Χρήμα, πολιτική εξουσία, δημόσια σφαίρα
Το πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, συγκροτημένο με έναν ιδιαίτερο τρόπο εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών, γεωγραφικών, πολιτισμικών χαρακτηριστικών, διαφέρει εμφανώς σε πολλά σημεία από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Κατ’ εξοχήν γνώρισμά του υπήρξε ήδη από τον 19ο αιώνα η διακριτή διαχείριση του πολιτικού χρήματος.
Εξαιτίας της αποκέντρωσης που παρείχε ο συνδυασμός του ομοσπονδιακού με το πολιτειακό επίπεδο, αλλά και της πληθώρας των αιρετών αξιωμάτων, η οικονομική επιρροή έπαψε από πολύ νωρίς να είναι υπόγεια. Μεταξύ του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865) και της μεταρρυθμιστικής εποχής του Προοδευτισμού στις αρχές του 20ού αιώνα μεσολαβεί η λεγόμενη «Επίχρυση Εποχή» (Gilded Age), στη διάρκεια της οποίας η ισχύς των βιομηχανικών συμφερόντων και των λεγόμενων «ληστών βαρόνων» αυξήθηκε υπέρμετρα σε βάρος του κράτους με αποτέλεσμα δεκαετίες κυβερνητικής ατολμίας και πολιτικής διαφθοράς.
Οι σημερινοί κανόνες κομματικής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ, δαιδαλώδεις, αλλά πολύ πιο διαυγείς από τους ευρωπαϊκούς, αποτελούν συνέπεια συνειδητής σταδιακής αναμόρφωσης στη διάρκεια του 20ού αιώνα ως αντίδραση ακριβώς σε εκείνο το καθεστώς που θεωρήθηκε τιμοκρατική απειλή κατά της δημοκρατίας.
Σήμερα, μπορεί κανείς να γνωρίζει με σχετική σαφήνεια τα ποσά που ο εκάστοτε Ιλον Μασκ ξοδεύει προκειμένου να συμβάλει στην εκλογή του προέδρου της αρεσκείας του. Το θέαμα, επομένως, σύσσωμης της ηγεσίας της αμερικανικής Big Tech στην ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ δεν προξενεί ανησυχητικούς συνειρμούς απαραίτητα λόγω της διαφαινόμενης ευθυγράμμισης οικονομικής επιρροής και πολιτικής εξουσίας.
Αλλωστε, αν και λιγότερο ηχηρά, οι περισσότεροι στο παρελθόν είχαν ταχθεί με το μέρος των Δημοκρατικών ή συνεισφέρει χρηματικά στην εκλογή δικών τους ηγετών.
Η ανησυχία δεν προέρχεται τόσο από το συμπαγές οικονομικό κεφάλαιο όσο από την άυλη πολιτισμική επιρροή: από τον ρόλο τον οποίο τα ψηφιακά εργαλεία διαδραμάτισαν στην προεκλογική εκστρατεία, από τη δυνατότητα των αλγορίθμων να επηρεάζουν την ενημέρωση του κοινού ευνοώντας την κατάλληλη ιεράρχηση του λόγου σε μηχανές αναζήτησης και κοινωνικά μέσα, από την απόλυτη επικυριαρχία των ιδιοκτητών των αλγορίθμων ως προς τη χρήση τους.
Για διάφορους αμερικανούς σχολιαστές αυτό το «αόρατο κεφάλαιο» προσδίδει σήμερα μεγαλύτερη σημασία στη συμπαράταξη του Ιλον Μασκ, του Μαρκ Ζάκερμπεργκ, του Σουντάρ Πιτσάι με την ατζέντα Τραμπ σε σχέση με την οικονομική τους επιφάνεια. Η προστιθέμενη αξία τους έχει λιγότερο να κάνει με την εταιρική τους κεφαλαιοποίηση και περισσότερο με την αφανή επιρροή τους στη διαμόρφωση και διαχείριση του διαλόγου στη δημόσια σφαίρα.
Ασεβείς ήρωες ή Προμηθείς Δεσμώτες;
Της Ιωάννας Λαλιώτου

ILLUSTRATION ΤΟ ΒΗΜΑ
Η Σίλικον Βάλεϊ έχει αποτελέσει ένα εμβληματικό πολιτισμικό τοπόσημο της σύγχρονης τεχνολογικής καινοτομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία της Σίλικον Βάλεϊ έχει για τριάντα περίπου χρόνια συνεπάρει το συλλογικό μας φαντασιακό. Από τις παλαιότερες ταινίες όπως «Ο θρίαμβος των φυτών» (1996) και «Οι πειρατές της Σίλικον Βάλεϊ» (1999) έως τις μετέπειτα εξαιρετικά δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές, όπως η «Silicon Valley» (2014-2019), ο τηλεοπτικός φακός διαμόρφωσε ένα συναρπαστικό αφήγημα της σύγχρονης ιστορίας της τεχνολογίας.
Αυτό το αφήγημα βασίστηκε στις ιστορίες ζωής αντισυμβατικών νέων ανδρών των οποίων η αντισυστημική ευφυΐα και η γοητευτική ασέβεια προς τους «παλαιούς κανόνες του παιχνιδιού» οδήγησαν τελικά σε καινοτόμες και ανατρεπτικές αναπροσαρμογές του καθημερινού βίου εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Αυτοί οι «ασεβείς ήρωες» της Σίλικον Βάλεϊ αναδείχθηκαν στο συλλογικό μας φαντασιακό σε πατέρες του νέου θαυμαστού και ανατρεπτικού κόσμου της κοινωνίας της τεχνολογίας.
Οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ αναδεικνύουν ίσως κάποιες μεταλλάξεις αυτού του ηγεμονικού αφηγήματος. Πριν από μερικές μέρες το περιοδικό «Wired», μια από τις εμβληματικότερες εκδόσεις στον χώρο της Ιστορίας και της σύγχρονης κουλτούρας της τεχνολογίας, δημοσίευσε τα βιογραφικά της ομάδας των νέων ανδρών μηχανικών, ηλικίας 19 έως 24 χρόνων, που στελεχώνουν επιτελικά το νεοσύστατο Τμήμα Ομοσπονδιακής Αποδοτικότητας.
Παράλληλα, πολλά πρόσφατα δημοσιεύματα της πολιτικής αρθρογραφίας στις ΗΠΑ προσπαθούν να ερμηνεύσουν με διάφορους όρους τις πολιτικές μετατοπίσεις των «μεγάλων» της Σίλικον Βάλεϊ το τελευταίο διάστημα. Από την πλευρά της πολιτισμικής Ιστορίας αυτές οι πτυχές της δημόσιας συζήτησης αποτυπώνουν και μια διερώτηση γύρω από τις μετατοπίσεις του αφηγήματος περί τεχνολογικής καινοτομίας: από τις ιστορίες των «ασεβών ηρώων» σε εκείνες των συστημικών επιτελικών στελεχών. Είναι τελικά η τεχνολογική καινοτομία παράγοντας υποστηρικτικός της κοινωνικής χειραφέτησης ή εμπέδωσης της συστημικής εξουσίας του κράτους;
Η διερώτηση δεν είναι βέβαια νέα. Η σχέση τεχνολογίας και κοινωνίας και ο ρόλος της εμβληματικής φιγούρας των «μηχανικών» αποτέλεσε τον πυρήνα της μελλοντολογικής φαντασίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Βέβαια, η σχέση μεταξύ επιστημονικής γνώσης, τεχνολογίας και πολιτικής εξουσίας είναι τόσο βαθιά όσο και ο ιστορικός χρόνος.
Η δυνατότητα ελέγχου των μηχανισμών παραγωγής της γνώσης και της κατεύθυνσης ανάπτυξης και χρήσης της τεχνολογίας έχει αποτελέσει τη βάση κάθε μορφής κυβερνητικότητας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά τη νεότερη και σύγχρονη περίοδο όμως η σχέση μεταξύ γνώσης, τεχνολογίας και εξουσίας αποτέλεσε την καταστατική συνθήκη της νεωτερικότητας σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.
Το ερώτημα που θα μπορούσε να μας απασχολήσει σήμερα είναι τι σημαίνει τελικά τεχνολογική καινοτομία και ποια είναι η ρευστή σχέση της με τα προτάγματα της κοινωνικής χειραφέτησης. Η επιστημονική έρευνα είναι βέβαια θεωρητικά εξ ορισμού καινοτόμα. Σε βαθμό μάλιστα που η χρήση του όρου «ερευνητική καινοτομία» να είναι τελικά ένας άστοχος πλεονασμός με την έννοια ότι η επιστημονική έρευνα αναζητεί πάντα νέες λύσεις σε παλαιά και νέα προβλήματα.
Η υποτιθέμενη «ασέβεια» ή η συνέργεια της τεχνολογικής καινοτομίας με την εκάστοτε καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων δεν αφορά την ίδια τη γνώση αλλά τα κοινωνικά προτάγματα που ορίζουν το «πρόβλημα» το οποίο καλείται η έρευνα να θεραπεύσει.
Η καινοτομία καθεαυτή δεν έχει από μόνη της – και δεν μπορεί να έχει – κοινωνικό πρόσημο. Με άλλα λόγια, η καινοτομία η ίδια δεν είναι ούτε «καλή» ούτε «κακή». Αντίθετα, το πρόσημο της καινοτομίας ορίζεται από τα θέματα που προτάσσει η κοινωνία και που αναγκαστικά αρθρώνονται στο πεδίο της πολιτικής.
Στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία, η τεχνολογική καινοτομία ορίζει κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων σε πλανητικό επίπεδο. Ετσι, οι πολιτικές μετατοπίσεις των μικρών και των μεγάλων της κάθε Σίλικον Βάλεϊ έχουν αναπόφευκτα ένα ειδικό πολιτισμικό βάρος και δημιουργούν εξαιρετικά δυναμικές πολιτικές υπεραξίες.
Σε μια εξέλιξη των μυθολογικών αρχετύπων, θα τολμούσαμε ίσως σήμερα να φανταστούμε τον Προμηθέα ως εξίσου ασεβή αλλά και ευσεβή, πάντα όμως ως δεσμώτη των τεκτονικών μετατοπίσεων των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνίες μας ορίζουν τα προβλήματα των οποίων διεκδικούμε τη θεραπεία. Μήπως δηλαδή ο Προμηθέας παραμένει δεσμώτης, όχι όμως της εξουσίας των θεών, αλλά των κοινωνικών διεργασιών στις οποίες συμμετέχουμε και διαμορφώνουμε όλοι και όλες;
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Υπερ-πλούσιοι και πολιτική
Του Σωτήρη Ριζά

Μαζί με την κυριαρχική φιγούρα του προέδρου Τραμπ, αυτό που χαρακτηρίζει την τρέχουσα αμερικανική πολιτική είναι η επιρροή που ασκούν επιχειρηματίες που ηγούνται τεράστιων ομίλων, όπως ο Τζεφ Μπέζος, ιδιοκτήτης της Amazon αλλά και μιας εμβληματικής εφημερίδας, της «Washington Post», o Ιλον Μασκ, πρωτοποριακός επιχειρηματίας στην αυτοκινητοβιομηχανία, ο οποίος αποβλέπει και στην επιχειρηματική αξιοποίηση του Διαστήματος, και παλαιότερα ο Μπιλ Γκέιτς, συνιδρυτής της Microsoft.
Αυτού του είδους η επιχειρηματική επιρροή δεν είναι κάτι πρωτοφανές ή ασυνήθιστο ούτε για τα μέτρα της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών ή ενδεχομένως και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Στις αρχές του 21ου αιώνα και έως το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ασκούσε δυσανάλογη επιρροή ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ιδίως τρεις κολοσσοί του κλάδου, η Goldman Sachs, η Morgan Stanley και η Lehman Brothers, η χρεοκοπία της οποίας σήμανε και την έναρξη μιας κρίσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μεγαλύτερης ίσως και από αυτήν του 1929.
Η επιρροή αυτή του χρηματοπιστωτικού κλάδου, πάντοτε σημαντική, είχε αποκτήσει δυσανάλογη βαρύτητα λόγω της αποβιομηχάνισης της αμερικανικής οικονομίας, μια τάση που είχε εξελιχθεί αργά αλλά σταθερά από τη δεκαετία του ’80 και μετά.
Ακόμη παλαιότερα, περίοπτη θέση στον δημόσιο διάλογο είχαν οι εταιρείες πετρελαίου, οι ανταγωνισμοί τους στην παγκόσμια αγορά και ιδίως στη Μέση Ανατολή, η οποία αναδυόταν σε επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Διαστάσεις μύθου πήραν οι λεγόμενες «7 Αδελφές», κυρίως αλλά όχι μόνο αμερικανικές, η BP, η Shell, η Standard Oil of New York, μετέπειτα Mobil, η Gulf Oil, η Texaco, η Jersey Standard και η Standard Oil που συνεταιρίστηκαν το 1954 για την εκμετάλλευση του ιρανικού πετρελαίου, ένα χρόνο μετά την ανατροπή του εθνικιστή πρωθυπουργού του Ιράν Μοχάμαντ Μοσαντέκ.
Η εποχή όμως που χαρακτηριζόταν από την περισσότερο βαρύνουσα και πλέον διαβρωτική επιρροή των επιχειρηματικών κολοσσών στην αμερικανική πολιτική ήταν η λεγόμενη «Gilded Age», η «επίχρυση εποχή», η οποία εκτεινόταν από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου το 1865 έως το 1900. Αυτό το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα εμπεριέχει την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση της Αμερικής και την ανάδειξή της στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Παράλληλα με την ανάπτυξη, στη δεκαετία του 1890 ολοκληρώθηκε μια διαδικασία συγκέντρωσης κεφαλαίου με τον σχηματισμό των τραστ στους τομείς του χάλυβα, του πετρελαίου, της ζάχαρης, του κρέατος, των γεωργικών μηχανημάτων. Η εξέλιξη αυτή συνοδευόταν από την εφαρμογή σε μαζική κλίμακα καινοτομιών στον ηλεκτρισμό και στις επικοινωνίες, τον τηλέγραφο και το τηλέφωνο, εξελίξεις που μετασχημάτισαν την καθημερινή ζωή.
Επρόκειτο για αλλαγές ανάλογης επαναστατικής σημασίας με αυτές που έφεραν η υποχώρηση του άνθρακα και η γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου στην οικονομία και στην καθημερινή ζωή από τον Μεσοπόλεμο και μετά, όπως και η ανάπτυξη και οι εφαρμογές των τεχνολογιών της πληροφορικής, ιδίως από τη δεκαετία του ’90 στη μετα-βιομηχανική εποχή μας.
Η επιχειρηματική δράση του τέλους του 19ου αιώνα, όπως στον καιρό μας, προσωποποιείτο από τους επιχειρηματικούς ηγέτες εκείνης της εποχής. Ονόματα οικεία ίσως ακόμη και σήμερα, ο Ροκφέλερ, ο Κάρνεγκι, ο Μέλον, ο Μόργκαν, ο Γκούγκενχαϊμ και ο Βάντερμπιλτ ήταν σύμβολα πλούτου και ισχύος, προκαλούσαν δέος αλλά και αντιθέσεις που συμπυκνώνονταν στον απαξιωτικό χαρακτηρισμό τους ως «ληστών βαρόνων» (robber barons).
Το εκτεταμένο φιλανθρωπικό ή υποστηρικτικό προς τις τέχνες έργο δεν απέκρυπτε τη βαθιά και εκτεταμένη ανισότητα και τη συσσώρευση κοινωνικών εντάσεων στην ύπαιθρο αλλά και στις μητροπόλεις. Ανάλογες τάσεις εκδηλώνονταν και στη Βρετανία, στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν εκδηλώθηκαν στο πολιτικό επίπεδο μέσω ταξικών κινημάτων, η επαναστατική ανατροπή ήταν προϊόν των αδιεξόδων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά την περίοδο 1900-1914 η πολιτική αντίδραση εκδηλώθηκε με το λεγόμενο προοδευτικό κίνημα στην Αμερική, τον ριζοσπαστισμό στη Γαλλία, τον φιλελευθερισμό στη Βρετανία. Επρόκειτο για αστικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις που σηματοδοτούσαν ένα αυξανόμενο βάρος των μεσαίων μορφωμένων στρωμάτων. Θεωρητικές επεξεργασίες όπως του Μπουρζουά, του Χόμπχαους, του Κρόλεϊ, επέδρασαν σε ευρύτερο πολιτικό φάσμα καθώς απέδιδαν σημασία στις έννοιες της αλληλεγγύης και της συνοχής, νοηματοδότησαν εκ νέου τον φιλελευθερισμό σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και συνιστούσαν μια νέα δημόσια ηθική.
Νομοθεσία εναντίον των τραστ και των μονοπωλίων, ρύθμιση των εργασιακών συνθηκών παιδιών και γυναικών, προστασία της δημόσιας υγιεινής, διεύρυνση του δικαιώματος της ψήφου και άλλες μεταρρυθμίσεις, δειλές σε πρώτη φάση, που αφορούσαν ενίσχυση του εισοδήματος εργατών και υπαλλήλων, εκκινούν εκείνη την εποχή, αναδύεται δηλαδή μια αντίρροπη δύναμη στα πεδία των ιδεών και της πολιτικής. Οι αρχές αυτής της πολιτικής θα αποτελούσαν εν τέλει τα βασικά στοιχεία της πολιτικής συναίνεσης και της ευημερίας που διαμορφώθηκαν στον δυτικό κόσμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
O κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Περί τεχνολογικού κατεστημένου
Του Κώστα Μήλα
Στην ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ παρευρέθηκαν σημαντικοί παράγοντες της «τεχνολογικής εξουσίας», όπως οι Ιλον Μασκ (X / πρώην Twitter), Μαρκ Ζάκερμπεργκ (πλατφόρμα META και Facebook) και Σουντάρ Πιτσάι (Google). Εκπρόσωποι μιας νέας καθεστηκυίας τάξης η οποία ήρθε για να μείνει. Ουσιαστικά, η παρουσία τους επισημοποιεί την από κοινού με τον Τραμπ άσκηση οικονομικής πολιτικής. Ομως, η επιρροή τους στα οικονομικά και πολιτικά τεκταινόμενα είχε αρχίσει τουλάχιστον μία δεκαετία πριν.
Να θυμηθούμε τον Απρίλιο του 2013. Τότε, ένα ψεύτικο tweet από χάκερς στον λογαριασμό του Associated Press «έσπειρε» την ψευδή είδηση ότι εκρήξεις στον Λευκό Οίκο τραυμάτισαν τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Το αποτέλεσμα; Αμεση απώλεια 130 δισ. δολαρίων στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P500!
Αλλο παράδειγμα; Τα tweets περί πιθανού Grexit στη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης άσκησαν μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ευρωπαϊκής Περιφέρειας σε σχέση με «παραδοσιακούς» χρηματοοικονομικούς παράγοντες όπως οι (τότε πενιχρές) προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης ή τα «ασφάλιστρα κινδύνου» (CDS), τα οποία διασφαλίζουν τους επενδυτές σε περίπτωση κρατικής χρεοκοπίας.
Κατόπιν αυτών, δεν προξενεί έκπληξη ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις κοινωνικές πλατφόρμες. Αλλωστε, σε συνέντευξη του στους «Financial Times», ο Τραμπ είχε παραδεχθεί (το 2017) ότι «χωρίς τα tweets, δεν θα ήμουν εδώ» ως πρόεδρος των ΗΠΑ! Ο Τραμπ σήμερα, με 99,7 εκατομμύρια followers στην πλατφόρμα X, κατατάσσεται 8ος, από άποψης δημοτικότητας, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εχει μάλιστα «αναρριχηθεί» κατά δύο θέσεις σε σχέση με τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και, φυσικά, διαθέτει τη δική του κοινωνική πλατφόρμα «Truth Social». «Κοινωνική αλήθεια» όπως την ερμηνεύει αυτός… Εκτιμάται ότι το 54% των ενηλίκων στις ΗΠΑ ενημερώνονται για πολιτικοοικονομικά γεγονότα από τα social media. To 88% όσων ενημερώνονται από το «Truth Social» (του Τραμπ) θεωρούνται οπαδοί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Στην πλατφόρμα Χ, όμως, το 50% όσων ενημερώνονται, θεωρούνται οπαδοί του Δημοκρατικού Κόμματος. Κάτι που σημαίνει ότι ο Τραμπ διατηρεί τον λογαριασμό του στο Χ επειδή ακριβώς θέλει να αυξήσει την «απήχησή» του στο αντίπαλο κόμμα.
