Το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια αποτελεί κομβικό στοιχείο του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Γιατί επηρεάζει καταλυτικά τη λειτουργία και την ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης και προς τα κάτω, το Λύκειο, και προς τα πάνω, τα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, αποτελεί μείζον κοινωνικό ζήτημα, γιατί προκαλεί τη μεγαλύτερη ψυχολογική πίεση και οικονομική αφαίμαξη στους υποψηφίους φοιτητές και στις οικογένειές τους. Οπως όλα τα ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, έγινε κι αυτό αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και δημαγωγίας. Τόσο από το «πρώιμο» ΠαΣοΚ το 1981 όσο και από το κακέκτυπό του, τον ΣΥΡΙΖΑ, καλλιεργήθηκε ο μύθος της «ελεύθερης» εισαγωγής στα ΑΕΙ.
Το νέο σύστημα που περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο του υπουργού Παιδείας, έπειτα από παλινωδίες τριών ετών, αποτελεί μιαν ακόμη στροφή… 360 μοιρών, όπως θα έλεγε ο Α. Τσίπρας. Επιστρέφουμε στις Δέσμες του 1983, με δύο εξαιρετικά αρνητικές «καινοτομίες». Πρώτον, τον ακρωτηριασμό του Λυκείου, με τη μετατροπή της Τρίτης Τάξης σε προπαρασκευαστική φροντιστηριακή τάξη, και, δεύτερον, την υπονόμευση του αδιάβλητου της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τη θέσπιση απολυτηρίων εξετάσεων ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης και ομάδες σχολείων, εφόσον ο βαθμός του απολυτηρίου θα συνυπολογίζεται για την τελική βαθμολόγηση των υποψηφίων σπουδαστών. Η «ελεύθερη πρόσβαση» περιορίζεται σε σχολές χωρίς ζήτηση, ως φερετζές της υπόσχεσης για κατάργηση των εξετάσεων.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.