Το χωρίο της Συνθήκης της Ρώμης η οποία το 1957 έθετε ως στόχο την «ολοένα στενότερη ένωση των ευρωπαϊκών λαών» αποτελεί κομβικό παράθεμα που συχνά θεωρείται ότι συνοψίζει τη φιλοδοξία του ευρωπαϊκού οράματος. Στο υπόβαθρο της φιλοδοξίας αυτής, όπως προκύπτει από τους όρους της διατύπωσης, διαπιστώνει κανείς την προϋπόθεση της προόδου: η μεταπολεμική στιγμή, έστω και με τα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου, επέτρεπε την αισιόδοξη εκτίμηση ότι η διεύρυνση και η εμβάθυνση της συνεργασίας των εταίρων ήταν εφικτή.
Μια εποχή ευμάρειας, πρωτόγνωρης ανόδου του βιοτικού επιπέδου, υποχώρησης των ανισοτήτων και γενικότερης πολιτικής σταθερότητας θα επέτρεπε τη συγκρότηση νέων, πειραματικών εν πολλοίς θεσμών, οι οποίοι είχαν την επί της αρχής έγκριση της κοινής γνώμης και αποδείχθηκαν στην πορεία αποτελεσματικοί και αποδοτικοί. Με τη μαθηματική της έννοια, όμως, η «πρόοδος» ταυτίζεται με μια διαδοχή κανονικών σταδίων και η πολιτική και οικονομική κανονικότητα πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τείνει τις τελευταίες δεκαετίες να εκλείψει.
Η κρίση χρέους υπέσκαψε τις βεβαιότητες που είχαν διαμορφωθεί ως τότε, ήταν όμως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 εκείνη η οποία μετέβαλε καθοριστικά το γεωπολιτικό τοπίο. Στο ήδη διαταραγμένο διεθνές περιβάλλον η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και η ανάφλεξη της Μέσης Ανατολής που ακολούθησε τον Οκτώβριο του 2023 έχουν δυσανάλογες συνέπειες τόσο για τη διεθνή θέση όσο και για την πολιτική, οικονομική και ενεργειακή πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα μεταξύ δύο πολέμων οι οποίοι θα μπορούσαν δυνητικά, σε βάθος χρόνου, να επανακαθορίσουν τις παγκόσμιες ισορροπίες. Μπορεί να διαμορφωθεί συνολική, ολοκληρωμένη πρόταση έναντι των εξελίξεων αυτών ή η στάση της θα παραμείνει στο επίπεδο των μεμονωμένων πρωτοβουλιών;
Πίσω από την πρόκληση της ασφάλειας υπάρχει επίσης ένα ζήτημα ευρύτερης στρατηγικής. Εξυπηρετείται η ΕΕ στο φόντο των σημερινών εξελίξεων από την εκ νέου αναζήτηση της διεύρυνσής της ή επιβάλλεται η επιδίωξη της αύξησης της συνοχής της;
Με ποιον τρόπο (και με ποια περιθώρια δράσης) μπορεί να ελιχθεί η Ελλάδα σε ένα τέτοιο τοπίο έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί και τις περιπλοκές που προκαλεί η δραστηριότητα της Τουρκίας τόσο ως παράγοντα της «Δύσης» όσο και παίκτη ο οποίος διατηρεί ερείσματα εκτός της;
Και, κυρίως, ίσως, με ποιους όρους που θα διασφαλίζουν την ευρωπαϊκή ευημερία θα μπορούσαν να επιτευχθούν όλα αυτά;