Ας μην παραβλέπουμε, επιπλέον, και την επίδραση της πλατφόρμας Google. Εμπειρικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυξημένη online αναζήτηση στο Google προβλέπει με επιτυχία άνοδο στις τιμές κατοικιών. Αυτό συμβαίνει επειδή οι πιθανοί αγοραστές έχουν υψηλότερο κίνητρο (σε σχέση με τους πωλητές) να χρησιμοποιούν τη μηχανή αναζήτησης για εύρεση κατοικίας.
Ανάλογη προβλεπτική ικανότητα καταγράφεται και στις χρηματιστηριακές αγορές ανεξάρτητα από τις «παραδοσιακές» οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων (όπως τον αυξημένο κύκλο εργασιών)! Οπως ανέφερα πρόσφατα σε επιστολή μου στους «Financial Times», η online αναζήτηση τάσης (βλ. google.com/trends) αποτυπώνει το (θετικό) ενδιαφέρον των ψηφοφόρων σε πολιτικά πρόσωπα και, συνεπώς, λειτουργεί ως αξιόπιστο εργαλείο πρόβλεψης της δημοτικότητας των πολιτικών αντιπάλων σε πραγματικό χρόνο (real time).
Με άλλα λόγια, τόσο οι πλατφόρμες αναζήτησης όσο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν «εργαλεία» πρόβλεψης πολιτικών τάσεων και χρηματοοικονομικών μεγεθών, πέρα από «παραδοσιακούς» οικονομικούς παράγοντες. Συνεπώς, η τεχνολογική «εξουσία», η οποία διαθέτει κοινωνικές πλατφόρμες, ασκεί στο ευρύτερο κοινό, ως έναν βαθμό, οικονομική πολιτική. Αρα, ο Τραμπ και οι λοιποί πολιτικο-οικονομικοί ηγέτες, δύσκολα θα «συγκρουσθούν» με την τεχνολογική «εξουσία».
Στα οικονομικά διδάσκουμε ότι η στιγμιαία ροή πληροφοριών στις κοινωνικές πλατφόρμες λογικά συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αρκεί, βέβαια, να μην υπάρχει παραπληροφόρηση, η οποία οδηγεί σε δυσλειτουργία τις αγορές. Αυτό εγείρει θέμα ελέγχου και ρύθμισης των social media.
Η ευθύνη βαραίνει το τεχνολογικό κατεστημένο και τις κυβερνήσεις (το 61% με 63% της κοινής γνώμης παγκοσμίως πιστεύει ότι την κύρια ευθύνη φέρει το τεχνολογικό κατεστημένο).
Οσον αφορά πιθανές κυβερνητικές παρεμβάσεις, η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης απαιτεί συντονισμένη κυβερνητική δράση σε παγκόσμιο επίπεδο. Την πλατφόρμα X χρησιμοποιούν τουλάχιστον 415,3 εκατομμύρια χρήστες τον μήνα, ενώ το Truth Social χρησιμοποιούν περίπου 5 εκατομμύρια χρήστες μηνιαίως.
Εάν ο Τραμπ θέλει να μειώσει την παραπληροφόρηση στο X ή σε όποια άλλη πλατφόρμα της οποίας οι ιδιοκτήτες θεωρούνται «φίλοι» του, θα πρέπει να κάνει την αρχή ο ίδιος, «ξεριζώνοντας» κάθε «σπόρο παραπληροφόρησης» από τη δική του πλατφόρμα. Εύκολο στα λόγια, αλλά δύσκολο στην πράξη;
Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ.