Οψεις ενός πολιτεύματος σε μια εποχή μετάβασης
«Η δημοκρατία έχει μια πανκ ποιότητα» παρατηρεί ο αυστραλός πολιτικός επιστήμονας Τζον Κιν στη Σύντομη ιστορία της δημοκρατίας του. «Είναι αναρχική, μονίμως ανικανοποίητη με το πώς είναι τα πράγματα». Αυτό το στοιχείο του απρόβλεπτου, του ασυμβίβαστου, του διεκδικητικού, αλλά και ταυτόχρονα του δυνητικά εύπλαστου και ευεπίφορου προς την αλλαγή έχει από νωρίς προξενήσει το ενδιαφέρον πολλών στοχαστών.
Σε αντίθεση με άλλα πολιτεύματα, και παρά την καθυστερημένη επικράτησή της η οποία ταυτίζεται ουσιαστικά με τη νεωτερική περίοδο, το χαρακτηριστικό της δημοκρατίας που ήδη από την αρχαιότητα σχολιάζεται τακτικά είναι η δυναμική της.
Με απαρχή την «Εποχή των Επαναστάσεων» η καμπύλη της εξάπλωσής της θα αποβεί ραγδαία ανοδική στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, σε σημείο ώστε πέρα από τις εξελισσόμενες πολιτειακές εκδοχές της (συνταγματική, βασιλευόμενη, προεδρευόμενη, προεδρική) στη διαδρομή του 20ού αιώνα να αναγνωρίζονται νέες μορφές της: «μαζική δημοκρατία», «δημοκρατία της αγοράς», «διαβουλευτική δημοκρατία».
Οι όροι αυτοί προφανώς δεν πολιτογραφούνται μόνο για να διευκολύνουν τους μελετητές στην εστίαση των ερευνών τους. Αντικατοπτρίζουν μεταβολές που σχετίζονται με την προσαρμογή του πολιτεύματος στη σύγχρονη πολιτική, οικονομική και τεχνολογική συνθήκη.
Για να περιγράψει, για παράδειγμα, την υποχώρηση της πολιτικής και την πλήρωση του κενού από το συναίσθημα ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Πανταζόπουλος είχε χρησιμοποιήσει το 2002 τον εύστοχο όρο «δημοκρατία της συγκίνησης». Το 2009 ο Τζον Κιν και πάλι στο μείζον έργο του The Life and Death of Democracy δίνοντας έμφαση στην πλήθυνση των επιτροπών δεοντολογίας, των ανεξάρτητων αρχών, των παρατηρητηρίων μιλούσε για την ανάδυση μιας «monitory democracy» (έχει αποδοθεί στα ελληνικά ως «δημοκρατία ελέγχου»).
Εδώ και δύο δεκαετίες γίνεται λόγος για «διαδραστική» ή «ψηφιακή δημοκρατία», πιο πρόσφατα για «ρευστή δημοκρατία», «συμπεριληπτική δημοκρατία», «ανελεύθερη δημοκρατία», «αυταρχική δημοκρατία» ή «μετα-δημοκρατία».
Η πύκνωση των χαρακτηρισμών στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, όπως και η επικέντρωση σε διαφορετικές όψεις, βέβαια, δεν υποδηλώνουν πλέον μόνο τη δυναμική της. Κάποιοι από αυτούς υποδεικνύουν έναν θεσμό μιας κοινωνίας σε μετάβαση, άλλοι ένα πολίτευμα σε κρίση.
Σε κάθε περίπτωση προτρέπουν σε έναν αναστοχασμό τόσο προς επανεπιβεβαίωση των θεμελιωδών αρχών της όσο και προς διερώτηση γύρω από το παρόν και το μέλλον της.
Παλαιοί τύποι, νέα κριτήρια
Του Σπύρου Βλαχόπουλου

Στο Συνταγματικό Δίκαιο διδάσκουμε ότι υπάρχουν δύο βασικοί τύποι δημοκρατίας. Κατ’ αρχάς, η κοινοβουλευτική (αβασίλευτη ή βασιλευόμενη) δημοκρατία, όπως στην Ελλάδα, με την τριγωνική σχέση Βουλής, κυβέρνησης και Προέδρου της Δημοκρατίας και τις αμοιβαίες εξαρτήσεις μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, όπου η κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής και μπορεί να προκαλέσει την πρόωρη διάλυση της Βουλής.
Δεύτερον, η προεδρική δημοκρατία, όπως στις ΗΠΑ, όπου υφίσταται σχεδόν απόλυτος χωρισμός των εξουσιών, με την εκτελεστική εξουσία να είναι ανεξάρτητη από τη νομοθετική. Ανάμεσα στα δύο συστήματα υφίσταται το ημιπροεδρικό, όπως στη Γαλλία, το οποίο είναι κατά βάση κοινοβουλευτικό με άμεση όμως εκλογή του προέδρου.
Αναρωτιέμαι όμως εάν οι παραπάνω διακρίσεις είναι οι κύριες και μήπως θα έπρεπε να αναζητήσουμε μια νέα κατηγοριοποίηση των δημοκρατιών με βάση πιο ουσιαστικά κριτήρια. Εννοείται ότι όλες οι κατηγορίες που αναπτύσσονται στη συνέχεια δεν αποτελούν στεγανά και υπάρχουν πολλές κυβερνήσεις που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά από περισσότερες κατηγορίες. Για την ακρίβεια, κάποιες από τις κατηγορίες αυτές αποτελούν «συγκοινωνούντα δοχεία» μεταξύ τους.
Μια πρώτη νέα κατηγορία που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια στη θεωρία είναι οι λεγόμενες «ανελεύθερες δημοκρατίες». Αν και ο όρος αυτός είναι μάλλον αντιφατικός (νοείται δημοκρατία χωρίς ελευθερία;), επιχειρεί να περιγράψει τα καθεστώτα εκείνα όπου τυπικά εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και διεξάγονται εκλογές, ωστόσο η κυβέρνηση ελέγχει τους κρίσιμους θεσμούς, όπως τη Δικαιοσύνη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται η Ουγγαρία, όπου το κυβερνών κόμμα λόγω του εκλογικού νόμου κερδίζει πάνω από τα δύο τρίτα των εδρών στη Βουλή, με αποτέλεσμα να αναθεωρεί πολύ εύκολα το Σύνταγμα και να παρακάμπτει έτσι τις αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας των κυβερνητικών μέτρων.
Μια δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη στην οποία καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες. Βέβαια, οι σχέσεις της οικονομικής με την πολιτική εξουσία δεν είναι νέο φαινόμενο. Ωστόσο, πρόσφατα στις ΗΠΑ εμφανίστηκε το φαινόμενο με τους πανίσχυρους επιχειρηματίες να μοιράζονται ουσιαστικά την εξουσία με τον εκλεγμένο πρόεδρο.
Ποτέ άλλοτε η «επικυριαρχία του οικονομικού επί του πολιτικού» δεν εκφράστηκε τόσο φανερά, χωρίς να τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα. Πρόκειται ίσως για τη βαθύτερη αλλοίωση της έννοιας της δημοκρατίας στη σύγχρονη εποχή.
Μια τρίτη κατηγορία είναι αυτή των «λαϊκιστικών» κυβερνήσεων χωρίς σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά, όπως στην Αργεντινή. Είναι σαφές ότι ο λαϊκισμός δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αφού λαϊκιστικές κυβερνήσεις υπήρξαν και στο παρελθόν. Είναι όμως η πρώτη φορά που ο κόσμος εμφανίζεται τόσο ευάλωτος στις υποσχέσεις για εύκολες λύσεις σε χρόνια προβλήματα. Αυτό ίσως οφείλεται στα προβλήματα των σύγχρονων δημοκρατιών, που θα αναπτυχθούν στη συνέχεια.
Η τελευταία κατηγορία, στην οποία κατατάσσεται και η Ελλάδα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «γερασμένη δημοκρατία». Πρόκειται για τη δημοκρατία στην οποία διεξάγονται μεν εκλογές και λειτουργούν οι θεσμοί, πλην όμως εμφανίζονται σαφή σημάδια κόπωσης και δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος απέναντι στους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα.
Η δυσαρέσκεια αυτή εκφράζεται με διάφορους τρόπους και ιδίως μέσω του αυξανόμενου ποσοστού αποχής από τις βουλευτικές εκλογές. Οι αιτίες είναι σίγουρα πολλές. Ενδεικτικά και μόνο θα μπορούσαν να αναφερθούν ως τέτοιες η έλλειψη αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων σε συνδυασμό με το πανίσχυρο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, η αίσθηση του πολίτη ότι η συμμετοχή στο πολιτικό γίγνεσθαι περιορίζεται μόνο στην ημέρα των εκλογών και οι οικονομικές δυσκολίες (ιδίως η ακρίβεια) για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ολα αυτά καταλήγουν συχνά στην αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας που έχει φτάσει έως του σημείου να πλήττει πλέον και το «τελευταίο καταφύγιο» και δικαιοκρατικό θεμέλιό της, δηλαδή τη Δικαιοσύνη. Για όλους αυτούς τους λόγους οφείλουμε να ανανεώσουμε τη δημοκρατία μας. Αλλιώς τα ανελεύθερα, οικονομικοκεντρικά και λαϊκιστικά καθεστώτα θα γίνουν ο κανόνας του σύγχρονου κόσμου. Ή μήπως έχουν ήδη γίνει;
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Η «γραμματική» της Δημοκρατίας
Του Θεόδωρου Παπαγγελή

Αδιαπραγμάτευτος ελιτιστής, ο Πλάτων αφιέρωσε το διασημότερο έργο του στον εξορκισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος, και το πιο απλό μέσα στα βαθυστόχαστα και αξιομελέτητα που είπε για τη δημοκρατία ήταν το «δώσε θάρρος στον χωριάτη (λαό) και θ’ ανέβει στο κρεβάτι» – καθαρά και ξάστερα πράγματα, δηλαδή, κι ας μη μας το είπαν ακριβώς έτσι ούτε οι δάσκαλοί μας στο σχολειό ούτε το ευγενές και περισπούδαστο σινάφι των φιλοσόφων.
Κάτι τέτοιο πίστευε κατά βάθος και ο Αριστοτέλης αλλά αυτός μας τα μπέρδεψε λίγο επειδή ήθελε τη δημοκρατία του «μεικτή»: λαϊκή κυριαρχία μεν, αριστοκρατική ηγεσία δε. Πάντως, από τότε καταλάβαμε ότι σκέτη δημοκρατία χωρίς πρόσθετα, γλυκαντικά ή συντηρητικά (συνήθως με τη μορφή κάποιου επιθετικού προσδιορισμoύ) είναι δυσεύρετη. Αρχίσαμε επίσης να καταλαβαίνουμε ότι η δημοκρατία συμβιώνει, όπως συμβιώνει, με τις ανεπίλυτες αντιφάσεις της.
Για παράδειγμα, μιλάμε για τη σύγχρονη, εξελιγμένης τεχνολογίας «φιλελεύθερη» ή «αστική» (πείτε το όπως θέλετε) δημοκρατία δυτικού τύπου και εννοούμε, χωρίς να το λέμε, την «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία: σε ψηφίζω για να βουλεύεσαι, να νομοθετείς και να εκτελείς ως εκπρόσωπός μου, πλην εσύ, ασκώντας τη συνειδησιακή σου ελευθερία (λέμε τώρα…), αποφασίζεις καθ’ οδόν να αντιπροσωπεύσεις άλλη παράταξη από αυτήν με την οποία εξελέγης ή να σηκώσεις μπαϊράκι ανεξαρτησίας.
Κάτι ήξερε εκείνος ο ανίατα Ρομαντικός (ναι, με κεφαλαίο) Ζαν-Ζακ Ρουσό όταν έλεγε: «Λαός που αναθέτει τέτοιες εξουσίες στους αντιπροσώπους του δεν είναι λαός ελεύθερος. Η δημοκρατία ή είναι «άμεση» ή δεν υπάρχει» – πολύ Ρομαντικό αλλά και εξαιρετικά περίπλοκο ως προς τα logistics όταν ψηφίζουν όχι πέντε-έξι χιλιάδες «βεριτάμπλ» Αθηναίοι των δήμων της αρχαίας Αττικής αλλά μερικά εκατομμύρια. Το καταφέρνουν κάπως οι Ελβετοί, ίσως εις μνήμην του διάσημου συμπατριώτη τους.
Φυσικά, οι επιθετικοί προσδιορισμοί μπορεί να είναι περισσότεροι του ενός, όπως, λόγου χάριν, στο «Eνωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, κάποιοι θα σπεύσουν να μας πουν ότι τα πολλά επίθετα λιγόστεψαν τη δημοκρατία, ξεχνώντας όμως ότι η «Λαϊκή» Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας είναι «μονοεπιθετική» χωρίς να εμφανίζει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε δημοκρατικά συστατικά.
Eνα άλλο ζήτημα με τη δημοκρατία είναι ότι, όπως συχνά συμβαίνει κατά τον λεγόμενον ρουν της Ιστορίας, συχνά χρειάζεται ένα είδος ΚΑΡΠΑ, το οποίο στην αργκό της πολιτικής παραφράζεται συνήθως ως «αναγέννηση».
Στο ελληνικό κομματικό κοιμητήριο κείται η «Δημοκρατική Ανανέωση» (ΔΗΑΝΑ), ζώντες οργανισμοί με παρεμφερή ονόματα εντοπίζονται σε Γαλλία και Βουλγαρία (για να μην πάμε πιο μακριά) ενώ «Δημοκρατική Αναγέννηση» ονομάζεται η πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε στη μετακομμουνιστική Αλβανία. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις η δημοκρατία υποβάλλεται σε αντιγηραντικό μπότοξ για να φαίνεται «Νέα».
Ειδικό ενδιαφέρον από την άποψη αυτή παρουσιάζει το οικοσύστημα της Αριστεράς, όπου οι ιδεολογικές αποκλίσεις από την κομμουνιστική ορθοδοξία και το παρεπόμενο χρονικό διασπάσεων και αναδιασπάσεων έκανε απαραίτητη τη διευκρίνιση: «Δημοκρατική» Αριστερά (όπως ΔΗΜΑΡ), τουτέστιν εμφατική διευκρίνιση εκεί που ο αριστερός ρομαντισμός θα έπρεπε κανονικά να βλέπει πλεονασμό και ταυτολογία. Την ανάγκη της διευκρίνισης φαίνεται να την ένιωσε πιο βασανιστικά το νέο κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη που αντιδιαστέλλει τη δική του Αριστερά ως «σύγχρονη και προοδευτική» (να μας έλεγε και ως προς ποια άλλη…) στη ρύμη της ίδρυσης του «Κινήματος Δημοκρατίας» – ενδιαφέρουσα τροπή των πραγμάτων που ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ο αρχηγός δεν συνειδητοποιεί πλήρως, μεταξύ άλλων, τις ιστορικές συνδηλώσεις του όρου «κινηματίας».
Ξεχωριστή περίπτωση και ο «Δημοκρατικός Στρατός», που, βέβαια, υποτίθεται ότι πολέμησε για τη δημοκρατία αλλά σε επίπεδο διατύπωσης θα δελεάσει πολλούς να θυμηθούν τα χρόνια της θητείας τους και να σκεφτούν ότι ο στρατός δεν είναι ο καταλληλότερος βιότοπος για δημοκρατικά «ζώα» (με την αριστοτελική σημασία της λέξης).
Ενδιαφέρουσα, και κάποτε δύσκολη, η «γραμματική» της δημοκρατίας: έχει χρόνους (κάποιοι ανησυχούν σοβαρά για τον μέλλοντά της), εγκλίσεις (κυρίως την ευκτική), πτώσεις (συχνά κυριολεκτικές) και πληθώρα επιθετικών προσδιορισμών. Αλλά η δημοκρατία έχει και τάσεις επεκτατισμού προς αλλότριες περιοχές, όπως για παράδειγμα, εκείνη η «Δημοκρατία των Γραμμάτων», η République des Lettres, που με τους διάσημους ευρωπαίους ουμανιστές κάποτε διεκδικούσε (διεκδικεί τάχα ακόμη;) διακρατική, διαπολιτισμική και διαχρονική επικράτεια.
Ολες οι προηγούμενες επί γης, αλλά υπάρχει και μια αιθεροβάμων που τη λανσάρει με τον τίτλο «αισθητική δημοκρατία» ένας βρετανός καθηγητής (Τόμας Ντόκερτι το όνομά του για όποιον ενδιαφέρεται). Ο μόνος τρόπος, λέει, για να επιτευχθεί κοινωνική και πολιτική δημοκρατία είναι οι άνθρωποι να εμβαπτιστούν στα νάματα της τέχνης και της αισθητικής καλλιέργειας. Με άλλα λόγια, ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι…
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.
Μετριοπάθεια κατά μεσσιανικού λόγου
Της Αννας Γρίβα
Η άνοδος του «αντισυστημικού» λόγου μέσα στις δυτικές δημοκρατίες βασίζεται μεταξύ άλλων σε μια αντίληψη η οποία επιμελώς έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια: πως οι θεσμοί είναι διεφθαρμένοι, πως οι νόμοι δεν έχουν αξία και δεν μπορούν να υποστηρίξουν το δίκαιο του λαού.
Και κατ’ επέκταση: πως ο λαός – με τους αντισυστημικούς ηγέτες του – οφείλει να πάρει το δίκαιο στα χέρια του και να τιμωρήσει όσους τον αδικούν. Μια τέτοια απαξίωση νόμων και θεσμών, οι οποίοι με κόπο έχουν κατακτηθεί στις δημοκρατικές κοινωνίες, αποτελεί ίσως τον πιο ουσιαστικό κίνδυνο για τη λειτουργία της σύγχρονης δημοκρατίας.
Και θα αντιτείνει κανείς: μα από τη στιγμή που υπάρχουν φαινόμενα διαφθοράς στους θεσμούς, είναι λογικό να προκύπτει η απαξίωσή τους στον γενικό πληθυσμό. Σύμφωνοι. Η απαξίωση μπορεί να δικαιολογείται στο επίπεδο του θυμικού. Είναι όμως το θυμικό που πρέπει να ορίζει την κοινωνική ζωή; Κι έτσι, μέσα από αυτό το ερώτημα, φτάνουμε στο βαθύτερο ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας: στη σχέση μεταξύ θυμικού και έλλογου στοιχείου μέσα στον κάθε πολίτη.
Κατά τη γνώμη μου, η βασικότερη προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι μία: η υποταγή του θυμικού μέρους της ψυχής στο έλλογο μέρος της. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως ένστικτα και ανεξέλεγκτα συναισθήματα, τα οποία σε επίπεδο ψυχικής ζωής είναι απολύτως φυσικό να υπάρχουν μέσα μας, πρέπει να τιθασευτούν, ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνει κανείς σε κοινωνικό πλαίσιο να συνιστούν το αποτέλεσμα έλλογης επεξεργασίας, αντιπαράθεσης επιχειρημάτων, διαλόγου και συλλογιστικών διαδικασιών.
Συνεπώς, θα τολμούσα να προσδιορίσω τη δημοκρατία ως μια βαθύτατη ψυχική και διανοητική μετριοπάθεια. Μόνο ο μετριοπαθής μπορεί να ακούσει την άλλη γνώμη, να συνομιλήσει και να σεβαστεί τον άλλον και εν τέλει να παραδεχθεί σφάλματα και να αναθεωρήσει αντιλήψεις, αφού το έλλογο στοιχείο του ανθρώπου προτάσσει την ανεύρεση της αλήθειας, ενώ το θυμικό προτάσσει την επιβολή επί του άλλου, την ικανοποίηση της κυριαρχίας της ιδίας γνώμης.
Ας επιστρέψουμε όμως στους δημοκρατικούς νόμους. Ο νόμος και ο σεβασμός προς αυτόν αποτελεί την επισφράγιση του πνεύματος της μετριοπάθειας και του έλλογου που κυριαρχεί επί του θυμικού.
Ο Σωκράτης, ο οποίος στον Κρίτωνα δηλώνει πως μέσα από όλες τις εσωτερικές του δυνάμεις πείθεται μονάχα στη λογική, έδωσε το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία του κόσμου μιας τέτοιας έλλογης στάσης απέναντι στον νόμο: υπερασπίστηκε τον εαυτό του μέσα από την εκπληκτική απολογία του, στο πλαίσιο που η ίδια η πόλη είχε ορίσει για την υπεράσπισή του, αλλά δέχτηκε μια απόφαση που εν τέλει τον αδίκησε, διότι κατανοούσε πως η παραβίαση των νόμων, μέσω της απόδρασης που πρότεινε ο μαθητής του Κρίτων, θα υπονόμευε τους θεσμούς που συγκροτούσαν διαχρονικά την πόλη.
Αυτή τη στάση έλλογου σεβασμού προς τους θεσμούς, αιώνες αργότερα, θα υποστήριζε και ο κατεξοχήν φιλόσοφος της ανεκτικότητας Μπαρούχ Σπινόζα στο Tractatus Theologico-Politicus: ο Σπινόζα γράφει πως αν κάποιος «αποδεικνύει πως ένας νόμος είναι απεχθής στον ορθό λόγο και πρέπει να καταργηθεί», θα πρέπει να υποβάλει τη γνώμη του στην κρίση της εξουσίας που διαχειρίζεται τη θέσπιση και την κατάργηση των νόμων, «χωρίς να ενεργεί καθόλου ενάντια σε αυτόν τον νόμο». Με αυτόν τον «σωκρατικό» τρόπο τονίζει ο φιλόσοφος τη σημασία του μεσολαβητικού ρόλου των θεσμών που αποτρέπουν από την κυριαρχία ενός πρωτόγονου δικαίου.
Επιπλέον, η απομάκρυνση από τη μετριοπάθεια και την έλλογη εξέταση των καταστάσεων φέρνει στο προσκήνιο έναν λόγο μεσσιανικό, ο οποίος, ρητά ή υπόρρητα, επαγγέλλεται λύσεις μαγικές και αστραπιαίες μέσα από τη σύγκρουση και τη δημιουργία εχθρών που πρέπει να εξαλειφθούν.
Ο 20ός αιώνας μάς δίδαξε με δραματικό τρόπο πού οδηγεί ο πολιτικός μεσσιανισμός, τον οποίο εξέφρασαν ο ναζισμός, ο φασισμός (μαύρος και κόκκινος), οι δικτατορίες. Η δημοκρατία, από την πλευρά της, δεν διαθέτει μεσσιανικά «δολώματα»: επιδίωξή της είναι μέσω της συναίνεσης να βελτιώνει τους θεσμούς και να καθιστά κατά το δυνατό δικαιότερους τους νόμους. Αυτή δεν είναι βέβαια μια υπόσχεση που μπορεί να συνεπάρει τα πλήθη, αλλά είναι ίσως ο μόνος ασφαλής δρόμος για να αποφύγει ο άνθρωπος – αυτό το ικανότατο αλλά και ευμετάβλητο από τα πάθη του ον – τους επικίνδυνους δρόμους της βίας, της επιβολής και των κάθε είδους «τραμπισμών» και τραμπουκισμών.
Η κυρία Αννα Γρίβα είναι συγγραφέας και ιστορικός της λογοτεχνίας.