Το «1984», το 2024 και οι τεχνολογίες επιτήρησης
Τον κόσμο του 1984 τον έχουμε επισκεφθεί επανειλημμένα στα 75 χρόνια που μας χωρίζουν από την πρώτη έκδοσή του, τον Ιούνιο του 1949. Ελάχιστα καλυμμένη εκδοχή της Σοβιετικής Ενωσης, αρχέτυπο ολοκληρωτικού κράτους άνευ ρητού ιδεολογικού επιχρίσματος, ατελής απόπειρα επιστημονικής φαντασίας, δυστοπία ολκής, το μυθιστόρημα του Τζορτζ Οργουελ έγινε αντικείμενο πλήθους ερμηνειών και εμπλούτισε τη δυτική κουλτούρα με εικόνες και έννοιες από τον «Μεγάλο Αδελφό» και τη «νέα ομιλία» ως τον διαρκή πόλεμο. Οσοι ωστόσο το θεωρούσαν χρονικά εντοπισμένο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ιστορικά επίκαιρο στην εποχή του αλλά προορισμένο να υποχωρήσει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μοιάζουν να διαψεύδονται από την τροπή της διεθνούς πολιτικής στις αρχές του 21ου.
Η επιστροφή των αυταρχικών ηγετών σήμερα δεν διακρίνεται οπωσδήποτε τόσο από τις ωμές τακτικές βίας του «Θαλάμου 101» (αν και έχουν κι αυτές την αξία τους) όσο από τους εκλεπτυσμένους χειρισμούς που προσιδιάζουν στη χρήση των μέσων μαζικής επικοινωνίας που μνημονεύει ο Οργουελ. Και χωρίς αμφιβολία είναι η όλη ατμόσφαιρα της μόνιμης παρακολούθησης, της διαρκούς διαφάνειας του εαυτού που γεφυρώνει το χάσμα με τα δικά μας χρόνια των ψηφιακών τεχνολογιών επιτήρησης.
Η ιδιωτικότητα η οποία στο 1984 ακυρώνεται από τις πανταχού παρούσες οθόνες, σήμερα εκχωρείται στα κοινωνικά μέσα από εμάς τους ίδιους, όπως συχνά παρατηρείται. Πρόκειται για παρατήρηση που ισχύει, όπως ισχύει και το γεγονός ότι μια τέτοια εκχώρηση προκύπτει εντός ενός γενικότερου πλέγματος τεχνικών με τη δυνατότητα να αποσπούν μέσω λογισμικού ό,τι δεν παραχωρείται: τα big data ως δεδομένα στα οποία χαρίζουμε πρόσβαση, από τη μια πλευρά, τα μεταδεδομένα και οι απόηχοι που κυβερνητικοί και ιδιωτικοί οργανισμοί αποσπούν εν αγνοία μας, από την άλλη. Αυτό το εκτεταμένο πλέγμα του «καπιταλισμού της επιτήρησης» (surveillance capitalism, «κατασκοπευτικού καπιταλισμού» στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Σοσάνα Ζούμποφ) συνιστά μια γνήσια οργουελιανή σκιά στον σύγχρονο κόσμο μετατρέποντας την επαγγελία ελευθερίας των νέων τεχνολογιών σε δυνητικά αόρατα δεσμά.
Γιατί εν τέλει η υπονόμευση του αισιόδοξου αρχικού οράματος της θραύσης των μονοπωλίων και της παγκόσμιας διασύνδεσης καταλήγει με τη στρέβλωση αυτή στο σημείο ακριβώς της σύλληψης του 1984: πώς μοιάζει ένας κόσμος διάβρωσης της ηθικής και φαλκίδευσης της δημοκρατίας.
Πολλοί Μεγάλοι, αμέτρητοι Μικροί Αδελφοί
Της Λίλιαν Μήτρου
Αν στο (μακρινό;) 1984 και στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο φόβος και η καταγγελία της επιτήρησης εκφραζόταν με αναφορά στον «Μεγάλο Αδελφό», σήμερα το ζήτημα της παρακολούθησης τίθεται πολυδιάστατα και με διαφορετικούς όρους. Δραστική, αν όχι καθοριστική, υπήρξε η επίδραση των νέων τεχνολογιών. Ηδη από τις αρχές του 21ου αιώνα διανύουμε μια νέα φάση με την υπολογιστική υποδομή να εντάσσεται πλέον στο περιβάλλον της καθημερινότητας. Το Διαδίκτυο, τα δεδομένα μεγάλης κλίμακας, οι «έξυπνες συσκευές», η τεχνητή νοημοσύνη δεν αλλάζουν μόνο τον τρόπο που εργαζόμαστε, επικοινωνούμε, ζούμε. Οδηγούν σε νέες μορφές ιχνηλάτησης των δραστηριοτήτων, των συμπεριφορών, των συνηθειών και της προσωπικότητάς μας. Τα εγγενή χαρακτηριστικά των τεχνολογιών και των πλατφορμών του Διαδικτύου (ψηφιοποίηση, διαθεσιμότητα, διατηρησιμότητα, δημόσιος χαρακτήρας των προφίλ στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα) δεν υποστηρίζουν μόνο την επικοινωνία και αλληλεπίδραση αλλά και τη διεισδυτική και συνεχή παρακολούθηση αυτών.
Το κράτος όλο και περισσότερο αξιοποιεί το τεράστιο πληροφοριακό απόθεμα για να εξορύξει πληροφορία, ώστε – μέσω του συνδυασμού δεδομένων και της παραγωγής προφίλ – να ανακαλύπτει ή να συνάγει γεγονότα, μοτίβα ή συσχετίσεις που υπόσχονται την αποτελεσματικότερη επιβολή του νόμου και την αντιμετώπιση κινδύνων ως προς τη δημόσια ασφάλεια.
Η διαθεσιμότητα δεδομένων και υπολογιστικής/επεξεργαστικής ισχύος επέτεινε τις δυνατότητες χρήσης της πληροφορίας, δρομολογώντας τη μετάβαση από την παρακολούθηση ενός περιορισμένου, στοχευμένου κύκλου «υπόπτων» στη μαζική και αδιάκριτη επιτήρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποχρεωτική διατήρηση δεδομένων επικοινωνίας όλων των συνδρομητών «για την περίπτωση που θα χρειαστούν για τη διαλεύκανση εγκλημάτων», μια πολιτική την οποία περιόρισε δραστικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, επικαλούμενο δυσανάλογο περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η μαζικότητα της επιτήρησης συνδέεται άρρηκτα με την κυρίαρχη αντίληψη στη διακυ βέρνηση των «κοινωνιών της διακινδύνευσης» που – εύλογα – εστιάζει στην έγκαιρη και αποτελεσματική διάγνωση κινδύνων. Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν ασύμμετρες, υβριδικές και καινοφανείς απειλές και το δυναμικό των νέων τεχνολογιών οδηγούν (αναπόφευκτα;) σε επιτήρηση που δεν αποσκοπεί πλέον μόνο στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων κινδύνων αλλά στην πρόληψη.
Αν η βιντεοεπιτήρηση αποτέλεσε το «σύμβολο» της παρακολούθησης, τεχνολογίες όπως τα συστήματα γεωγραφικού εντοπισμού, οι αισθητήρες ή τα συστήματα (βιομετρικής) αναγνώρισης προσώπου αλλάζουν ποιοτικά την έκταση και την ένταση της επιτήρησης. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν συμβάλλει απλώς στην ενίσχυση των δυνατοτήτων παρακολούθησης αλλά επιτρέπει πολύ πιο διεισδυτικές μορφές επέμβασης στην προσωπικότητα και τα δικαιώματα των προσώπων, καθώς μπορεί να διαγνώσει «συναισθήματα», να αναλύσει συμπεριφορικά μοντέλα και να προβαίνει σε προγνώσεις.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η πρόσφατη Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη απαγορεύει την προβλεπτική αστυνόμευση, ενώ επιτρέπει τη βιομετρική αναγνώριση προσώπων στον δημόσιο χώρο μόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Ομως η παρακολούθηση δεν αφορά μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, το κράτος. Το «Panopticon» δεν εξελίχθηκε απλώς σε «Cyber-panopticon». Το Διαδίκτυο και τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα κατέστησαν ο «τόπος» ενός συμμετοχικού, κοινωνικού πανοπτισμού, ενός «Omniopticon», όπου πολλοί (ή και όλοι!) μπορούν να «βλέπουν» πολλούς (ή και όλους!). Αυτή η εξέλιξη καθιστά την παρακολούθηση (αποδεκτή;) «κανονικότητα», ενταγμένη στην καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου.
Τα δεδομένα που απαιτούνται για τη χρήση νέων τεχνολογιών επιτήρησης ή προκύπτουν από αυτήν παράγονται από τα ίδια τα πρόσωπα κατά τις καθημερινές, κυρίως διαδικτυακές, δραστηριότητές τους. Το smartphone είναι ίσως το πιο προφανές και ισχυρό εργαλείο παραγωγής και καταγραφής δεδομένων.
Οι πυλωροί, οι μεγάλες πλατφόρμες και τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, συγκροτούν ένα πυκνό πλέγμα παρακολούθησης για την άντληση δεδομένων και την κατάρτιση προφίλ των «χρηστών» που συμμετέχουν σε αυτό με τον διαμοιρασμό των δεδομένων τους, συνήθως ως «αντάλλαγμα» στις υπηρεσίες που λαμβάνουν. Ο «καπιταλισμός της πληροφορίας» βασίζεται και στοχεύει στην ανάλυση, πρόγνωση, χειραγώγηση και διαμόρφωση της ανθρώπινης, κυρίως καταναλωτικής, συμπεριφοράς κατά τρόπο ώστε να εξάγεται κέρδος αλλά και να διαμορφώνονται κοινωνικές και πολιτικές τάσεις και στάσεις, με επιπτώσεις ενίοτε στον πυρήνα των δημοκρατικών διαδικασιών.
H λογοτεχνία συχνά δίνει μορφή στους συλλογικούς φόβους μας. Οι αγωνίες μας επιτείνονται, όταν γινόμαστε «αντικείμενο» παρακολούθησης χωρίς να μπορούμε να ελέγξουμε το περιβάλλον, τις πληροφορίες (μας) και συνεπώς τη ζωή μας. Σήμερα, ο Τζορτζ Οργουελ θα επιχειρούσε να προειδοποιήσει για ένα μέλλον ίσως ζοφερό, σίγουρα δυσχερώς προδιαγνώσιμο αλλά – πιθανότατα – θα αναφερόταν σε πολλούς Μεγάλους και αμέτρητους Μικρούς Αδελφούς.
Η κυρία Λίλιαν Μήτρου είναι καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Στον κόσμο της «διπλής σκέψης»
Της Κατερίνας Σχινά
Αν υπάρχει ένα μυθιστόρημα του περασμένου αιώνα που όχι μόνο άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου αλλά ανανοηματοδοτήθηκε ανά τις δεκαετίες καθώς κάθε εποχή διασταυρωνόταν και αναμετριόταν με τις προφανείς ή και υπόρρητες ιδέες που το διαπερνούν, αυτό είναι το 1984 του Τζορτζ Οργουελ. Κορυφαίο δείγμα πολιτικής δυστοπικής μυθοπλασίας, το βιβλίο δάνεισε στην αγγλική γλώσσα όρους που καθιερώθηκαν σύντομα στην καθομιλουμένη, ενέπνευσε ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές, θεατρικά έργα, ένα μπαλέτο, μια όπερα, ένα άλμπουμ του Ντέιβιντ Μπόουι, απομιμήσεις, παρωδίες, συνδέθηκε με τους πλέον ετερόκλητους πολιτικούς χώρους, από το κίνημα των Μαύρων Πανθήρων ως την αντικομμουνιστική Birch Society, ερμηνεύτηκε με ποικίλους τρόπους, απαγορεύτηκε, αμφισβητήθηκε.
Σήμερα, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά από την πρώτη του έκδοση από τους Secker and Wartburg, το 1984 έχει γίνει ένα όργανο «με το οποίο μετράμε τη θερμοκρασία της παγκόσμιας πολιτικής», όπως χαρακτηριστικά λέει ο ιστορικός και διευθυντής του Ιδρύματος Οργουελ Τζιν Σίτον. Και καθώς στις μέρες μας η θερμοκρασία αυτή ανεβαίνει επικίνδυνα, το βιβλίο όχι μόνο έχει ξεφύγει από τη σφαίρα της φαντασίας παύοντας να αποτελεί μια προειδοποιητική αλληγορία, αλλά μοιάζει με την πραγματικότητα ενδεδυμένη το ρούχο της μυθοπλασίας και όχι το αντίστροφο.
Το βασικό θέμα που διαπερνά το 1984 αφορά ασφαλώς την παρακολούθηση, την επιτήρηση, την επιστασία, την κατάργηση της ιδιωτικότητας. Μπορεί η τεχνολογία που περιγράφεται στο βιβλίο να είναι ξεπερασμένη, κάνοντάς μας πότε πότε να χαμογελάμε με τη χειροτεχνική της αφέλεια, ωστόσο η «πανοπτική» οθόνη από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει ο Γουίνστον έχει σήμερα κατακερματιστεί στις δεκάδες οθόνες που αποτελούν παραπλήρωμα της σύγχρονης ζωής – των κινητών τηλεφώνων, των tablets, των υπολογιστών –, έχει συνδεθεί με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη συλλογή δεδομένων, έχει καταργήσει τον ιδιωτικό χώρο, το προσωπικό άβατο, το καθ’ εαυτόν. Και μάλιστα με τη συναίνεσή μας. Το «Υπουργείο Αλήθειας» του 1984 είναι σήμερα το Facebook, η Google, η καλωδιακή τηλεόραση. «Εχουμε γνωρίσει τον Μεγάλο Αδελφό και είναι εμείς» – για να χρησιμοποιήσω τη φράση του βιβλιοκριτικού Τζορτζ Πάκερ.
Εχει ειπωθεί και γραφτεί σε όλους τους τόνους ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Οργουελ παρουσιάζει τη χειραγώγηση της πληροφορίας, τη δημιουργία μιας νέας γλώσσας, την άρνηση της αντικειμενικής, γεγονοτικής αλήθειας έχει ανατριχιαστικές ομοιότητες με σύγχρονες ελεγκτικές εκφάνσεις της επικοινωνίας οι οποίες επιβάλλουν έννοιες και όρους που συμβάλλουν στην απόκρυψη της αλήθειας, στην αναδιαμόρφωση αμφιλεγόμενων ιδεών, στη δημιουργία ασάφειας.
Οι ευφημισμοί (επιεικής χαρακτηρισμός) που χρησιμοποιούνται στην εταιρική, την πολιτική, τη διαφημιστική γλώσσα είναι απλώς μια διολίσθηση προς τη διαβόητη «Newspeak», τη «Νεογλώσσα» του Οργουελ και τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα: λέξεις όπως «αναδιάρθρωση» (απολύσεις), «εξορθολογισμός» (περιορισμός του κόστους), «συνέργειες» (συγχωνεύσεις) συσκοτίζουν το περιεχόμενο των εταιρικών αποφάσεων προσδίδοντάς τους θετική χροιά· φράσεις όπως οι προσφιλείς στον Τραμπ «εναλλακτικά γεγονότα» ή fake news (ψευδείς ειδήσεις) διασαλεύουν την αντίληψη της πραγματικότητας, συχνά για να υπονομεύσουν την αλήθεια των γεγονότων και την ακεραιότητα της κριτικής· όροι όπως «παράπλευρες απώλειες» (θάνατοι αμάχων) ή «αναβαθμισμένη ανάκριση» (βασανιστήρια) και βέβαια η διαβόητη κατά Πούτιν «ειδική στρατιωτική επιχείρηση για την αποστρατιωτικοποίηση και αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας» (απρόκλητη εισβολή) εξωραΐζουν ή συγκαλύπτουν την αποτρόπαιη πραγματικότητα του σύγχρονου πολέμου.
Τέλος, η τυραννία της πολιτικής ορθότητας που οδηγεί σε λογοκριτικά και αυτολογοκριτικά φαινόμενα προκρίνοντας αντί της αμεσότητας στον λόγο τη χρήση διφορούμενων ή ευάρεστων στο αυτί διατυπώσεων, καταστέλλει ή ακυρώνει τον ειλικρινή διάλογο. Και έτσι, η επιτήρηση παρουσιάζεται ως προστασία, ο πόλεμος ως ανθρωπιστική παρέμβαση ή ειρηνευτική αποστολή, η κλιματική κρίση ως ευκαιρία, η εργασιακή επισφάλεια ως ευελιξία και η ανισότητα ως αξιοκρατία.
Το πλέον ανησυχητικό, ωστόσο, και στο βιβλίο του Οργουελ και στον ρευστό, αλλόκοτο, δυσερμήνευτο κόσμο μας, είναι η τάση του σύγχρονου ανθρώπου να προσχωρήσει στη «διπλή σκέψη», να αποδεχθεί, δηλαδή, μια σαφώς ψευδή δήλωση ως αλήθεια, ή και δύο αμοιβαία αντιφατικές απόψεις ως σωστές, συχνά σε αντίθεση με τις δικές του αναμνήσεις ή την αίσθηση της πραγματικότητας. Να θεωρήσει απολύτως θεμιτή την εναλλαξιμότητα μαύρου/άσπρου, αληθούς/ψευδούς, πρόθυμος να πιστέψει ότι δύο και δύο δεν κάνουν απαραίτητα τέσσερα, όταν του λένε ότι κάνουν πέντε. Να ψηφίζει τους χειραγωγούς του, να παραδίδεται στα διακινούμενα από το Διαδίκτυο ψεύδη. Το ανησυχητικό είναι όταν η ανελευθερία γίνεται εκούσια.
Η κυρία Κατερίνα Σχινά είναι κριτικός και μεταφράστρια.
Η ανάγκη αλγοριθμικού γραμματισμού
Του Χαράλαμπου Τσέκερη
Τα τελευταία χρόνια, σε σημαντικό βαθμό, η χρήση του Διαδικτύου συνδέεται με τις εντεινόμενες «αόρατες» διαδικασίες του λογισμικού, των αλγορίθμων και άλλων αυτοματοποιημένων συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την επιλογή πληροφορίας και τη λήψη αποφάσεων σε πολλές πτυχές της ζωής μας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα των Pew Research Center και Elon University, 56% των ειδικών υποστηρίζουν ότι έως το 2035 οι «πανταχού παρούσες» έξυπνες μηχανές, τα bots και τα αυτοματοποιημένα συστήματα δεν θα έχουν σχεδιαστεί για να επιτρέπουν στους ανθρώπους να ελέγχουν εύκολα τις περισσότερες τεχνολογικά υποβοηθούμενες αποφάσεις.
Ειδικότερα, οι «προηγμένοι» αλγόριθμοι, πλέον, μας οδηγούν στο να κατασκευάζουμε κλειστούς «ιδιωτικούς κόσμους» μέσα στα social media, δημιουργώντας έτσι συνθήκες συλλογικής τυφλότητας (αντί συλλογικής ευφυΐας) και οξύνοντας μεροληψίες, διακρίσεις και ανισότητες, όπως εξηγεί η Κάθι Ο’Νιλ στο βιβλίο της Οπλα μαθηματικής καταστροφής. Για τον λόγο αυτόν, στον τελευταίο γύρο της πανελλαδικής έρευνας «World Internet Project Greece» προστέθηκε ένα κρίσιμο ερώτημα σχετικά με το πόσο ενημερωμένοι είναι οι ψηφιακοί χρήστες στην Ελλάδα για τον ρόλο της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) και των αλγορίθμων της στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ).
Αν μη τι άλλο, οι απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα καταδεικνύουν ένα αξιοσημείωτο έλλειμμα γνώσης και εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, παρά την εντυπωσιακή διείσδυση της χρήσης του Διαδικτύου, την αύξηση αναζήτησης ειδήσεων online και τη μεγάλη πρακτική εξοικείωση με τα ΜΚΔ, οι χρήστες εμφανίζουν χαμηλό βαθμό «αλγοριθμικής συνείδησης» (μια προηγμένη ψηφιακή δεξιότητα), με την έννοια της κατανόησης του τρόπου με τον οποίο οι (αδιαφανείς) αλγόριθμοι της ΤΝ διαμορφώνουν περιεχόμενο, αποφάσεις, συνήθειες ή την εμπειρία μας στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα (μόνο το 34% πιστεύουν ότι γνωρίζουν καλά το πώς λειτουργεί η κρυφή αλγοριθμική αρχιτεκτονική στις πλατφόρμες των ΜΚΔ).
Σε γενικές γραμμές, το διαδικτυακό τοπίο στη χώρα παρουσιάζει ιδιότυπες αντιφάσεις, αμφιρροπίες και παραδοξότητες. Οι παραδοξότητες αυτές αφορούν μια σειρά θεμάτων, όπως η αξιοπιστία και η ιδιωτικότητα. Στο πρώτο θέμα, η εκπεφρασμένη υψηλή δυσπιστία της μεγάλης πλειονότητας (80%) των χρηστών του Διαδικτύου στην Ελλάδα, αναφορικά με την αξιοπιστία των πληροφοριών που βρίσκουν σε αυτό, συνοδεύεται από μια υπερβολική αυτοπεποίθηση (σε ποσοστό 77%) στην ικανότητά τους να διακρίνουν τις ψευδείς/παραποιημένες ειδήσεις. Στο δεύτερο θέμα, η μεγάλη ανησυχία για την ακεραιότητα των προσωπικών μας δεδομένων (σε ποσοστό πάνω από το 50%) συνοδεύεται, εν είδει ψηφιακού μιθριδατισμού, με την ευρεία παραδοχή ότι «δεν υπάρχει ιδιωτικότητα» (σε ποσοστό 49%) και τη δήλωση ότι «δεν έχω τίποτα να κρύψω» (σε ποσοστό 58%). Είναι αξιοσημείωτο ότι η σημαντική άνοδος της διείσδυσης του Διαδικτύου συρρέει με αυξημένους προβληματισμούς και αρνητικά συναισθήματα.
Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν την επείγουσα αναγκαιότητα για γραμματισμό στα δεδομένα, στους αλγορίθμους και στις ψηφιακές πλατφόρμες, όσο και για ενίσχυση της ψηφιακής πολιτειότητας εν γένει, η οποία συνεχίζει να εμφανίζει χαμηλά επίπεδα εξωτερικής πολιτικής επάρκειας. Πρόκειται για το αίσθημα ότι η (ψηφιακή) πολιτική δράση δεν έχει ή δεν μπορεί να έχει αντίκτυπο στην πολιτική διαδικασία έτσι ώστε να αξίζει τον κόπο για κάποιο άτομο να εκπληρώνει τα καθήκοντά του ως (ψηφιακός) πολίτης. Επίσης, η διαμόρφωση αλγοριθμικής συνείδησης, με όρους ψηφιακής ηθικής, πρέπει να συνδυαστεί άρρηκτα με τον γραμματισμό για το μέλλον, δηλαδή με την προορατική ικανότητα των πολιτών να σκέφτονται με φαντασία και δημιουργικότητα το τι είναι πιθανό να συμβεί και να δημιουργούν/αξιοποιούν εικόνες τού αύριο.
Αυτό το είδος γραμματισμού προφανώς απουσιάζει από τη μέχρι σήμερα λογική διαχείρισης κρίσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και από τις αμιγώς τεχνολογικές λύσεις, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν από μόνες τους (εν είδει πανάκειας) τις πολλαπλές και αλληλεξαρτώμενες απειλές (περιβαλλοντικές, γεωπολιτικές, οικονομικές, ψηφιακές κ.λπ.) που αναδύονται με τη μορφή της πολυκρίσης.
Το σύγχρονο μετανεωτερικό υποκείμενο που παθητικά αποδέχεται τη «μετα-ιδιωτικότητα» και την «πολυκρίση» ως κανονικότητες προφανώς ταιριάζει λιγότερο στις περιγραφές του Οργουελ, που φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση, και περισσότερο στις περιγραφές του Χάξλεϊ, που φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα ευάλωτα και χειραγωγήσιμα.
Ο κύριος Χαράλαμπος Τσέκερης είναι κύριος ερευνητής ΕΚΚΕ – προεδρεύων της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και Τεχνοηθικής.