Η ακύρωση της μεταπολεμικής συνθήκης
Ιδωμένο από τη σκοπιά της ελληνικής ιστορίας, το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) το οποίο ρύθμισε τα ευρωπαϊκά πράγματα στο τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων εκπροσωπεί την παλινόρθωση. Οχι μόνο σε πολιτειακό επίπεδο, αναιρώντας το δημοκρατικό πολίτευμα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και σε πολιτικό, επικυρώνοντας την επάνοδο του συντηρητισμού έναντι του φιλελευθερισμού και του συνταγματισμού που είχε εκθρέψει το πνεύμα του 1789.
Από την οπτική γωνία του επερχόμενου 1821 τα χρόνια που έπονται του Βατερλό είναι η εποχή της Ιεράς Συμμαχίας – της άγρυπνης παρακολούθησης των επαναστατικών κινημάτων και της ταχείας καταστολής τους προτού απειλήσουν την ειρήνη της ηπείρου και τη σταθερότητα των καθεστώτων της. Εκτός, όμως, από την εχθρική προς την εθνική ιδέα ή τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις στάση του, το Συνέδριο της Βιέννης σε ένα άλλο επίπεδο σηματοδοτεί μια τομή με το παρελθόν: αποτελεί την πρώτη απόπειρα διεθνούς συνεννόησης προκειμένου να αποφευχθεί η επιδίωξη της κυριαρχίας μίας και μόνης ηγεμονικής δύναμης.
Αντί της «παγκόσμιας μοναρχίας» του Φιλίππου Β’ της Ισπανίας ή των διπλωματικών και στρατιωτικών κινήσεων του Λουδοβίκου ΙΔ’ για την εξάπλωση της γαλλικής ισχύος, η «Ευρωπαϊκή Συμφωνία» πρόβαλλε την αρχή της ισορροπίας δυνάμεων, τη διευθέτηση των διαφορών στη βάση ενός συνόλου κανόνων. Κανόνων που οπωσδήποτε ορίζονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις με γνώμονα το συμφέρον τους, απέκλιναν ωστόσο σταδιακά από την απροκάλυπτη εφαρμογή του δικαίου του ισχυροτέρου.
Επειτα από τις καταστροφικές συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα το παράδειγμα της διεθνούς συνεννόησης έφτασε στο απόγειό του, αρχικά με την αλυσιτελή Κοινωνία των Εθνών, στη συνέχεια με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Το μεταπολεμικό τοπίο δεν περιορίστηκε στον ΟΗΕ, ο οποίος συγκροτήθηκε με την επίνευση των νικητριών Ηνωμένων Πολιτειών ως στοιχείο ελέγχου των φθινουσών ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και αντίβαρο στη δική τους ισχυρή εσωτερική μερίδα των απομονωτιστών, επεκτάθηκε σε πλήθος διασυνδεδεμένων θεσμών που συγκρότησαν ένα πολύπλοκο σύστημα. Το γεγονός ότι μετά το 1945 οι όποιοι πόλεμοι μεταξύ των υπερδυνάμεων υπήρξαν ψυχροί οφείλεται ως έναν βαθμό και σε αυτή την εξέλιξη.
Ο ρωσικός αναθεωρητισμός του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι μια σαφέστατη ρήξη με τη μεταπολεμική συνθήκη επειδή αποτελεί ένοπλη αμφισβήτησή της. Αλλά το νεφελώδες όραμα μιας συναλλακτικής πολιτικής διμερών συμφωνιών, διπλωματικών εκβιασμών, τιμωρητικών δεσμών, εδαφικών επιδιώξεων και μονομερών ενεργειών που εισάγει η κυβέρνηση Τραμπ αποτελεί πολύ πιο επικίνδυνη μεταβολή. Γιατί προέρχεται από τη χώρα που πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση του σύγχρονου διεθνούς συστήματος και γιατί μιλά τη γλώσσα και επικαλείται το δίκαιο της πυγμής.
