Πολύς λόγος γίνεται αυτές τις ημέρες – και όχι μόνο τώρα, πάντα έτσι ήταν – για τη στελέχωση των νοσοκομείων σε επίπεδο διοικητών και αναπληρωτών διοικητών. Για πρώτη φορά αξιολόγηση των αιτήσεων των υποψηφίων, από ό,τι τουλάχιστον ενθυμούμαι, έγινε την τετραετία 2000-2004, όταν υπουργός Υγείας ήταν ο Αλέκος Παπαδόπουλος.
Θεσμικά τότε σε μια πενταμελή επιτροπή συμμετείχε ο πρόεδρος του ΚΕΣΥ, που προήδρευε της Επιτροπής, ένας καθηγητής, εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου, η γενική διευθύντρια του υπουργείου Υγείας, ένας υψηλόβαθμος δικαστικός και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Δημόσιας Διοίκησης.
Θα αναφερθώ και σε ονοματεπώνυμα: Την παραπάνω περίοδο ήμουν πρόεδρος του ΚΕΣΥ και προήδρευα της Επιτροπής. Από πλευράς Πανεπιστημίου ήταν ο καθηγητής Δημήτρης Νιάκας, που ειρήσθω εν παρόδω συμμετείχε και στην Επιτροπή Αξιολόγησης επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Γενική διευθύντρια του υπουργείου ήταν η Βασιλική Φλουρή. Τα ονόματα των υπολοίπων δύο στελεχών δεν τα έχω συγκρατήσει. Πεποίθησή μου είναι ότι η Επιτροπή λειτούργησε απολύτως αξιοκρατικά και θα το αιτιολογήσω.
Ο υπουργός μάς είχε δώσει ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές. Πρώτον: «Θέλω να λειτουργήσετε αξιοκρατικά» – σε αυστηρό (αυταρχικό ίσως) τόνο.
Δεύτερον: «Θέλω νέους ανθρώπους». Αλλά όπως φάνηκε εκ των υστέρων θα έπρεπε να προβλέπεται στην προκήρυξη.
Τρίτον: Απαραίτητα με συνέντευξη. Θα επισημαίνετε στους υποψήφιους πως θα επιβάλλουν τον περιορισμό της σπατάλης και της διαφθοράς.
Υποβλήθηκαν περί τις 1.800 αιτήσεις για 140 νομίζω θέσεις. Τα βιογραφικά τους ήταν όλα αξιόλογα; Ασφαλώς όχι. Ορισμένες μάλιστα φορές προτείναμε κάποιον γιατί δεν είχαμε κάποιον υποψήφιο με καλύτερο βιογραφικό. Σε λίγες περιπτώσεις εισηγηθήκαμε επαναπροκήρυξη. Κάτι που νομίζω πολύ σπάνια έγινε, γιατί τα νοσοκομεία ήταν χωρίς διοικήσεις. Η επιτροπή μας κατάταξη των υποψηφίων έκανε, όχι τοποθετήσεις στα νοσοκομεία. Αυτό ήταν αρμοδιότητα του υπουργού.
Μετά την αξιολόγηση οι υποψήφιοι είχαν το δικαίωμα ένστασης. Ομως πάρα πολλοί υποψήφιοι, από ό,τι τότε συζητούνταν, ήταν από τον κυβερνητικό χώρο – αυτό σημαίνει ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει διαχρονικά και στις μετέπειτα κυβερνήσεις.
Από τις 1.800 αιτήσεις υπέβαλαν πέντε ένσταση και προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια. Από τους πέντε ένας δικαιώθηκε, και ήταν μάλιστα στέλεχος του τότε κυβερνώντος κόμματος, του ΠαΣοΚ. Η ιστορία επαναλαμβάνεται όλα τα χρόνια. Το ένα δημοσίευμα διαδέχεται το άλλο. Οταν ένα κόμμα βρίσκεται στην αντιπολίτευση, κατηγορεί το κυβερνητικό, και αντίστροφα όταν αντιστραφούν οι όροι.
Οι παραπάνω διοικητές ποτέ δεν αξιολογήθηκαν.
Τελείωσε η τριετής θητεία τους και αποχώρησαν, γιατί άλλαξε και η κυβέρνηση, οπότε σιγά σιγά έπρεπε να αντικατασταθούν χωρίς να αξιολογηθούν.
Ο ένας είναι μεγάλος στην ηλικία. Ο επόμενος είναι νέος και άπειρος. Ο επόμενος είναι κουμπάρος και αν είναι ακατάλληλος επιβεβλημένη η κριτική, αν όμως είναι ικανός πρέπει να αποκλειστεί; Να αναφέρεται λοιπόν στην προκήρυξη ότι απαγορεύεται να είσαι κάποιου κομματικού στελέχους κουμπάρος… Ο μεθεπόμενος υπήρξε κάποτε υποψήφιος βουλευτής κάποιου κόμματος ή νομάρχης ή περιφερειάρχης. Αφού όμως δεν εξελέγη, γιατί ο συνυποψήφιός του μπορεί να ήταν και καταφερτζής – λέω, μπορεί να ήταν -, αμέσως χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένος και ακατάλληλος προς πάσαν εργασίαν και ας έχει πολύ καλό βιογραφικό, ας γνωρίζει και πολύ καλά το αντικείμενο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος