Στην ανάλυση γύρω από τα πολιτικά κόμματα, η αναφορά στην έννοια της ηγεμονίας συνήθως ταυτίζεται με την εκλογική κυριαρχία. Εκλαμβάνεται δηλαδή με όρους εκλογικής αποτελεσματικότητας, με ποσοτικοποιημένα χαρακτηριστικά (εκλογικά ποσοστά, κατάταξη κομμάτων, παραμονή στην κυβέρνηση) από τα οποία συμπεραίνεται η θέση του κόμματος ως κυρίαρχου ή η λειτουργία του κομματικού συστήματος με κυρίαρχο κόμμα.

Η συγκεκριμένη ανάλυση, αν και εξαιρετικά χρήσιμη, δεν εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις οικοδόμησης της (εκλογικής) κυριαρχίας. Δεν εστιάζει δηλαδή στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κομμάτων (οργανωτική δομή, ιδεολογία, στρατηγική) καθώς και στα χαρακτηριστικά που ένα πολιτικό κόμμα καταφέρνει να εισαγάγει ως βασικά για τη λειτουργία των υπόλοιπων κομμάτων αλλά και του κομματικού συστήματος.

Με βάση αυτό το πλαίσιο ένα ηγεμονικό πολιτικό κόμμα είναι εκείνο το οποίο: α) «επιβάλλει» το οργανωτικό του μοντέλο και λειτουργεί ως πρότυπο για τα υπόλοιπα κόμματα του κομματικού ανταγωνισμού· β) επηρεάζει αποφασιστικά την πολιτική ατζέντα διαμορφώνοντας τα όρια του πολιτικού διαλόγου (αρχές, ιδέες, πολιτικό πρόγραμμα και πρακτική)· γ) εμφανίζεται να διαθέτει το «κατάλληλο» πολιτικό προσωπικό για τις κυβερνητικές ανάγκες προσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά της «κατάλληλης» ηγεσίας· δ) η άποψή του είναι ηγεμονική καθώς ενοποιεί διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και εμφανίζεται ως το πλέον κατάλληλο να αναλάβει τις κυβερνητικές υποθέσεις· ε) ακόμα και αν απουσιάζει από την κυβέρνηση, θεωρείται ηγεμονικό, καθώς οι επιλογές του θεωρούνται «ενδεδειγμένες» από το νέο κυβερνητικό κόμμα.

Η έννοια της ηγεμονίας εστιάζει στην ικανότητα της αστικής τάξης να επεκτείνει την ιδεολογία της και στις υπόλοιπες (ανταγωνιστικές) κοινωνικές τάξεις και έτσι να αναδεικνύεται ως ηγεμονική. Ο Α. Γκράμσι θεωρεί ότι η ηγεμονία της αστικής τάξης υλοποιείται όχι μέσω των στενών οικονομικών της συμφερόντων, αλλά «εμπεδώνοντας» στις κυριαρχούμενες τάξεις έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής που γίνεται συνολικά αποδεκτός.

Στο πλαίσιο αυτό προσδιορίζει τον ρόλο του κράτους όχι μόνο ως παράγοντα δύναμης, αλλά ως παράγοντα συναίνεσης, ενώ κρίσιμο θεωρεί τον ρόλο των διανοουμένων οι οποίοι διαδραματίζουν οργανωτικό και θεσμικό ρόλο στην κοινωνία (οργανικοί διανοούμενοι). Με αυτό τον τρόπο η αστική τάξη καταφέρνει να ασκεί ηθική και πνευματική ηγεσία καθώς πραγματοποιεί συμβιβασμούς με διαφορετικούς συμμάχους οι οποίοι ενώνονται σε συγκροτημένο σώμα κοινωνικών δυνάμεων που αποτελεί τη βάση της συναίνεσης.

Ετσι, η ηγεμονία της παράγεται και αναπαράγεται διαμέσου ενός πλέγματος θεσμών κοινωνικών σχέσεων και ιδεών το οποίο παρέχει μια συνεπή και συστηματική συνολική θεώρηση, η οποία όχι μόνο επηρεάζει το σύνολο του πληθυσμού, αλλά λειτουργεί και ως πρότυπο για την οργάνωση των κοινωνικών θεσμών και οργανισμών. Στη συνάφεια, ο Ν. Πουλαντζάς θεωρεί πως το κράτος μέσω των μηχανισμών του (αστικά κόμματα, κοινοβούλιο, σχολεία, Τύπος, ΜΜΕ) καταφέρνει να αναπαράγει την ηγεμονία της αστικής τάξης διά μέσου της δυνατότητάς του να «επιβάλλει» προσωρινούς συμβιβασμούς ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις κυριαρχούμενες τάξεις, με προϋπόθεση τη σχετική του αυτονομία απέναντι στις διαφορετικές ομάδες-μερίδες που συγκροτούν τον συνασπισμό εξουσίας. Και συμφωνεί με τον Γκράμσι για τον σημαντικό ρόλο των διανοουμένων στην κυριαρχία της αστικής τάξης, οι οποίοι οργανώνουν την ηγεμονία της (σχέση Διαφωτισμού με την αστική τάξη στη Γαλλική Επανάσταση).

Από τη δεκαετία του 1990 τα κομματικά συστήματα χαρακτηρίζονται από την τάση για πολιτική καρτελοποίηση με βασικά χαρακτηριστικά α) να απομακρύνονται από την κοινωνία μέσω της υποβάθμισης των μαζικών οργανώσεων· β) να συγκλίνουν κυβερνητικά στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα και να περιορίζεται ο εκλογικός ανταγωνισμός σε απλή εναλλαγή κυβερνητικής διαχείρισης· γ) να υιοθετούν τεχνοκρατικού τύπου επιχειρήματα και τεχνοκρατικό πολιτικό προσωπικό· δ) να δίνουν έμφαση στα ΜΜΕ τα οποία καθορίζουν την πολιτική ατζέντα και την παραγωγή του πολιτικού προσωπικού· ε) να δίνουν έμφαση στην επικοινωνία και στις τεχνικές μάρκετινγκ (πολιτική διαφήμιση, δημοσκοπήσεις).

Η συγκεκριμένη τάση καρτελοποίησης εκδηλώνεται με βασικά χαρακτηριστικά τη μείωση του αριθμού των οργανωμένων μελών των κομμάτων και την αύξηση της αποχής στις εκλογές, καθώς η απομάκρυνση από τις συλλογικότητες της νεωτερικότητας (κόμματα, συνδικάτα) συνοδεύεται από μια τάση εξατομίκευσης αλλά και δυσπιστίας για την πολιτική.

Ετσι, η έμφαση της κυρίαρχης πολιτικής στα «δυναμικά κοινωνικά στρώματα», στη μείωση της σχετικής αυτονομίας του κράτους σε σχέση με τις ανάγκες συσσώρευσης της χρηματοπιστωτικής πλέον παγκόσμιας αστικής τάξης, η υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, η επίκληση ουδέτερων τεχνοκρατικού τύπου επιχειρημάτων, η υποβάθμιση της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας και μιας πολιτικής «νόμου και τάξης» φαίνεται πως δημιουργούν μια συναίνεση που ωστόσο είναι περισσότερο προϊόν εσωτερίκευσης της μη ύπαρξης εναλλακτικής επιλογής, παρά εκτεταμένης κοινωνικής συναίνεσης∙ της δημιουργίας δηλαδή μιας πανοπτικής (κατά Φουκό) κοινωνίας, στην οποία δοκιμάζονται τα όρια μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα βασικά χαρακτηριστικά του φιλελευθερισμού περιορίζοντας την ελευθερία του ατόμου και την πολιτική σε απλή διαχείριση και ουσιαστικά συρρικνώνει την ίδια τη δημοκρατία.

Ο κ. Χρύσανθος Δ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Σίπενσμπεργκ της Πενσιλβάνια στις ΗΠΑ.