Η μεγιστοποίηση του συμφέροντος
Του Πέτρου Λιάκουρα

Τα πρώτα πεπραγμένα της διακυβέρνησης Τραμπ πριν καν κλείσει 100 ημέρες σήμαναν συναγερμό στη διεθνή κοινότητα, και αυτό γιατί οι κινήσεις του υπονομεύουν όχι μόνο τα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και των θεμελιωδών αρχών και κανόνων του διεθνούς συστήματος. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει δώσει ήδη τα πρώτα δείγματα ριζικών αλλαγών που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ, τόσο με τη γραφειοκρατία και το βαθύ κράτος όσο και με αξίες και προσανατολισμούς στην εξωτερική πολιτική. Στο εσωτερικό της χώρας του εξήγγειλε μια σειρά αλλαγών προκειμένου να υπάρχει έλεγχος, αρχής γενομένης με την αναθεώρηση απόκτησης ιθαγένειας διά της γεννήσεως.
Η δεύτερη θητεία Τραμπ συνοδεύεται από αλλαγές ή και ανατροπές σε αντιλήψεις, κοσμοθεωρία και αναθεώρηση διεθνών σχέσεων, σε διμερή και πολυμερή διπλωματία. Αυτό που μέχρι τώρα χαρακτήριζε τις ΗΠΑ, να πρωτοστατούν σε φιλελεύθερους διεθνείς θεσμούς για ένα ειρηνικό περιβάλλον, μια πραγματικότητα δηλαδή που εμπεδώθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο, με τη δημοκρατία σημαία έναντι των λοιπών καθεστώτων, φαίνεται πως μπορεί να είναι παρελθόν. Παράδειγμα, ο ΟΗΕ, που ήταν το προπύργιο των επιτευγμάτων δημιουργίας κανόνων και συνθηκών ειρήνης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ αλλάζει το σκηνικό. Ακολουθεί έναν ιδιότυπο απομονωτισμό. Αναπτύσσει τον προστατευτισμό που ευνοεί τα σχέδιά του. Παλινδρομεί με πολυδιαφημισμένες αποφάσεις, όπως η επιβολή δασμών. Οδηγός του είναι η μεγιστοποίηση του εθνικού συμφέροντος, ως αποτύπωση μιας σταθερά επαναλαμβανόμενης δήλωσης: «Make America Great Again». Δεν ακολουθεί τους παλαιούς κανόνες, θέλει να διαμορφώσει νέους που να εξυπηρετούν τις ΗΠΑ και αναβιώνει το δόγμα Μονρόε επικαιροποιημένο.
Εχει μια business like προσέγγιση, ασκώντας εξωτερική πολιτική με συναλλακτική αντίληψη. Στη νέα του στρατηγική αντιμετωπίζει εχθρικά την Ευρώπη διαρρηγνύοντας τους ευρωατλαντικούς δεσμούς. Την εξωθεί να αναλάβει την άμυνά της, υποχρεώνοντάς τη να χειραφετηθεί και να επαναπροσδιορίσει τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον. Πολύ περισσότερο που ο Τραμπ αναγγέλλει ότι δεν θα συνδράμει αμυντικά τις χώρες της συμμαχίας σε περίπτωση επιθέσεων εναντίον τους. Δήλωση με ιδιαίτερη βαρύτητα, ειδικά για την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ που ναι μεν αφήνει ευχέρεια ενεργοποίησης της ρήτρας συνδρομής, αλλά ουδέποτε πρόεδρος των ΗΠΑ προέβη σε τέτοια δήλωση ρήξης με την Ευρώπη.
Την ίδια αμηχανία προκάλεσαν οι αναθεωρητικές προθέσεις του: α) Η επιθυμία να προσαρτήσει τον Καναδά, ως 51η Πολιτεία, αποκαλώντας τον πρωθυπουργό του «κυβερνήτη». Περιφρονεί την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και το δικαίωμα να αποφασίζουν μόνοι οι Καναδοί το πολιτικό μέλλον τους. β) Επιβάλλει ο Κόλπος του Μεξικού να αποκαλείται εφεξής «κόλπος Αμερικής». γ) Διεκδικεί εκ νέου τη διοίκηση και τον έλεγχο της διώρυγας του Παναμά από τους Κινέζους.
