Πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος Τραμπ αιφνιδίασε τους περισσότερους όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία, διευκρινίζοντας πως αυτό θα γίνει εντός 30 ημερών. Παρότι και στο παρελθόν είχαν δει το φως της δημοσιότητας ανάλογες σκέψεις (ήδη από την περίοδο Ομπάμα), στο τέλος οι επιτελείς των υπουργείων Αμυνας και Εξωτερικών έκριναν ότι μια απότομη αποχώρηση θα άφηνε χώρο στις υπόλοιπες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα για να προωθήσουν αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά τους. Η δεδομένη ενδυνάμωση του ασαντικού καθεστώτος, το οποίο σήμερα ελέγχει περίπου το 60% της επικράτειας και οπωσδήποτε τους κρίσιμους οδικούς άξονες και τις γραμμές τροφοδοσίας, σημαίνει πως το Ιράν θα διατηρήσει ισχυρά ερείσματα στην όποια επόμενη μέρα. Με τη διαφαινόμενη απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, πιστοί και χρήσιμοι σύμμαχοι, όπως οι Κούρδοι, που θα μπορούσαν τρόπον τινά να μετριάσουν την ιρανική επιρροή, βρίσκονται πλέον στον αέρα. Και εδώ προκύπτει το ερώτημα γιατί η Ουάσιγκτον εξόπλισε τους Κούρδους, επενδύοντας πολυποίκιλα σε μια στρατηγική σχέση μαζί τους, και τώρα μοιάζει να τους σπρώχνει στην αγκαλιά Μόσχας και Δαμασκού, και δη με πολύ αρνητικούς όρους. Εξίσου παράδοξο είναι οι ΗΠΑ ξαφνικά να εμπιστεύθηκαν στη μέχρι πρότινος αναξιόπιστη τουρκική ηγεσία τη διασφάλιση των συμφερόντων τους στη Συρία και ενώ αυτή συναλλάσσεται με χαρακτηριστική ευκολία (και πάντως όχι από θέση ισχύος) με Ρωσία και Ιράν.
Αν λοιπόν πρόκειται για μια παρορμητική απόφαση του προέδρου Τραμπ (ώστε να μην κατηγορηθεί ότι δεν τηρεί τις προεκλογικές του δεσμεύσεις) ή τελοσπάντων για μια στιγμιαία συνεννόηση, τότε δεν αποκλείεται αυτή στο μέλλον να διορθωθεί. Ηδη ο Λίντζι Γκρέιαμ, Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής που συναντήθηκε τις προηγούμενες ημέρες με τον Τραμπ, ισχυρίζεται ότι η αμερικανική αποχώρηση δεν θα προηγηθεί της εκπλήρωσης τριών στόχων: της μόνιμης εξουδετέρωσης του Daesh, της προστασίας των Κούρδων και της εξασφάλισης ότι το Ιράν δεν θα καλύψει το κενό. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο Καλίν, εκπρόσωπος Τύπου και εξ απορρήτων του Ερντογάν, έσπευσε να υπογραμμίσει στον γερουσιαστή ότι «οι τρομοκράτες δεν μπορούν να είναι σύμμαχοί σας». Μάλιστα, η Αγκυρα, παρότι στο παρελθόν, στην αγωνία της να εκδιώξει τον Ασαντ από την εξουσία, συνεργάστηκε με τζιχαντιστικά στοιχεία, πλέον θα διεκδικήσει – υπό σαφώς ευνοϊκότερες συνθήκες – τον ρόλο του εξουδετερωτή των τελευταίων θυλάκων τρομοκρατίας. Κάτι τέτοιο βέβαια θα επανέφερε τον κίνδυνο διεξαγωγής τρομοκρατικών επιθέσεων στη γείτονα ως αντίποινα για ενδεχόμενες επιχειρήσεις εναντίον εξτρεμιστικών στοιχείων.
Ούτως ή άλλως πάντως, ο διαχωρισμός μεταξύ μετριοπαθών και τζιχαντιστών που βρίσκονται στους κόλπους της αντιπολίτευσης είναι επισφαλής, δεδομένου ότι οπωσδήποτε έχουν εισχωρήσει σε αυτήν ακραία στοιχεία. Εδώ ο κίνδυνος είναι οι τζιχαντιστές – που θα κρύβονται εντός των δυνάμεων που αντιστρατεύονται το ασαντικό καθεστώς – να αποφύγουν τη στοχοποίηση/συλλήψεις και αργότερα έχοντας ανασυνταχθεί να διεκδικήσουν εκ νέου ρόλο, χωρίς αυτή τη φορά να προτάξουν την ίδρυση χαλιφάτου αλλά μέσω του προσφιλούς σε αυτούς αντάρτικου. Το παραπάνω σενάριο καταδεικνύει, αφενός, τη σημασία των Κούρδων, οι οποίοι εκτός από αξιόμαχοι και ετοιμοπόλεμοι έχουν επιδείξει σειρά επιτυχιών εναντίον του Daesh και των παραφυάδων του, αφετέρου, τις βλαβερές συνέπειες της ηθελημένα στρεβλής αντίληψης που προωθεί η Τουρκία, βάσει της οποίας συγχέονται οι κουρδικές πολιτοφυλακές YPG-PYD (που είναι αλήθεια ότι συνδέονται οργανικά με το PKK) με τους τζιχαντιστές, προκειμένου οι πρώτες να εξομοιωθούν με τους δεύτερους και να κατηγοριοποιηθούν στις τρομοκρατικές ομάδες.
Μία επιπρόσθετη δυσκολία για τις φιλοδοξίες της Αγκυρας εντοπίζεται στον συγκερασμό μεταξύ της διαπραγματευτικής ενίσχυσης της σουνιτικής αντιπολίτευσης (ειδικότερα του Free Syrian Army) στον βαθμό που θα την καταστήσει πολιτικά και επιχειρησιακά αντίπαλο δέος στον Ασαντ και τη διατήρηση της συμφωνίας της Αστάνας (και άλλων παρασκηνιακών διεργασιών) με Ρωσία και Ιράν, με το τελευταίο να προσεγγίζει πλέον με μεγαλύτερη περίσκεψη/δισταγμό την Τουρκία, λόγω της προσέγγισής της με τις ΗΠΑ. Εξίσου σύνθετος για την Αγκυρα θα αποδειχθεί και ο συνδυασμός της αποδοχής της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας (όπως δημόσια διατείνονται τούρκοι αξιωματούχοι προφανώς για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις) με την εδραίωση και διεύρυνση της τουρκικής παρουσίας στα συριακά εδάφη. Για τον Ερντογάν, τώρα που οι χώρες του Κόλπου έχουν αποστασιοποιηθεί και οι ΗΠΑ επιδεικνύουν ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα, είναι μοναδική ευκαιρία να αυξήσει τα ερείσματά του στο κυρίαρχο πληθυσμιακά σουνιτικό στοιχείο ώστε να μην περιφρονηθούν τα τουρκικά συμφέροντα, ακόμα και από ένα καθεστώς μη φίλα προσκείμενο. Ωστόσο, αυτή η προοπτική συνεπάγεται την αναγκαστική εμβάθυνση της εμπλοκής της γείτονος σε ένα περίπλοκο ζήτημα, όπως το Συριακό, καθώς και άδηλου χρονοδιαγράμματος στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος των Κούρδων που θα δίνουν μάχη επιβίωσης.
Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν».