραφία, τηλεπισκόπηση, γεωεπιστήμες. Η εικόνα που προκύπτει από αυτήν την τιτάνια διεπιστημονική προσπάθεια χιλιάδων επιστημόνων «κλειδώνει» τα βασικά συμπεράσματα. Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα, είναι κυρίως ανθρωπογενής, διαταράσσει σημαντικά τις δραστηριότητές μας και τα οικοσυστήματα, ενώ οι επιπτώσεις θα επιτείνονται στο μέλλον.

Με τις τρέχουσες τεχνολογικές δυνατότητές μας δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη θέρμανση. Ακόμα και στο υποθετικό σενάριο που σταματούσαμε άμεσα τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, η θερμοκρασία θα αυξανόταν ακόμα λίγα δέκατα του βαθμού Κελσίου μέχρι να ισορροπούσε το κλιματικό σύστημα. Η αναπόφευκτη περαιτέρω θέρμανση του πλανήτη οδηγεί τις επόμενες πρωτοβουλίες μας και τις χωρίζει σε δύο μερικές φορές αλληλεπικαλυπτόμενες κατηγορίες: τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή μας σε αυτήν.

Η πρώτη κατηγορία έχει να κάνει με τη μείωση των αερίων θερμοκηπίου, κυρίως μέσω της αποφυγής χρήσης υδρογονανθράκων στο ενεργειακό μας μείγμα, ώστε η θέρμανση να περιοριστεί σε όσο το δυνατόν χαμηλότερο επίπεδο. Ο στόχος των 20C ή ακόμα καλύτερα του 1,50C έχει διατυπωθεί στην προηγούμενη Διάσκεψη του ΟΗΕ, αλλά προς το παρόν φαίνεται σχεδόν ουτοπικός. Η δεύτερη κατηγορία αφορά δράσεις που θα μας επιτρέψουν να προσαρμοστούμε στις πρωτόγνωρες για τις κοινωνίες μας μελλοντικές συνθήκες, να προστατεύσουμε τις πιο ευάλωτες ομάδες, να διασφαλίσουμε τις πιο σημαντικές και ευαίσθητες δραστηριότητές μας, όπως π.χ. την επισιτιστική ασφάλεια.

Αυξήσεις θερμοκρασίας όπως οι προαναφερθείσες 1,5, 2 ή ακόμα και 5°C, που αντιστοιχούν στα διαφορετικά σενάρια για τις μελλοντικές κοινωνικο-οικονομικές αποφάσεις που θα λάβουμε, αξιολογούνται πρόχειρα από πολλούς ως όχι πολύ θεαματικές, ενώ οι επιπτώσεις που επισημαίνονται από τους ειδικούς ως αποτέλεσμα αυτών των αυξήσεων συχνά απορρίπτονται απλοϊκά σαν καταστροφολογικές.

Για να έχουμε πάντως ένα πλαίσιο σύγκρισης, η διαφορά της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας ανάμεσα στον προβιομηχανικό κόσμο και στην τελευταία εποχή παγετώνων 20.000 έτη πριν, είναι γύρω στους 5°C. Αυτή η διαφορά ήταν αρκετή για να σκεπάσει τη Βόρεια Ευρώπη με πάγο πάχους χιλιομέτρων και να υποβιβάσει το επίπεδο της θάλασσας πάνω από 100 μέτρα.

Αν έχουμε αλλαγή πάλι κατά 5°C στην αντίθετη κατεύθυνση, αναμένονται επιπτώσεις αντίστοιχης σοβαρότητας, κάποιες σε ορίζοντα δεκαετιών, κάποιες άλλες σε ορίζοντα χιλιετιών. Η τόσο μακροπρόθεσμη θεώρησή μας είναι βάσιμη, αφού το διοξείδιο του άνθρακα, το κύριο αέριο θερμοκηπίου που προξενεί την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, ζει στην ατμόσφαιρά μας για τέτοιες χρονικές κλίμακες.

Τίθεται ένα τεράστιο ηθικό θέμα λοιπόν. Κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Οχι απλώς στα παιδιά και στα εγγόνια μας, αλλά και στους μακρινούς απογόνους μας. Τι θα σκέφτονται για την αδράνειά μας και τις προβαλλόμενες δικαιολογίες μας, ενώ οι αιτίες και οι επιπτώσεις του φαινομένου είναι ευρέως γνωστές από τον προηγούμενο αιώνα; Καταβάλλεται εντυπωσιακή προσπάθεια κατανόησης και αντιμετώπισης του φαινομένου, αλλά εκ του μέχρι τώρα αποτελέσματος δεν αρκεί. Καιρός είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να στηρίξουμε αναγκαίες πολιτικές έστω και με προσωπικό ή κοινωνικό κόστος. Οσο καθυστερούμε, το κόστος αυτό γιγαντώνεται.

Ο κ. Χρήστος Ματσούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Από την απομάγευση έως την καταστροφή

Της Αννας Λυδάκη

Στα παραμύθια τα ζώα, τα ποτάμια, τα βουνά και τα δέντρα, έμψυχα και άψυχα συνομιλούν με τον άνθρωπο και πολλές φορές στις ιστορίες διαφαίνεται η υπεροχή του ζώου ή η δύναμη και η ευφυΐα της φύσης. Ανθρωποι, ζώα, φύση εμφανίζονται ως όλο, του οποίου τα επιμέρους στοιχεία σχετίζονται οργανικά και ισότιμα μεταξύ τους και κάθε προκατάληψη για ανθρώπινη ανωτερότητα απουσιάζει. Το ίδιο διαπιστώνουμε και στους μύθους: Στα δάση πίστευαν ότι κατοικούσαν οι δρυάδες και στα νερά οι νεράιδες (Νηρηίδες), οι εγγονές του Ωκεανού‧ το θρόισμα των φύλλων και το πέταγμα των πουλιών «μιλούσαν» για τα ανθρώπινα και προφήτευαν‧ τα ζώα συνεννοούνταν με τους ανθρώπους και συχνά ήταν ισχυρότερα από αυτούς και τους συνδράμανε ή έπαιρναν τη μορφή τους και το αντίστροφο, και όντα με μέλη από διαφορετικά ήδη, όπως ο Κένταυρος και ο Μινώταυρος, εμφανίζονται στη μυθολογία.

Οι θεωρίες για την ερμηνεία των μύθων συγκλίνουν στο ότι αποτελούν μια προσπάθεια εξήγησης του κόσμου, ένα είδος «επιστημονικής» διερεύνησης των φαινομένων. Μάλιστα, συχνά στον μύθο μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες με σύγχρονα πορίσματα των επιστημών. Π.χ., ο μύθος της Γαίας ως μιας θεότητας που γεννά τα πάντα – ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα – συνάδει με τη σύγχρονη ιδέα του Τζ. E. Λάβλοκ ότι η Γη λειτουργεί σαν ένας γιγάντιος οργανισμός. Σε ό,τι αφορά τα παραμύθια, αυτά έχουν στενή σχέση με τον λόγο, τις τελετουργικές πράξεις, την ηθική συμπεριφορά και τις αξίες και φανερώνουν σε συμβολικό επίπεδο εικόνες ζωής, πεποιθήσεις, συλλογικό ασυνείδητο (βλ. πρόχειρα J. Lacarrière, Στα άδυτα των μύθων, Μ. Γ. Μερακλής, Εντεχνος λαϊκός λόγος).

Στις αφηγήσεις αυτές, που ίσως αποτελούν ασύνειδες μνήμες από την προτοτεμική σκέψη και από την εποχή του προοικοσιτισμού, διακρίνεται ο βαθύς δεσμός του ανθρώπου με τη φύση και τα μη ανθρώπινα ζώα που έχουν «λόγο» και κοινά στοιχεία με τους ανθρώπους. Η εγγενής αξία των οικοσυστημάτων αναδύεται καθώς ο άνθρωπος σέβεται τις αντιδράσεις της φύσης, που φαίνεται «έμψυχη», έχει δύναμη, μιλά, αισθάνεται πόνο, επιδιώκει την ευζωία…

Με τον Διαφωτισμό, στον 17ο αιώνα, όταν η πρόοδος έγινε η μεγάλη αφήγηση του είδους μας, συντελέστηκε ο διαχωρισμός και η διάλυση των πρωταρχικών δεσμών με το περιβάλλον: Νοούσα και εκτεταμένη ουσία, υποκείμενο και αντικείμενο, λογική και ένστικτο, κοινωνία και φύση. Στον μοντέρνο κόσμο επέρχεται μια ρωγμή και ο άνθρωπος πιστεύει πλέον ότι μόνο εκείνος είναι ορθολογικός και μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήματα με την ανακάλυψη της raison, της σχέσης αιτίου – αιτιατού. Η διάκριση και η αντικειμενοποίηση όλων των άλλων όντων, η απομάγευση της φύσης και η απώλεια του κοσμικού δέους, που διακατείχε τον άνθρωπο, τον έπεισαν ότι απέβαλε διά παντός το βιολογικό υπόβαθρό του. Η ανθρωποκεντρική θεώρηση των πραγμάτων γίνεται κυρίαρχη και η αμφίδρομη σχέση ανθρώπων και περιβάλλοντος διαταράσσεται.

