Η χώρα εδώ και αρκετό καιρό έπαψε να προετοιμάζει το μέλλον της. Αντίθετα, θα περίμενε κανείς να είχε διαπεράσει την ελληνική κοινωνία ένα ισχυρό αίσθημα αγωνίας και φόβου για το μέλλον της. Η αίσθηση του ατομικού κινδύνου που κυριαρχεί να μετατραπεί σε νέα εθνική ορμή και νέα αίσθηση συλλογικού κινδύνου. Να αναπτύξει αντισώματα, μεγάλες αυτοπειθαρχίες και συστρατεύσεις για τους επαπειλούμενους κινδύνους. Να είχαν κινητοποιηθεί νέες δυνάμεις (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές κ.λπ.) και να είχαν συνενωθεί κάτω από την ισχυρή ιδέα μιας νέας και πολυεπίπεδης ανασυγκρότησης της χώρας για να αντέξει τους διεθνείς ανταγωνισμούς ώστε να δημιουργηθεί η προοπτική μιας νέας ευημερίας για τις νεότερες γενιές, τις οποίες τόσο αδίκησαν οι παλαιότερες μετακυλώντας σε αυτές τα ημαρτημένα τους.
Η χώρα έχει ανάγκη τώρα, πέρα από εποπτείες και έξωθεν προγράμματα και υποκριτικούς ρητορικούς θαυμασμούς από ευρωπαίους πολιτικούς και τεχνοκράτες καριερίστες, να συγκροτήσει άμεσα μια δική της στρατηγική βάθους, την οποία πρέπει να την εγγυάται με ορισμένες αρχές, οι οποίες πρέπει να τηρούνται απαραιτήτως:
α) Η χώρα να αποκτήσει εθνικό προσανατολισμό. Αρκετά τυραννιέται χρόνια τώρα με τη διαμάχη αφενός των δυνάμεων της «καθ’ ημάς εσωστρέφειας» και αφετέρου με τις δυνάμεις εκείνες που πιστεύουν στη λειτουργία της ως σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
β) Η επόμενη δεκαετία 2020-2030 θα απαιτήσει μια «νέα συμφωνία της ελληνικής κοινωνίας» κυρίως με τον εαυτό της για έναν καθολικό επανακαθορισμό όλων των λειτουργιών της χώρας (οικονομικών, εκπαιδευτικών, κοινωνικών, διοικητικών και εν γένει θεσμικών). Το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας θα είναι οι εκτεταμένες, συνδυαστικές, πειθαρχημένες, καθολικές και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις σε όλο το φάσμα των κρατικών λειτουργιών της.
Η επιδίωξη αυτή όμως προϋποθέτει τον δικό της διαφωτισμό προκειμένου να διασφαλιστούν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες και να γίνει αποδεκτός ένας καινούργιος μεταρρυθμιστικός δρόμος στη χώρα.
Οι πάντα μειοψηφικές πρωτοπόρες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις (και δεν εννοώ αναγκαίως το σημερινό πολιτικό προσωπικό, πλην εξαιρέσεων) δεν μπορούν να πείσουν ένα μεγάλο μέρος ακόμη της ελληνικής κοινωνίας ότι δεν μπορεί άλλο να βιοπορίζεται μόνο δανειζόμενο.
Εθνική συναίνεση
Η χώρα μας πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένο προορισμό και πλεύση. Οφείλουμε ως λαός να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και, κυρίως, πώς να το κάνουμε. Αυτό απαιτεί ένα μεγάλο εθνικό consensus, μια μεγάλη εθνική συναίνεση. Ο ιστορικός λαϊκισμός δεν έχει παράξει ποτέ consensus παρά μόνο εξουσιασμό, υποκρισίες και εθνικές περιπέτειες. Η λαϊκίστικη φύση και ο χαρακτήρας των σημερινών πολιτικών δυνάμεων φοβούμαι ότι δεν μπορεί να επιτύχουν και κυρίως να διατηρήσουν θετικά για τη χώρα ένα αντίστοιχο consensus.
Θα ζήσουμε πολλά χρόνια υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο και ας λέει άλλα ο ελληνοευρωπαϊκός ρητορικός μύθος. Δεν πρέπει η χώρα να αφεθεί να σέρνεται και ο λαός να βαυκαλίζεται με αυταπάτες και ψεύδη που καλλιεργούνται καθημερινά και από παντού. Οι περιστάσεις απαιτούν ένα άλλο πνεύμα διακυβέρνησης. Αλλο πράγμα είναι η χώρα να έχει κυβέρνηση και άλλο να εξασφαλίζει κυβερνησιμότητα. Κυβερνησιμότητα δεν είναι ο σχηματισμός κυβερνητικών πλειοψηφιών για πρόσκαιρη και συχνά ιδιοτελή άσκηση εξουσίας. Κυβερνησιμότητα σημαίνει κυρίως πειθαρχημένη προσπάθεια της κοινωνίας και πίστη σε έναν σκοπό. Αυτό όμως απαιτεί ηγεσίες που εμπνέουν τον λαό, όχι σωτήρες, και δημαγωγούς που χειρίζονται τον λαό. Ηγεσίες που τις εμπιστεύονται. Αν αυτό δεν υπάρχει, έρχεται η έξωθεν επιβολή, η οποία είναι καταδικασμένη είτε να υπονομεύεται από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων είτε να λειτουργεί προς χάρη των δικών της συμφερόντων.
Σχέδιο αναγέννησης
Δεν μπορεί η χώρα να πάει πουθενά με κυβερνήσεις που λειτουργούν ως ουδέτεροι παρατηρητές. Πρέπει οι ίδιοι εμείς ως χώρα να συγκροτήσουμε το δικό μας ολοκληρωμένο σχέδιο για έξοδο από την κρίση, το οποίο μπορούμε να το ονομάσουμε Πρόγραμμα 2030. Δεν θα είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από ένα θαρραλέο και ριζοσπαστικό «δεκαετές πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης». Στην ουσία δηλαδή ένα σχέδιο αναγέννησης που θα οδηγήσει τη χώρα συντεταγμένα, πειθαρχημένα και χρονοστοχευμένα στην πραγματική έξοδο από την κρίση. Από την αποξηραμένη σήμερα οικονομία μας σε μια οικονομία παραγωγική και βιώσιμη, ένα σχέδιο που θα εκφράζει τον συλλογικό καημό του λαού μας πέρα από τα συνήθη παίγνια του συστήματος, ένα σχέδιο με την έννοια του «ανοικτού βιβλίου» ώστε να μπορεί να επιτευχθεί εθνική συμφωνία με βάση το πρόγραμμα αυτό των αποφάσεων και δράσεων που θα υπερβαίνει κόμματα και εκλογικές περιόδους. Θα ενσωματώνει βεβαίως τα μέτρα για τα οποία έχουμε δεσμευθεί, αλλά θα κινείται και πέραν αυτών και σε όλα τα πεδία της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Οχι γιατί μας το επιβάλλουν κάποιοι αλλά γιατί θέλουμε εμείς να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε.
Η χώρα έχει σημαντικό έλλειμμα οικονομικής και πολιτικής αξιοπιστίας. Θα πρέπει να δίνει το πρόγραμμα αυτό έμφαση όχι μόνο στην οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά και, κυρίως, στην αναθέσμισή της. Κανένα σχέδιο, κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να αποδώσει μέσα στη σημερινή αποθεσμοποιημένη χώρα μας, όπου πολύ κρίσιμοι θεσμοί με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκαν σε κακοήθη μορφώματα παραθεσμών. Μόνο με αυτή την προϋπόθεση μπορεί να επιτευχθεί εθνικό consensus. Μόνο έτσι μπορούν να ληφθούν αποφάσεις εθνικών διαστάσεων. Μόνο έτσι θα έχουμε κατακτήσει την εθνική αυτογνωσία που είναι προϋπόθεση των πάντων. Μόνο έτσι δεν θα κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με ψευτοσυναινέσεις, ημίμετρα και αλυσιτελείς μεταρρυθμίσεις. Μόνο έτσι μπορούν να διασφαλιστούν κοινωνικές συμμαχίες και ισχυρές πολιτικές νομιμοποιήσεις.
Κεφάλαιο αξιοπιστίας
Αυτή τη στιγμή πλέουμε χωρίς πυξίδα. Η συγχυσμένη ελληνική κοινωνία εμφανίζει σημάδια διαλυτικού φυγοκεντρισμού. Το ριζοσπαστικό πνεύμα και το περιεχόμενο αυτής της εθνικής συμφωνίας που θα προκύπτει και θα επιβάλλεται από το «Δεκαετές Πρόγραμμα 2030» θα είναι αυτό το οποίο θα πρέπει να καθοδηγεί εφεξής τη χώρα και μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να κοιτάξουμε στα ίσα το διεθνές σύστημα για να επανασχεδιάσει αποτελεσματικά τη στήριξη της Ελλάδας. Μόνο έτσι θα σωρευτεί κεφάλαιο αξιοπιστίας στη χώρα.
Διαβάζοντας αυτό το άρθρο, ίσως να γίνονται από τους αναγνώστες, απόλυτα δικαιολογημένα, οι σκέψεις ότι δεν απέφυγα και εγώ τον λόγο του ευσεβούς πόθου και ίσως και της ουτοπίας μακριά από τον ρεαλισμό και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Κανένα σχέδιο ανάπτυξης δεν πρόκειται να προσφέρει σημαντικά πράγματα αν δεν τελεί κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:
1. Διαρκής, αταλάντευτος, ισχυρός πολιτικός βολονταρισμός για την πειθαρχημένη και συντεταγμένη εφαρμογή του προγράμματος. Φοβούμαι όμως ότι οι υποστηρικτές αυτής της αντίληψης αποτελούν ακόμη μια οριζόντια μειοψηφία στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας. Πηγαίνοντας στις κάλπες, οι Ελληνες ας το έχουν αυτό κατά νου.
2. Το Πρόγραμμα αυτό για να λειτουργήσει δεν πρέπει να είναι ένας κατάλογος ευχών και επιθυμιών. Για να εφαρμοστεί θα πρέπει να υιοθετηθεί και ως επιχειρησιακό πρόγραμμα διαρθρωμένο σε υποπρογράμματα, τα οποία θα αντιστοιχούν σε κάθε μέτρο ή/και δράση ή/και μεταρρύθμιση που περιέχεται σε αυτό. Να λέγει δηλαδή όχι μόνο τι θέλουμε αλλά και το πώς θα γίνουν αυτά, διαφορετικά θα αποτύχει εξαρχής.
Η προσαρμογή και ο διαρκής εκσυγχρονισμός απαιτούν πολιτικούς διαχειριστές άλλου τύπου. Αλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι. Θέλει δημόσιους λειτουργούς με ενσωματωμένη σύγχρονη κουλτούρα τεχνικά καταρτισμένους, πολιτικά και κοινωνικά επαρκείς: Η εποχή ζητάει δημόσια πρόσωπα με πρωτοτυπία σκέψης, τα οποία θα διαθέτουν το δώρημα της φαντασίας και της τόλμης. Η χώρα θέλει πολιτικούς οδηγητές που αντιλαμβάνονται την εποχή τους και έχουν τη θέληση να εφαρμόσουν το Πρόγραμμα. Ενα Πρόγραμμα όμως που ούτε θα προηγείται ούτε θα έπεται της πραγματικότητας, αλλά θα βρίσκεται εντός της και θα εμπνέεται από ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο.
Ο καιρός των μύθων τελείωσε. Μόνο η αλήθεια, η συστηματική και σκληρή δουλειά και η αποφασιστική δράση θα μας απελευθερώσουν και θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο.
Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός.