ΗΒρετανία τους επόμενους μήνες θα ζήσει συνθήκες εμπόλεμης κατάστασης και επιστράτευσης, καθώς τα αποθέματα τροφίμων και φαρμάκων άρχισαν ήδη να συσσωρεύονται για την αποφυγή ελλείψεων και 3.500 στρατιωτικοί θα είναι σε επιφυλακή για να βοηθήσουν τα υπουργεία σε περίπτωση εξόδου από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Πρώτη φορά μια χώρα θα ζήσει καθεστώς αβεβαιότητας και έκτακτης ανάγκης χωρίς τούτο να οφείλεται σε πόλεμο ή φυσική καταστροφή. Ηδη κάποιοι μιλούν για «ψυχολογικό πόλεμο», προσθέτοντας έτσι στα ήδη υπάρχοντα φοβικά σύνδρομα του Brexit όσων αντιστέκονται στον καλλιεργούμενο εκφοβισμό (project fear) για τον υποτιθέμενο Αρμαγεδδώνα της εξόδου αλλά και όσων Ευρωπαίων εργάζονται στη Βρετανία και αισθάνονται την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας.
Το Brexit δείχνει και κάτι άλλο ασυνήθιστο. Την επικράτηση της κουλτούρας επί της οικονομίας. Ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα οικονομικά μεγαθήρια τάσσονται κατά του Brexit και απειλούν με αποχώρηση από τη χώρα, παρ’ όλα αυτά οι βαθύτατες πολιτισμικές αντιστάσεις απέναντι στην Ευρώπη υπερισχύουν. Και αυτές οι πολιτισμικές αντιστάσεις τράφηκαν από αντίρροπες διαθέσεις: μεταναστευτική φοβία, αυτοκρατορική υπεροψία, νησιωτική εσωστρέφεια και αντιελιτισμό, επιβεβαιώνοντας ότι οι ρίζες του Brexit είναι κατά βάθος πολιτισμικές και λιγότερο οικονομικές ή πολιτικές.
Η άρνηση πολλών Βρετανών για δεύτερο δημοψήφισμα μπορεί να εκλαμβάνεται από ορισμένους εξωτερικούς παρατηρητές ως βρετανική δυσκαμψία, αλλά οι ίδιοι θεωρούν τον σεβασμό του αποτελέσματος ζήτημα δημοκρατίας. Και προσθέτουν ότι και αν ακόμη σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα επικρατήσει η παραμονή στην ΕΕ, τότε θα τεθεί αμέσως αίτημα και τρίτου δημοψηφίσματος και ούτω καθεξής. Η βασικότερη όμως πτυχή του Brexit είναι ότι αποκαλύπτει μια βαθιά διχασμένη κοινωνία, με τους νέους να είναι υπέρ της παραμονής και τους ηλικιωμένους να είναι αντίθετοι.
Το δράμα της Βρετανίας δεν είναι μόνο το Brexit αλλά και το ότι δεν έχει καταλήξει αν θέλει να είναι ανοιχτή ή κλειστή κοινωνία. Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν θέλησε να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι διαρκώς μετασχηματίζεται σε χώρα μεταναστών, όπως συνέβη με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία. Στο Λονδίνο μιλιούνται σήμερα 250 γλώσσες και τούτο το καθιστά την πιο πολυγλωσσική πόλη του κόσμου, ενώ σε λίγα χρόνια υπολογίζεται ότι η πλειονότητα του πληθυσμού μεγάλων πόλεων της Βρετανίας είτε θα έχει γεννηθεί εκτός της χώρας είτε θα κατάγεται από άλλες χώρες.
Αφενός η χώρα χρειάζεται τους μετανάστες για την οικονομική της ανάπτυξη και αφετέρου τους φοβάται. Κάποιοι θα θυμούνται την περίφημη αναφορά του συντηρητικού πολιτικού Enoch Powell στους «ποταμούς αίματος», όταν τον Απρίλιο του 1968 άσκησε κριτική στη μαζική μετανάστευση από την Κοινοπολιτεία. Εκείνη η ομιλία προκάλεσε σάλο και κατέστησε τον Powell μία από τις πιο διχαστικές μορφές του βρετανικού Κοινοβουλίου. Πριν λίγους μήνες ανέκυψε το πρόβλημα με τους μετανάστες που προσκλήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Καραϊβική από το 1948 ως το 1971 για να βοηθήσουν στην οικονομική του ανάπτυξη. Αρκετοί από αυτούς, η λεγόμενη Windrush generation (από το όνομα του πλοίου που τους μετέφερε), μέχρι πρόσφατα δεν είχαν αποκτήσει καν βρετανική υπηκοότητα και μάλιστα ορισμένοι απελάθηκαν. Από τη μια η χώρα καλούσε τους μετανάστες γιατί τους χρειαζόταν για την οικονομική της πρόοδο και από την άλλη τούς στερούσε στοιχειώδη δικαιώματα.
Η Βρετανία περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχε μετανάστες ποικίλης προέλευσης από όλες τις ηπείρους. Δεν τους καλοδέχτηκε ποτέ, τους εκμεταλλεύτηκε αλλά και τους κράτησε σε απόσταση. Μόνο πρόσφατα η κυβέρνηση σχεδίαζε να ξοδέψει μερικά εκατομμύρια για να μάθουν αγγλικά οι γυναίκες ασιατικής καταγωγής, που παραμένουν αποκλεισμένες από τη βρετανική κοινωνία, αν και ζουν στη χώρα για δεκαετίες. Ο,τι όμως καθόρισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια εισέρχονται στη χώρα περίπου 300.000 μετανάστες ετησίως, με τους παλαιότερους μετανάστες να αντιστέκονται στους νέους. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η χώρα δεν αντέχει λόγω γεωγραφικού μεγέθους και περιορισμένων υποδομών να προστίθεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Πάτρα στην επικράτειά της.
Με το Brexit η Βρετανία προσπάθησε να πετύχει κάτι παράδοξο και συνάμα απατηλό: να κλείσει την πόρτα στην Ευρώπη ενώ υπόσχεται να ανοιχτεί στον υπόλοιπο κόσμο και τις διεθνείς αγορές. Οχυρώνεται στο έθνος και φλερτάρει με την παγκοσμιοποίηση. Μια χώρα ανοιχτή στην πολυπολιτισμικότητα αλλά με τους κατοίκους της να δυσκολεύονται να μάθουν ξένες γλώσσες. Και αυτή η αντιφατική στάση αποκαλύπτει μια βαθιά διχασμένη κοινωνία αλλά και ένα γενικότερο δίλημμα. Αν και θέλει να εμφανίζεται ως υπέρβαση της αντιφατικής μεταναστευτικής πολιτικής από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εντεύθεν, το Brexit αντιπροσωπεύει την κορύφωσή της, καθώς στον πυρήνα του βρίσκεται πάντα το πρόβλημα της μετανάστευσης και της ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών στην ΕΕ. Το Brexit μπορεί να φαίνεται αποφασιστική επιλογή, θα παραμείνει όμως πάντα ως δίλημμα.
Η μακρόχρονη αμφίθυμη στάση της χώρας απέναντι στη μετανάστευση κορυφώνεται τώρα με την άρνηση της Ευρώπης ως ανοιχτού και δυναμικού συνόλου. Είναι σαν να αρνείται ότι ο κόσμος μας είναι αλληλεξαρτώμενος και ότι μόνη της μια χώρα, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν μπορεί να καταφέρει πολλά. Η Βρετανία, ωστόσο, θα λείψει στην Ευρώπη όχι μόνο ως μια μεγάλη οικονομία αλλά και ως χώρα που έθετε πάντοτε τις δύσκολες ερωτήσεις σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το Brexit θα είναι ένα τεστ όχι μόνο για τη βρετανική κοινωνία αλλά και για την ΕΕ. Γιατί αν το μεταναστευτικό πρόβλημα βρίσκεται στη ρίζα του, τότε αργά ή γρήγορα θα στρέψει σε ανάλογες επιλογές και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Εντέλει το μήνυμα του Brexit είναι ότι το Μεταναστευτικό θα εξελιχθεί τα επόμενα χρόνια σε θεμελιακό πρόβλημα των δυτικών κοινωνιών αλλά και της ΕΕ.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.