Μεταξύ πολιτικών και πολιτισμικών συγκρούσεων
Το πολιτικό σκηνικό μεταβάλλεται πάντοτε με την ταχύτητα της εποχής του. Κάποτε η ροή του πολιτικού χρόνου μετριόταν σε μέρες ή εβδομάδας, κατά τη συχνότητα του Τύπου, έπειτα με τους ρυθμούς του 24ωρου τηλεοπτικού κύκλου ενημέρωσης, σήμερα με την αμεσότητα του Twitter. Αν εξαιρέσει κανείς μεγάλες ανατροπές ή αιφνίδιες κρίσεις, η ακολουθία των εξελίξεων τείνει να λειαίνει τις καμπές δίνοντας στο κοινό μια αίσθηση σχετικά ομαλής διαδοχής.
Τομές όμως υπάρχουν, αναδιατάξεις συμβαίνουν, μετατοπίσεις πραγματοποιούνται παρά την αδυναμία να ταυτοποιηθούν ή να αποσαφηνιστούν τη στιγμή της εκδήλωσής τους. Η μορφή του μέλλοντος σπάνια γίνεται αντιληπτή από τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων. Ευκολότερα αποτυπώνεται όταν έρχονται στην επιφάνεια οι συνέπειές τους. Εχοντας διανύσει πια σχεδόν το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα είναι σαφές ότι δεν βρισκόμαστε στον ίδιο κόσμο με εκείνο των πρώτων μεταψυχροπολεμικών χρόνων. Τα πολιτικά διακυβεύματα έχουν μεταβληθεί πλήττοντας καίρια τα αυτονόητα της προηγούμενης περιόδου.
Από τη μια πλευρά οι ιδεολογικές διαφορές ακολούθησαν πορεία άμβλυνσης που δεν είναι εμφανής μόνο στον πολιτικό λόγο αλλά και στην ονοματοδοσία των κομμάτων η οποία αποφεύγει πλέον κατά κανόνα την ταύτιση με μια δεδομένη πολιτική φιλοσοφία· από την άλλη οι πολιτισμικές και ταυτοτικές διενέξεις διεκδίκησαν τόσο σημαντικό χώρο στον δημόσιο διάλογο ώστε να τίθεται από ορισμένους το ερώτημα αν υποκατέστησαν τις πολιτικές συγκρούσεις – ή αν οι πολιτικές συγκρούσεις της εποχής μας εκφράζονται διά της πολιτισμικής γλώσσας.
Νέα διλήμματα όπως αυτό μεταξύ «συστημισμού» και «αντισυστημισμού» που διατυπώθηκε από την περίοδο της οικονομικής κρίσης πόλωσαν τη δυτική κοινωνία γύρω από διαχωριστικές γραμμές με αμφίβολη αναλυτική αξία όσον αφορά την περιγραφή των προβλημάτων και των αναγκών της.
Την ίδια στιγμή η απαξίωση της δημοκρατίας, έκδηλη στη ρητορική των ευρωπαϊκών ακροδεξιών κομμάτων και τις αυθαίρετες μεθόδους διακυβέρνησης του Λευκού Οίκου του Ντόναλντ Τραμπ, ακυρώνει καταστατικές αρχές της όπως η διάκριση των εξουσιών. Διαφαίνεται ήδη πίσω από τις λέξεις, στο βάθος του ορίζοντα, στη συμπεριφορά ελίτ που προτιμούν να επικαλούνται εξιδανικευμένα παρελθόντα αντί ενός ελπιδοφόρου μέλλοντος, η απόρριψη της δημοκρατίας ως αυταξίας.
Το τοπίο αποδεικνύεται πολύ πιο δύσβατο από ό,τι προέβλεπε η υπέρμετρη αισιοδοξία της δεκαετίας του ’90. Τον 20ό αιώνα των μεγάλων συγκρούσεων μοιάζει να διαδέχεται ένας 21ος αιώνας κρίσιμων διακυβευμάτων.
Η υπαρξιακή πρόκληση
Του Στέφανου Δημητρίου

Η άνοδος της Ακρας Δεξιάς στην Ευρώπη μοιάζει να έχει διαμεσολαβήσει για την αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς: η Αριστερά έχει καταφανώς υποβαθμίσει το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων και της συνακόλουθης πολιτικής υποαντιπροσώπευσης. Δεν προβάλλει ισοτίμως και τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα και τη συλλογική ταυτότητα του ανήκειν σε έναν πολιτισμό, δηλαδή τον ευρωπαϊκό, δυτικό πολιτισμό, ο οποίος ανέδειξε την αξία της σύνθεσης ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, καθώς και των συμφυών δικαιωμάτων. Είναι ο πολιτισμός της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη».
Η εκλογή του Τραμπ είναι έκφραση της απαξίωσης των δυτικών δημοκρατιών. Η φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία παύει, πλέον, να αποτελεί αυταξία. Δεν υφίσταται το απροσμάχητο, μέχρι πρότινος, δημοκρατικό αυτονόητο. Ας σκεφτούμε το ακόλουθο ερώτημα: ποιες αντιφάσεις των δυτικών δημοκρατιών δεν τους επιτρέπουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και στις ανάγκες των δυτικών κοινωνιών; Νομίζω ότι είναι ερώτημα με αναστοχαστική δυναμική και αυτογνωστικό βάθος ως προς την απαξίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς (στη Σύνοδο του Μονάχου) ήταν χαρακτηριστική. Οπως και άλλοι συνεργάτες του Τραμπ, αντιπαρέβαλε την ελευθερία προς τη δημοκρατία. Λογικό, από την πλευρά του, εφόσον ταυτίζει την εξουσία όχι με τη θεσμικώς περιορισμένη αυτεξουσιότητα, αλλά με την κυνική αυθαιρεσία. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όμως, στηρίζεται στην έννομη ελευθερία ως ισονομία. Μόνο ο ισότιμος περιορισμός της ελευθερίας όλων μάς καθιστά εξίσου ελεύθερους ώστε να είναι δυνατή και η ισότιμη συνύπαρξη όλων.
Οι ολιγάρχες του πλούτου, όμως, που θέλουν να κυβερνούν τον πλανήτη ως τέτοιοι – και άρα πλέον δεν χρειάζονται την πολιτική, αλλά ούτε και τους πολιτικούς – επιδιώκουν την αποδέσμευση της ελευθερίας από την έννομη συνθήκη των δημοκρατικών περιορισμών της. Επιδιώκουν απόλυτη ελευθερία. Και η απόλυτη ελευθερία καταντά ασύδοτη. Και όπως μας έχει δείξει η Ιστορία – παρόλο που κοβόμαστε διαρκώς σε αυτό το μάθημα – η ασύδοτη ελευθερία παράγει τρόμο. Αυτό μας τρομάζει, όταν βλέπουμε τη «νέα Γιάλτα» ανάμεσα στον Τραμπ και τον Πούτιν, με την καθεύδουσα Ευρώπη να παρακολουθεί αμήχανα, χωρίς να σκέφτεται την προοπτική της πολιτικής της αναδιοργάνωσης από όσα κράτη ταυτίζουν την πολιτική τους αυθυπαρξία και καταξίωση με τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Είναι, τώρα, η στιγμή για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο; Τα ερωτήματα δεν τα θέτουμε ποτέ από ουδέτερη θέση. Ως εκ τούτου, μιλώ από τη σκοπιά μιας δημοκρατικής, μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, αντιλαμβανόμενος τον δημοκρατικό σοσιαλισμό ως πολιτική δημοκρατία με κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή ως σύνθεση δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού και πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο τελευταίος είναι αδιαπραγμάτευτος, μαζί με την κοινωνική δικαιοσύνη, για ένα ευρύ κοινωνικό συμβόλαιο υπεράσπισης των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Αυτό, όμως, συνεπάγεται και το να αναγνωρίσουμε, πέρα από οποιαδήποτε αριστερή και δεξιά αυτοβεβαίωση – όπου ανήκει ο καθένας, δηλαδή – το εύρος των δημοκρατικών ιδεολογιών, που είναι και σοσιαλιστικές και φιλελεύθερες και κάπως πιο συντηρητικές και κάπως πιο ριζοσπαστικές, ώστε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και την αξιακή σύμφυσή της με το κράτος δικαίου, να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες για να περιορίσουμε την πολιτική υποαντιπροσώπευση και την απαξίωση των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, να αντισταθούμε σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού, ιδεολογικού φονταμενταλισμού, που ενδημεί σε εκδοχές τόσο του συντηρητισμού όσο και του καταγγελτικού και «ακυρωτικού» της ελευθερίας της έκφρασης και της σκέψης προοδευτισμού, χωρίς να ταυτίσουμε, όμως, με αυτές τις εκδοχές την υπεράσπιση των ίσων δικαιωμάτων για όλους, σε αναφορά προς τις ίσες υποχρεώσεις όλων μας. Κάτι τέτοιο, όμως, υπερβαίνει το στενό πεδίο των εθνικών κρατών.
Προϋποθέτει την αναδιοργάνωση της ίδιας της ευρωπαϊκής πολιτικής ως δημοκρατικής πολιτικής. Προϋποθέτει τη μεταρρύθμισή της. Η Ακρα Δεξιά έχει ένα πλεονέκτημα: έχει ήδη κυριαρχήσει ως νοοτροπική στάση που διεγείρει ομόλογα συναισθήματα. Την ίδια στιγμή, η φιλελεύθερη δημοκρατία μοιάζει ανήμπορη να αντιδράσει.
Εάν την αφήσουμε έτσι, θα έχουμε εγκαταλείψει τη συνθήκη της ισότιμης πλουραλιστικής συνύπαρξης και της ηθικοπολιτικής μας καταξίωσης ως πολιτικά αυτεξούσιων προσώπων. Συνήθως, η απαλοιφή του διακριτού προσώπου υποκαθίσταται από το πανομοιότυπο αποτύπωμα της ολοκληρωτικής εξουσίας. Τότε, δεν θα είμαστε πλέον ισότιμοι, αλλά απλώς ουδέτερα ίδιοι. Ποτέ, άλλοτε, δεν ήταν τόσο επίκαιροι ο Τζορτζ Οργουελ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ και ο Νορμπέρτο Μπόμπιο.
Ο κ. Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το αδιέξοδο του (αντι)συστημισμού
Του Γιώργου Καραβοκύρη

Κάθε εποχή φέρει τα δίπολά της, τα σχήματα που ταξινομούν εμπειρίες και διεκδικήσεις, προσδοκίες και ματαιώσεις. Αυτά συσπειρώνουν φίλους και εχθρούς, σύμφωνα με την αρχετυπική μορφή του πολιτικού. Την προηγούμενη δεκαετία, στην οικονομική κρίση, σε διαιρετική τομή αναδείχθηκε ο (αντι)λαϊκισμός, μια έννοια ρευστή, που επικαθόρισε τον διχασμό μνημονίου – αντιμνημονίου. Παλαιότερα, στις μέρες της μεταπολιτευτικής αισιοδοξίας, την κομβική αυτή θέση διεκδίκησε ο εκσυγχρονισμός.
Πρόκειται για διαιρέσεις που υποκρύπτουν άλλες, ουσιαστικές και ιδεολογικές, διαφορές (π.χ., αριστερά – δεξιά, φιλελευθερισμός – σοσιαλισμός, κοσμοπολιτισμός – κοινοτισμός). Ωστόσο, ρητορικά και προγραμματικά, φαίνεται να διεγείρουν τόσο τους υπερασπιστές όσο και τους πολέμιούς τους. Χάνοντας μοιραία, λόγω της απολυτότητάς τους, πάντα κάτι (σημαντικό) στην κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων.
Σήμερα σε μείζον πολιτικό διακύβευμα ανάγεται διεθνώς η μετωπική σύγκρουση μεταξύ «συστημικών» και «αντισυστημικών». Η έννοια του «συστήματος» – και μαζί με αυτό της κριτικής του – έχει την αυτοτελή μεθοδολογική της χρησιμότητα στο πεδίο της επιστήμης. Στην επίκαιρη, όμως, πολιτική της χρήση η δημοφιλής αντίθεση «συστημικός» – «αντισυστημικός» είναι παραπλανητική. Δεν υπάρχει βαθύ νόημα σε αυτούς τους όρους, καθώς η λέξη «σύστημα» («μας φταίει το»…) αποδεικνύεται προβληματική, σχεδόν σχολική, και δεν αποτυπώνει με ακρίβεια τίποτα, ούτε αντιστοιχεί πολιτικά στη δεξιά ή την αριστερά ή το κέντρο. Αντιθέτως, εκφράζει μια συνθηματολογική πρόσληψη της πραγματικότητας που καταντά εργαλειακή.
Στην εύκολη κατηγορία του «συστημικού» εγγράφονται, στο όνομα της γενικευμένης καταγγελίας της «κατεστημένης τάξης», όλα τα συγκροτητικά στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα οποία και απαξιώνονται συλλήβδην ως συντηρητικά ή αυταρχικά. Το «σύστημα» συρρικνώνεται σε μια αθεράπευτη παθολογία του (δυτικού) πολιτισμού και υποστηρικτές του θεωρούνται οι συμβιβασμένοι απολογητές μιας προνομιακής εξουσίας. Στην άλλη όχθη, η επίσης ευρύχωρη ταμπέλα του «αντισυστημικού» χρησιμοποιείται για να δαιμονοποιηθεί κάθε κριτική, λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστική, εν όψει ενός νεφελώδους πλην «σοφού» ορθολογισμού, κυρίως των ελίτ, που διακρίνονται «γνωστικά» από τα λαϊκά στρώματα. Την ίδια στιγμή, αναπαράγει μια προφανή σύγχυση και υποκρισία, αποδιδόμενη σε κατεξοχήν «συστημικά» πολιτικά φαινόμενα και πρόσωπα, όπως ο Τραμπ και ο Μασκ (βλ. Ν. Σεβαστάκη, «»Αντισυστημικοί»: Μια απατηλή ονομασία προελεύσεως», Lifo, 6/2/2025).
Δεν είναι, παρά ταύτα, τυχαία η διάδοση του σχήματος στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα. Προδίδει τη φθορά και τη μειωμένη απήχηση και συναισθηματική εμβέλεια των παραδοσιακών πολιτικών λεξιλογίων σε αβέβαιους καιρούς, με θολές κατηγοριοποιήσεις, ιδίως για εκείνους που ανατρέχουν σε παλιά αναλυτικά εργαλεία, αναζητώντας μια χαρούμενη και παγκοσμιοποιημένη ελευθερία ή εμμένοντας σε σκληρές ταξικές ανατομίες των σύνθετων κοινωνιών μας.
Ποιο αλήθεια κλασικό πολιτικό αφήγημα μπορεί να ενσωματώσει πειστικά τις φοβερές αντιφάσεις του προηγμένου κόσμου, ο οποίος έχει την επείγουσα ανάγκη της προστασίας απέναντι στις αλλεπάλληλες κρίσεις του, ενώ αξεπέραστο αίτημα και βίωμά του παραμένει αυτό της ελευθερίας και της ατομικής (καλής) ζωής; Πώς να συλλάβει κανείς τους ριζικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς που φέρνει, για παράδειγμα, η τεχνητή νοημοσύνη με τις προκατανοήσεις ενός αναλογικού παρελθόντος; Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον, πραγματικό και ψηφιακό συνάμα, άπειρων και ορατών σε όλους προβολών της ανθρώπινης επιθυμίας, που δημιουργούν νέους, επιθετικούς ανθρωπότυπους και ανταγωνισμούς.
Η κόπωση και η αλαζονεία του (ολιγαρχικού) φιλελευθερισμού, όπως η παρακμή της (old school) σοσιαλδημοκρατίας, καθρεφτίζουν την αμηχανία των συνηθισμένων μας διπόλων, τη δυσκολία να εμπνεύσουν για το μέλλον, να ξυπνήσουν το πολιτικό πάθος στους πολλούς. Η πολιτική κοινωνία μοιάζει κατακερματισμένη σε πολλαπλά και ασύνδετα ακροατήρια, με ασύμβατες ταυτότητες, που παλεύουν ερήμην των μεγάλων οραμάτων.
Πλέουμε στον πραγματισμό της στιγμής, δίχως επιδραστικές αναφορές. Η ασφυξία του πολιτικού στο ιλιγγιώδες και απρόβλεπτο πραγματικό ενεργοποιεί αμυντικά την πιο ακραία διάκριση, τη δήθεν επιβιωτική επιλογή ανάμεσα στο «καθεστώς» και την αποκαθήλωσή του. Καταλήγει στον αυτοαναφορικό, ασφαλή και τελικά άσκεφτο αυτοκαθορισμό μεταξύ μιας συστημικής ή αντισυστημικής στάσης. Οταν ο πολιτικός λόγος φτάνει σε αδιέξοδο ως προς την κατανόηση και την υπέρβαση της κρίσιμης συγκυρίας, τότε πονηρά επινοεί και τοποθετεί τον εαυτό του εκτός αυτής.
Ο κ. Γιώργος Καραβοκύρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
Ελίτ και επινοημένο παρελθόν
Της Τζένης Λιαλιούτη
Από τη δεκαετία του 2000 και εξής η έννοια του λαϊκισμού βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε αναλύσεις, στον επιστημονικό και στον δημόσιο λόγο, που επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν μια σειρά από πολιτικά φαινόμενα, από το βρετανικό Brexit και την πρώτη εκλογή Τραμπ έως το ελληνικό αντιμνημόνιο και την άνοδο της σύγχρονης Ακροδεξιάς. Εστιάζοντας άλλοτε στη ρητορική των πολιτικών ηγεσιών και άλλοτε στις ροπές και τα συναισθήματα του εκλογικού ακροατηρίου, η έννοια του λαϊκισμού δεν βοήθησε στην κατανόηση σύνθετων πολιτικών διεργασιών υποβαθμίζοντας ιδεολογικές διαφορές και κοινωνικές δυναμικές. Προτάσσοντας τη θεώρηση ευρύτατων κοινωνικών ομάδων ως πολιτισμικά οπισθοδρομικών και πολιτικά ανορθολογικών, δεν επέτρεψε επίσης τη μετατόπιση του βλέμματος στον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ελίτ.
Πέρα δηλαδή από την κριτική για επιμέρους πρόσωπα που αναδείχθηκαν σε αρνητικούς πρωταγωνιστές της συγκυρίας, τα φαινόμενα που μας απασχολούν σήμερα δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς σε σχέση με τα χαρακτηριστικά εκείνων των ομάδων που λαμβάνουν τις αποφάσεις, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Σήμερα, με αφορμή και τη διάρρηξη της ατλαντικής κοινότητας έτσι όπως είχε διαμορφωθεί από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, έχει επανέλθει στο προσκήνιο ο προβληματισμός για το λεγόμενο έλλειμμα ηγεσίας. Πώς θα μπορούσαμε, τελικά, να κατανοήσουμε αυτό το έλλειμμα; Πώς έχουν μεταβληθεί η φυσιογνωμία και ο ρόλος των ελίτ στον 21ο αιώνα;
Για να απαντήσουμε, μπορούμε να ανατρέξουμε σε δύο στοιχεία που αποτέλεσαν κληρονομιά του 20ού αιώνα. Το πρώτο αφορά τον σχεδιασμό του μέλλοντος και την ιδέα της προόδου. Το δεύτερο αφορά την ταυτότητα των ελίτ. Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε το έτος μηδέν, την αφετηρία μιας νέας εποχής στην οποία κυριαρχούσε η ιδέα πως οι κοινωνίες ήταν προσανατολισμένες στο μέλλον, ένα μέλλον συνυφασμένο με την επιδίωξη της προόδου.
Πολιτικοί και «τεχνοκράτες» καλούνταν να υπηρετήσουν αυτήν την ιδέα μεταφράζοντας την επιστημονική γνώση σε πολιτικό σχέδιο. Η σύζευξη ιδεολογίας και επιστήμης ήταν άλλωστε ένα από τα κοινά στοιχεία που μοιράζονταν Δύση και Ανατολή στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. O «τεχνοκρατικός σοσιαλισμός» ερχόταν να αντιπαρατεθεί με τους «μανδαρίνους του μέλλοντος» της Δύσης (κατά το Mandarins of the Future του Νιλς Γκίλμαν, εκδ. Johns Hopkins University Press, 2007). Οπλισμένοι με τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών, οι τελευταίοι ήταν αποφασισμένοι να βάλουν τον μη ανεπτυγμένο κόσμο στην πορεία του εκσυγχρονισμού.
Πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ οικοδομούσαν έναν ορίζοντα προσδοκιών στον οποίο οι κοινωνίες θα απολάμβαναν περισσότερα αγαθά, αποδεχόμενες συγχρόνως ένα ρυθμιστικό σχέδιο. Οι εν λόγω σχεδιασμοί δεν ήταν σε καμία περίπτωση αλάνθαστοι. Στηρίζονταν όμως στην πεποίθηση ότι ο κόσμος – είτε πρόκειται για εθνικά κράτη, για το ευρωπαϊκό εγχείρημα ή τη Δύση – θα προοδεύει εφόσον καθοδηγηθεί σωστά. Η ιδέα αυτή επιβίωσε ακόμη και μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Σήμερα, όμως, οι ιδέες αυτές εμφανίζονται εξαιρετικά αποδυναμωμένες. Ενα μέρος των πολιτικών ελίτ ανέρχεται στην εξουσία υποσχόμενο, όχι τον σχεδιασμό του μέλλοντος, αλλά την επιστροφή σε κάποιο επινοημένο παρελθόν το οποίο περιγράφεται ως ασφαλέστερο και, πάντως, προτιμότερο από το παρόν. Ακόμη, όμως, και πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται αυτή τη δυναμική αδυνατούν να παρουσιάσουν μία οραματική σύλληψη του μέλλοντος και εγκλωβίζονται σε βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις. Η συρρίκνωση του ευρωπαϊκού οράματος σε προγραμματικά κείμενα όπως η «Ατζέντα 2030» είναι ένα παράδειγμα της παραπάνω δυστοκίας.
Παράλληλα, η επιστημονική-τεχνολογική πρόοδος έχει, σε μεγάλο βαθμό, αποσυνδεθεί από την ιδέα της συλλογικής προόδου. Η στάση της τεχνολογικής ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ αποτελεί την πιο συζητημένη – και την πιο επικίνδυνη – έκφανση του ρήγματος μεταξύ εφαρμοσμένης επιστήμης, πολιτικής και κοινωνίας. Πέραν όμως του συγκεκριμένου χώρου, η ταυτότητα της σημερινής τεχνοκρατικής ελίτ συνδέεται με τη δυσκολία σύλληψης ενός συλλογικού οράματος για το μέλλον.
Ο κοσμοπολιτισμός και η συμμετοχή σε διεθνικά δίκτυα μεταφοράς γνώσης χαρακτήριζαν, σε μεγάλο βαθμό, και τους τεχνοκράτες του 20ού αιώνα. Ομως, στις μέρες μας, οι διαδρομές ζωής και οι εμπειρίες αυτής της ομάδας φαίνεται να λειτουργούν ανασταλτικά προς τη δημιουργία ουσιωδών δεσμών με τόπους και ανθρώπους. Η αναιμικότητα αυτών των δεσμών ενισχύει την αδυναμία πρόσληψης προβλημάτων, φόβων και ελπίδων μέσα από ένα συλλογικό πρίσμα. Η σημερινή τεχνοκρατική ελίτ αδυνατεί, τελικά, να φαντασθεί το μέλλον ως ένα συλλογικό εγχείρημα προόδου και τον εαυτό της ως φορέα ενός σχεδίου κοινωνικής αλλαγής.
Η κυρία Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης στο ΕΚΠΑ.