Τότε, όταν ένα μέρος του όλου – ο άνθρωπος – μετατρέπεται σε αυτόνομο όλον, αποσπώμενο από το πρώτο και αξιώνοντας απέναντί του ένα δικό του δίκαιο, όταν δημιουργείται η αίσθηση του «τοπίου» – που δεν υφίσταται στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα –, τότε συντελείται ίσως «η πλέον θεμελιώδης τραγωδία του πνεύματος στη διαδικασία του πολιτισμού εν γένει» (βλ. G. Simmel, Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα).

Η δυτική σκέψη θεώρησε ότι υποδούλωσε τη φύση, η οποία αντιμετωπίζεται εργαλειακά με την πεποίθηση ότι, σύμφωνα με τον Καρτέσιο, τα μη ανθρώπινα ζώα δεν έχουν ψυχή, είναι αυτόματα, ενώ οι ηθικές υποχρεώσεις μας, σύμφωνα με τον Καντ, περιορίζονται μόνο στα ορθολογικά όντα, δηλαδή στον άνθρωπο. Βεβαίως η απόσπαση του ανθρώπου από τον γύρω κόσμο συνετέλεσε στην πρόοδο των επιστημών και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας που, οπωσδήποτε, διευκόλυναν τη ζωή των ανθρώπων. Ομως ο άνθρωπος πίστεψε ότι ως παντοδύναμο, ορθολογικό ον μπορεί να επιδρά σε μια φύση υποταγμένη και «βουβή» που την ελέγχει.

Στις μέρες μας, στον μεταμοντέρνο κόσμο, ακούγεται πια η ζώσα «οργισμένη φωνή της Γης» που διαμαρτύρεται για την υποβάθμιση και για τις βιαιοπραγίες εναντίον της, για την ύβριν που υφίσταται, και απαιτεί μια ηθική στάση απέναντί της. Η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της φύσης, η οικονομία και οι καταναλωτικές συνήθειες οδηγούν τον πλανήτη στην καταστροφή: Η κλιματική αλλαγή, η μόλυνση των θαλασσών, η αποψίλωση των δασών και η εξαφάνιση ειδών προοιωνίζονται ένα ζοφερό μέλλον.

Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Παγιδευμένοι στα δόντια ενός οξύμωρου

Του Μιχάλη Μακρόπουλου

Οταν έγραφα το Μαύρο νερό, τη Θάλασσα, τις Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον, ένιωθα – και ακόμα νιώθω – ότι είμαστε παγιδευμένοι στα δόντια ενός οξύμωρου, σε έναν φαύλο κύκλο που ολοένα πλαταίνει και βρισκόμαστε διαρκώς ακρωτηριασμένοι, εμείς κι ο πλανήτης μας, να παλεύουμε να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον ακρωτηριασμό με τσιρότα και ευχολόγια – όποτε δηλαδή προφταίνουμε να το θυμηθούμε. Η αποανάπτυξη μοιάζει τόσο κατορθωτή όσο το να σταματήσεις σε μια κατηφόρα ένα αμάξι χωρίς φρένα. Παράγουμε για να ζούμε και καταναλώνουμε «απολαμβάνοντας» έτσι τα αγαθά του μόχθου μας. Μπορεί να έχουμε «οικολογική» συνείδηση – να ανακυκλώνουμε, να εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας «οικολογικές πρακτικές».

Υπογράφουμε στο Avaaz για την καταστροφή του Αμαζονίου, μα ο Αμαζόνιος είναι εν τέλει μακριά κι εμείς ζούμε και υπάρχουμε εδώ. Κι ούτε μπορεί ένας μόνος του να φέρει στους ώμους του το βάρος ενός πλανήτη σε ολοένα επιδεινούμενη κατάσταση.

Κάθε που μαθαίνουμε ότι άλλο ένα είδος εξαφανίστηκε ή είναι στο όριο της εξαφάνισης, νιώθουμε μια σουβλιά στην καρδιά, όμως το ξεχνάμε έπειτα.

Κάθε που μαθαίνουμε ότι άλλο ένα είδος εξαφανίστηκε ή είναι στο όριο της εξαφάνισης, νιώθουμε μια σουβλιά στην καρδιά, όμως το ξεχνάμε έπειτα – γιατί είναι τόσα αυτά που μαθαίνουμε, κάθε λεπτό και ώρα και κατιτίς νέο, πλάνητες στο Διαδίκτυο και δέκτες διαρκούς πληροφόρησης, που δεν προφταίνει ποτέ να γίνει αληθινή γνώση. Καταναλωτές: πληροφορίας, προϊόντων, υπηρεσιών. Και αν ο προϋπολογισμός είναι χαμηλός, και τότε ακόμα θα βρούμε μια προσφορά, ένα εισιτήριο για Λονδίνο / Παρίσι / Μαδρίτη στα 30 και στα 20 ευρώ για να γεμίσει η θέση. Γιατί όχι! Και το οικολογικό αποτύπωμα; Μα, δεν μπορείς διαρκώς να ζεις με τύψεις… Και έτσι και αλλιώς, ένας μόνος του δεν μπορεί να φέρει στους ώμους του το βάρος του πλανήτη.

Γράφω το Μαύρο νερό, έντρομος αρχικά μπροστά στην ιδέα ότι σ’ έναν τόπο που αγαπώ θα γίνει ίσως εξόρυξη υδρογονανθράκων και παρασυρμένος έπειτα από την ιστορία, βυθισμένος μέσα της, τόσο που, όσο γράφεται, έχει σημασία αυτή και τίποτε άλλο!

Η ίδια η συνθήκη ενός συγγραφέα αποτελεί οξύμωρο… Το γράφω, ναι, μα μπαίνω στο αμάξι μου, βάζω μπρος, φεύγω – για να πάω τα παιδιά στο σχολείο, στο φροντιστήριο, για ψώνια. Μα και για να ταξιδέψω επίσης με το αμάξι – με βουνά, δάση, χωριά να ξετυλίγονται έξω από το ανοιχτό παράθυρο, να μένουν πίσω. Δεν μπορώ να υπάρξω έξω από την εποχή μου: αυτή την εποχή των ορυκτών καυσίμων, προπαντός της κατανάλωσης. Μπορώ να υπάρχω με τρόπο «λελογισμένο». Ταξιδεύω σπάνια με αεροπλάνο, το κινητό μου είναι παλαιό χωρίς καν σύνδεση στο Διαδίκτυο, δεν αγοράζω «μαραφέτια», όσο μπορώ κινούμαι με μέσα μαζικής μεταφοράς. Μα δεν είναι αυτό, δα, κάνας ηρωισμός. Εν τέλει είμαι με χίλιους τρόπους πολίτης του τωρινού κόσμου.

Ετσι, η λογοτεχνία παραμένει ως λογοτεχνία. Είναι εύκολο να βαυκαλίζεσαι και να επαίρεσαι ότι «προειδοποιείς», «προφητεύεις», είσαι εσύ ο «ευαίσθητος». Ευαίσθητος δέκτης ναι, μπορεί να είσαι, κι αν είναι η λογοτεχνία η τέχνη σου, η μυθοπλασία, το μετουσιώνεις αυτό σε ιστορίες. Μα ό,τι πιο πολύ μετρά σε αυτές, εν τέλει, είναι κριτήρια που θέτει η τέχνη σου η ίδια.

Παλιότερα, μια μυθοπλασία ήταν μια μαρτυρία για την εποχή της, όταν οι άλλες μαρτυρίες ήταν λιγοστές. Τώρα, ο καθένας «ανεβάζει» καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μαρτυρίες για τον τρόπο που βιώνει την εποχή του, «προσθέτει περιεχόμενο στην ιστορία του» – ό,τι σχετικά ακατανόητο κι αν σημαίνει αυτό. Και ο λογοτέχνης; Ο μυθοπλάστης; Εξω από τα κατά τι ρευστά κριτήρια που θέτει η ίδια η τέχνη της μυθοπλασίας, κριτήρια που τίθενται από τα εκφραστικά της μέσα όπως έχουν διαχρονικά διαμορφωθεί και διαμορφώνονται, η απάντηση παραμένει εκκρεμής.

Η λογοτεχνία μπορεί μολοντούτο να είναι για τη σημερινή εποχή «μαρτυρία» που δεν είναι «πληροφορία», απαλλαγμένη απ’ τον θραυσματικό χαρακτήρα της πληροφόρησης. Και αν δεν δίνει απαντήσεις, και αν εν τέλει η ίδια ως βιβλίο αποτελεί καταναλωτικό προϊόν παγιδευμένη στο οξύμωρό της παρ’ όλες τις καλές της προθέσεις, και αν προφανώς δεν προτείνει λύσεις που κατ’ αρχάς ο ίδιος ο συγγραφέας δεν τις έχει βρει για τον εαυτό του, μπορεί να πει παρ’ όλα αυτά κάτι για την ανθρώπινη κατάσταση. Εν προκειμένω, την επισφάλεια της ανθρώπινης κατάστασης σ’ έναν πλανήτη που νοσεί.

Ο κ. Μιχάλης Μακρόπουλος είναι συγγραφέας και μεταφραστής.