δ) Ως κρεσέντο του αναθεωρητισμού του, μίλησε για αγορά και εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών της Γροιλανδίας. Περιοχής που ανήκει στη Δανία με καθεστώς αυτονομίας, και που εσχάτως ο μικρός σε αριθμό γηγενής πληθυσμός εκδηλώνει την πρόθεσή του να γίνει ανεξάρτητο κράτος και να απορρίψει σε πνεύμα αυτοδιάθεσης την πρόταση Τραμπ. Ο οποίος ακολουθεί συναλλακτική αντίληψη αδιαφορώντας για το ότι τα κυρίαρχα εδάφη ακολουθούν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Δεν νοείται αγορά εδάφους μετά την εμπέδωση της αρχής της κρατικής κυριαρχίας. ε) Ο αμερικανός πρόεδρος, μέσα από τις κινήσεις αυτές που αφορούν Καναδά και Γροιλανδία, προσβλέπει στον Αρκτικό Ωκεανό.
Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ ακολουθούν ένα νέο δόγμα που περιφρονεί αρχές που διατήρησαν την κανονικότητα στη διεθνή πολιτική, την οικονομία, τη συλλογική ασφάλεια. Στο όνομα της ειρήνης επιδιώκουν να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία επαναπροσεγγίζοντας τη Ρωσία για να συμμαχήσουν κατά της Κίνας, ενώ ταπεινώνεται ο Ζελένσκι σε ζωντανή μετάδοση. Οι ΗΠΑ μεσολαβούν με τη Ρωσία ως «honest broker» (έντιμος διαμεσολαβητής).
Και ναι μεν η εκεχειρία θα είναι το πρώτο βήμα, όμως οι όροι συνθήκης ειρήνης θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Θεωρείται αυτονόητο για τη Ρωσία ότι δεν θα συνομολογήσει, εάν δεν αναγνωρισθούν τα εδάφη που έχει καταλάβει. Θα θέσει όρο τη μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και πιθανόν αλλαγή της κυβέρνησης με μια φίλα προσκείμενη στο Κρεμλίνο.
Εν κατακλείδι, ο Τραμπ ακολούθησε χειριστική (manipulative) μέθοδο στην τακτική του καρότου και του μαστιγίου για να φέρει άμεσο αποτέλεσμα. Το δίλημμα στον Ζελένσκι ήταν «ή αγοράζεις τη συμφωνία που σου επιβάλλουμε ή συνεχίζεις τον πόλεμο χωρίς εμάς και θα καταστραφείς (take it or leave it)». Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες επιβαλλόμενες συμφωνίες, πάντα συνοδεύονται από συνθήκη εγγύησης, την οποία ο Τραμπ πιθανότατα θα αναθέσει στους Ευρωπαίους. Οι ΗΠΑ θα έχουν ιδιότυπη παρουσία, θα εκμεταλλευτούν τα σπάνια μέταλλα ως «εξόφληση δανείου» των δισεκατομμυρίων για την αμυντική συνδρομή της Ουκρανίας.
Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Ο Θουκυδίδης για τον Τραμπ
Του Βασίλη Κάλφα

Παρακολουθώντας ζωντανά τη συνομιλία Τραμπ και Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο κάποιοι έφεραν στον νου τους τον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων που παραθέτει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο συνειρμός δεν είναι αδικαιολόγητος, αφού υπάρχουν αρκετά στοιχεία συνάφειας. Προηγείται ωστόσο μια σημαντική διαφορά. Η συνομιλία του Ζελένσκι με τους Τραμπ και Βανς συνέβη όντως, όπως την είδαμε με τα μάτια μας και την ακούσαμε με τα αφτιά μας, ενώ ο διάλογος των (ανώνυμων) Αθηναίων και Μηλίων δεν έγινε ποτέ – στον Θουκυδίδη αρκεί ότι θα μπορούσε να είχε γίνει με έναν τέτοιον τρόπο. Μπροστά στον στυγνό ρεαλισμό της σημερινής εποχής των εικόνων ακόμη και το πιο τρομακτικό αφήγημα που μας κληρονόμησε η αρχαία γραμματεία μοιάζει σχετικά ανώδυνο. Ισως γιατί ο Θουκυδίδης δεν φωτογραφίζει τις καταστάσεις, αλλά τις εξιδανικεύει.
Ας υποθέσουμε ότι ο Θουκυδίδης έχει αναλάβει να εξιστορήσει τη σημερινή εμπόλεμη διεθνή συγκυρία και έχει επιλέξει να συμπεριλάβει στην Ιστορία του το επεισόδιο Τραμπ – Ζελένσκι. Σίγουρα θα είχε απαλείψει τη χυδαιότητα, που όλοι είδαμε να χαρακτηρίζει τον Τραμπ, και θα προσέδιδε συνοχή στα επιχειρήματά του. Eτσι θα μπορούσε να τον εμφανίσει να απαιτεί, όπως οι αλλοτινοί Αθηναίοι, να αφήσουν κατά μέρος τα «ωραία λόγια» περί δικαιοσύνης και τις «μακρόσυρτες αγορεύσεις που δεν πείθουν κανέναν», αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι «μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο μόνο εφόσον υπάρχει ίση ισχύς ανάμεσα σε αντιμαχόμενους και ότι οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν» (Ε. 89).
Και ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, όπως οι Μήλιοι, δεν θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί ότι τη βάση της συζήτησης την ορίζουν οι ισχυροί «παραμερίζοντας το δίκαιον χάριν του συμφέροντος» και να ζητά τουλάχιστον από την πλευρά του αδύναμου να θεωρούνται δίκαια τὰ εὶκότα, δηλαδή τα πειστικά επιχειρήματα που τονίζουν τις συνέπειες μιας απόφασης για νικητές και ηττημένους (Ε. 90). Αν καταρρεύσει δηλαδή η Ουκρανία, πού θα σταματήσει ο Πούτιν και ποια θα είναι η τύχη της Ευρώπης και της Δύσης στο μέλλον;
Ο Θουκυδίδης θα δυσκολευόταν ωστόσο να αποδεχτεί την εμμονή του Τραμπ στο κέρδος, τη σημασία που αποκτούν στη διαπραγμάτευση οι σπάνιες γαίες της Ουκρανίας. Ο πλούτος, συνεκτικό στοιχείο στο σύστημα εξουσίας του Τραμπ, δεν απέκτησε ποτέ υψηλό κύρος στην κλασική Αθήνα. Η ανθρώπινη φύση για τον Θουκυδίδη ισορροπεί ασταθώς ανάμεσα στην επιδίωξη της τιμής και του συμφέροντος και στο (αντίπαλο) δέος, στον φόβο δηλαδή που προκαλεί ο αντίπαλος (Α. 75, 76). Και η καταστροφή παραμονεύει ανά πάσα στιγμή, όπως το διαπίστωσαν οι Αθηναίοι. Στην περίπτωση του Τραμπ η πρωτοκαθεδρία του συμφέροντος είναι οφθαλμοφανής. Το αντίπαλο δέος είναι γι’ αυτόν η Κίνα, οπότε η Ρωσία δεν τρομάζει. Oσο για την τιμή, τη θέση της την έχει πλέον πάρει το κέρδος – «κτῆμα ἐς ἀεί» ήθελε το έργο του ο Θουκυδίδης, αλλά δεν μπορούσε να προβλέψει και την πλήρη κυριαρχία του καπιταλισμού.
Στον Θουκυδίδη υπάρχει ένα πρόσωπο που θυμίζει τον Τραμπ. Ο Κλέων είναι για μια σύντομη χρονική περίοδο ο ισχυρός άνδρας της δημοκρατικής Αθήνας, έχοντας εκμεταλλευτεί τη συγκυριακή του νίκη επί των Σπαρτιατών στη Σφακτηρία. Παρά το γεγονός ότι είναι από τα λίγα πρόσωπα για τα οποία ο Θουκυδίδης δεν κρύβει την αντιπάθειά του, δεν διστάζει να του αποδώσει μια εντυπωσιακή δημηγορία όπου υποστηρίζει ότι το συμφέρον της Αθήνας επιβάλλει τον ολοκληρωτικό αφανισμό της μεγάλης και σημαντικής πόλης της Μυτιλήνης μετά την αποστασία της.
Ο Κλέων κατακρίνει την ευπείθεια των Αθηναίων στους ρήτορες και τους σοφιστές (Γ. 38, δηλαδή στους φιλελεύθερους διανοούμενους της εποχής), υπενθυμίζει στους δημοκράτες Αθηναίους ότι η εξουσία τους ισοδυναμεί με τυραννίδα (Γ. 37) και τους ζητά να μην επιτρέψουν στη δημοκρατία να υποπέσει στα τρία, αντίθετα με τα συμφέροντά της, ολέθρια σφάλματα: στον οἶκτον, στην ἡδονὴν τῶν λόγων και στην ἐπιείκιαν (Γ. 40). Ο λόγος του θα μπορούσε να είχε εκφωνηθεί από τον Τραμπ.
Το 411 π.Χ., εν μέσω πολέμου, ένα ολιγαρχικό πραξικόπημα ανατρέπει προσωρινά την αθηναϊκή δημοκρατία. Ο Θουκυδίδης, που δεν μπορεί να θεωρηθεί φίλος της δημοκρατίας, έχει κάποια καλά λόγια να πει για τους στασιαστές, αλλά ταυτοχρόνως αποφαίνεται ότι οι ολιγαρχικοί της Αθήνας είναι τόσο μολυσμένοι από το πανίσχυρο μικρόβιο της δημοκρατίας, ώστε και να επικρατήσουν προς στιγμή, αργά η γρήγορα θα καταρρεύσουν από εσωτερικές έριδες (Θ. 89). Εκπληκτική παρατήρηση!
Η δημοκρατία ήταν μια αθεράπευτη ασθένεια για όσους είχαν μεγαλώσει μέσα σ’ αυτήν και είχαν γαλουχηθεί με τις αξίες της, οπότε ούτε η ολιγαρχία ούτε η τυραννία είχαν καμία τύχη στην Αθήνα. Είναι η μόνη εύλογη εξήγηση που έχω διαβάσει, σε αρχαίους και συγχρόνους, για την ανθεκτικότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας επί δύο ολόκληρους αιώνες. Δίνει όμως και κάποια ελπίδα σε εμάς σήμερα. Η δημοκρατία της Αμερικής είναι πράγματι η πιο ανθεκτική σύγχρονη δημοκρατία, έχει κι αυτή βάθος και αδιάλειπτη συνέχεια για 250 χρόνια. Απομένει να αποδειχτεί αν μπορεί να λειτουργήσει ως «αθεράπευτη ασθένεια», όπως η αθηναϊκή δημοκρατία.
Ο κ. Βασίλης Κάλφας είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ.
Το δίκαιο ποιας ισχύος;
Της Ιωάννας Λαλιώτου
Η πρόσφατη προβολή σε παγκόσμια τηλεοπτική αναμετάδοση του διαλόγου μεταξύ πολιτικών αρχηγών ΗΠΑ και Ουκρανίας μάς έφερε νοερά πίσω στα μαθητικά θρανία, όταν διαβάζαμε τον Θουκυδίδη να περιγράφει τον διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων. Πρόκειται για έναν διάλογο που παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και αφορά βέβαια τον ρόλο της ισχύος στη διευθέτηση των διακρατικών σχέσεων.
Το «δίκαιο της ισχύος», όπως συχνά αναφέρεται, επιτάσσει ότι η επίκληση της έννοιας του δικαίου – όπως αυτή ορίζεται κάθε φορά πολιτικά και πολιτισμικά – αφορά διαπραγματεύσεις αποκλειστικά μεταξύ ισότιμων μελών. Αντίθετα, η διαπραγμάτευση μεταξύ μελών άνισης ισχύος ορίζεται εν τέλει από το δίκαιο της ισχύος: οι δυνατοί κάνουν αυτό που μπορούν και οι αδύναμοι υφίστανται αυτό που πρέπει.
Το περίφημο δόγμα του δικαίου της ισχύος μάλιστα πολύ συχνά ταυτίζεται στις διεθνείς σχέσεις – αλλά και στη θεώρηση των κοινωνικών ζυμώσεων σε εθνικό επίπεδο – με την έννοια του πολιτικού ρεαλισμού, αντλώντας μάλιστα τη νομιμοποίησή του από την ιδέα ότι αποτελεί τάχα ένα είδος εφαρμογής του φυσικού νόμου στην πολιτική. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα στη φυσική τους κατάσταση οι σχέσεις μεταξύ των έμβιων όντων δεν είναι αποτέλεσμα συμφωνιών και διαπραγμάτευσης, ούτε ακολουθούν κάποια ηθική έννοια δικαιοσύνης.
Αντίθετα, ο φυσικός νόμος επιβάλλει ότι ο ισχυρότερος επιβάλλεται, κυριαρχεί ή και εξολοθρεύει τον λιγότερο ισχυρό: «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» και αυτό είναι η φυσική κατάσταση των πραγμάτων. Είναι όμως;
Οχι ακριβώς. Η φυσικοποίηση ως μέσο νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών βασίζεται στην ιδέα πως ο φυσικός νόμος είναι κάπως αυταπόδεικτα ο σωστότερος και πως κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης είναι απλώς μια πολιτισμική παρεκτροπή – ένας εκφυλισμός – της «φυσικής τάξης πραγμάτων». Το επιχείρημα είναι σαφώς σαθρό μεταξύ άλλων και γιατί σαφώς δεν υπάρχει ένας και διακριτός «φυσικός νόμος», ούτε βέβαια μια παγιωμένη και σταθερή στους αιώνες «φυσική τάξη πραγμάτων».
Αυτό που ο ανθρώπινος πολιτισμός ονομάζει «φύση» είναι έτσι και αλλιώς σε διαρκή διαδικασία μετασχηματισμού και ως προς τον ορισμό του, αλλά και ως προς τις ανεξάρτητες από τον άνθρωπο διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη βιόσφαιρα.
Σε τι όμως συνίσταται τελικά η ισχύς τόσο στη φύση όσο και στην παγκόσμια πολιτική; Ποια είναι τα κριτήρια της ισχύος στη βιόσφαιρα; Είναι ένας λύκος ισχυρότερος από ένα μικρόβιο; Και τι σημαίνει ισχύς στο σύγχρονο τεχνοπολιτισμικό περιβάλλον; Η πρόσφατη πανδημία, για παράδειγμα, ανέδειξε την πολυπλοκότητα της έννοιας της ισχύος, όταν ένας «μικρός» ιός αναπροσδιόρισε σε σύντομο χρονικό διάστημα τους κανόνες της καθημερινής ζωής και της οικονομίας για το σύνολο του πλανήτη.
Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς παραμετροποιείται σε κάθε διαφορετικό ιστορικό και πολιτικό συμφραζόμενο η ίδια η ισχύς. Για παράδειγμα, ο 20ός αιώνας δικαίως ονομάστηκε σχηματικά ως ο «αμερικανικός αιώνας». Η ονομασία συμπυκνώνει τις ποικίλες διαδικασίες μέσα από τις οποίες συναρθρώθηκε η ηγεμονία των ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο.
Πώς ορίζονται όμως οι συναρθρώσεις της ηγεμονίας; Συνήθως, πολυεπίπεδα. Η στρατιωτικο-οικονομική υπεροχή αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη της ηγεμονίας. Αυτό όμως που μας έδειξε ο αμερικανικός αιώνας είναι ότι η ηγεμονία εμπεδώνεται ταυτόχρονα και σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Η αμερικανική ηγεμονία αναπτύχθηκε ριζωματικά στον χώρο της τέχνης, της διανόησης, της επιστήμης, της διπλωματίας, της δημοκρατίας και των θεσμών.
Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε τον αμερικανικό 20ό αιώνα χωρίς την ηγεμόνευση του πολιτισμού των καθημερινών πρακτικών και τη σμίλευση του φαντασιακού της καθημερινής ζωής για εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά το «αμερικανικό όνειρο» δεν κατοίκησε το φαντασιακό αποκλειστικά των κατοίκων και των πολιτών των ΗΠΑ.
Αντίθετα, εξαπλώθηκε ηγεμονικά σε πλανητικό επίπεδο. Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη, ονειρευτήκαμε «αμερικάνικα» μέσω του κινηματογράφου, της μουσικής, της ένδυσης και των καταναλωτικών προτύπων, αλλά και της εκπαίδευσης, της έρευνας, της πολιτιστικής διπλωματίας των ΗΠΑ.
Τι είναι λοιπόν η ισχύς; Θα έχει εθνικό προσωνύμιο ο 21ος αιώνας; Υπάρχει ισχύς χωρίς «όνειρα»; Ας ξαναδιαβάσουμε τον διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους με επίγνωση της δυναμικής πάντα σχέσης μεταξύ ηγεμονίας και καταστροφής.
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.