Το χιόνι το πρωτογνώρισα σε ζωγραφιές και φωτογραφίες. Κάτι καρτ-ποστάλ που μας έστελναν φίλοι από την Ελβετία. Απεικόνιζαν μικρά χωριουδάκια με μικρά σπιτάκια που είχαν μυτερές στέγες, γεμάτες χιόνι. Η μητέρα μου έλεγε πως τα ονόμαζαν «σαλέ» κι εγώ θυμόμουνα τα «μπατόν σαλέ» που κυκλοφορούσαν με τα ποτά όταν είχαμε κόσμο. Αργότερα έμαθα να τα διακρίνω από την προφορά.
Αυτό το χιόνι μού άρεσε: ήταν καλό και ωραίο – και υπήρχε σε πολλά από τα παραμύθια που αγαπούσα.
Το πραγματικό χιόνι όμως δεν ήταν ωραίο. Ηρθε τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής μαζί με την πείνα, το κρύο (έξω αλλά και μέσα στο σπίτι – τα δάχτυλα γεμάτα χιονίστρες) και τους ανθρώπους που πέθαιναν στα πεζοδρόμια και τους μάζευε το κάρο του δήμου.
Αυτό το χιόνι το μίσησα. Αλλωστε, αν θυμάμαι καλά (ήμουν έξι ετών), ήταν λίγο και βρώμικο, μέσα στην πόλη.
Το πραγματικό χιόνι το έζησα πολύ αργότερα για έξι ολόκληρα χρόνια, όταν πήγα να σπουδάσω στο Μόναχο. Εγραψα για αυτό:
Το Μόναχο βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και οι Αλπεις του κλείνουν τον αέρα της Μεσογείου.
Στο Μόναχο κάνει πολύ κρύο.
Εναν Φλεβάρη – νομίζω ότι ήταν του ’58 – για έναν ολόκληρο μήνα είχαμε συνεχώς θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν. Που σε ορισμένα προάστια έφθαναν και τους -20°.
Και βέβαια κάθε χειμώνα είχαμε μόνιμο χιόνι.
Στο Μόναχο γνώρισα το χιόνι στην καθημερινή του παρουσία. Και αυτή δεν ήταν καθόλου ρομαντική. Ηταν το κακό χιόνι.
Βέβαια στις Βαυαρικές Αλπεις ήταν όμορφο. Αλλά στην πόλη είναι αλλιώς τα πράγματα. Εκεί το χιόνι σπάνια μένει λευκό και εκτυφλωτικό. Σύντομα βρωμίζει – γίνεται αυτό το μείγμα χιονιού και λάσπης που οι Γερμανοί ονομάζουν matsch. Ή, αν κάνει πολύ κρύο, κρουσταλλιάζει και μετατρέπεται σε επικίνδυνο πάγο. Δεν είναι πια ούτε όμορφο.
Από εκεί και πέρα: γλιστράει, μπαίνει μέσα στα παπούτσια και βρέχει τις κάλτσες (ακόμα και τα μποτάκια δεν σε σώζανε), φράζει τις πόρτες και κλείνει τους δρόμους, απομονώνει τους ανθρώπους, τις πόλεις και τα χωριά. Κάθε μέρα φτυαρίζαμε την είσοδο. Οσοι είχαν αυτοκίνητα έπρεπε να τα ξεθάβουν. Πέντε μήνες χιόνι τον χρόνο είναι αρκετοί για να σε κάνουν να το μισήσεις.
Εκτοτε μου έχει μείνει μια αντίδραση στο χιόνι που δεν την καταλαβαίνουν οι έλληνες φίλοι. Οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν στην εποχή των καρτ-ποστάλ και τώρα, στο γκλάμουρ των χιονοδρομικών κέντρων. Για μένα το χιόνι είναι ωραίο μόνο από μακριά. Αλλιώς είναι κακό.
Ομως δεν παύει η μαγεία της γραφής να το μεταμορφώνει. Οπως στο υπέροχο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Ο έρωτας στα χιόνια». Οπου ο μόνιμα ερωτευμένος γέροντας, ο μπαρμπα-Γιαννιός, επιστρέφοντας βράδυ στο σπίτι του πιωμένος, γλιστράει και πέφτει μπροστά στο σπίτι της γειτόνισσας που γλυκοκοίταζε.
«Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Επιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος».
Και το καλό χιόνι τού έκανε την ωραιότερη κηδεία:
«K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου».