Οι τρόποι με τους οποίους μία κοινωνία αντιλαμβάνεται την ταυτότητα και νοηματοδοτεί τον εαυτό της απορρέουν από διεργασίες και πρακτικές συλλογικού χαρακτήρα. Γεγονότα μείζονος εμβέλειας, κρίσεις, πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, μείζονες ιδεολογικές ή πολιτισμικές ανακατατάξεις δεν επηρεάζουν μόνο τον καθένα ξεχωριστά, παράγουν κοινές στάσεις και αντιδράσεις που ορίζουν την πρόσληψη του παρελθόντος, πρόσφατου ή απόμακρου. Μετά την πρωτοφανή εκατόμβη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για παράδειγμα, η οποία κόστισε 9 εκατομμύρια ζωές μόνο στα πεδία των μαχών, το συλλογικό πένθος εκφράστηκε σε όλο τον δυτικό κόσμο με την ανέγερση κενοταφίων προς τιμήν του «άγνωστου στρατιώτη».
Πέρα από τη διαχρονική οφειλόμενη απόδοση τιμής στους νεκρούς, η πρακτική αυτή στόχευε στην ανάκληση στον νου όσων δεν είχε καταστεί δυνατό να αναγνωριστούν λόγω της βιομηχανικής μορφής της σύγκρουσης, αλλά και τόνιζε το χρέος μνήμης των ζώντων εκφρασμένο με τη μορφή μνημείου. Ταυτόχρονα, λειτουργούσε ως συμβολική αναγνώριση της θυσίας των πολιτών εκ μέρους της πολιτείας, όπως και ορατή επιβεβαίωση των αξιών του έθνους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επούλωση επιδιώχθηκε μέσα από τη συγκρότηση τελετουργιών (είναι χαρακτηριστική ως σήμερα η βρετανική τήρηση της Ημέρας της Ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου κάθε έτους) και μνημονικών αναπαραστάσεων, η επεξεργασία όμως ενός ιστορικού και κοινωνικού τραύματος μπορεί επίσης να αναζητηθεί σε διαδικασίες ηθικής αποκατάστασης ή επανόρθωσης. Σε παρόμοιες συνθήκες παραπέμπουν δημόσιες αιτήσεις συγγνώμης (η απολογία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ για το δουλεμπόριο), αποζημιώσεις και συμβολικές πρακτικές εγγεγραμμένες στον δημόσιο χώρο. Ως προς το τελευταίο αυτό, χαρακτηριστική είναι η μνημειοποίηση του Ολοκαυτώματος, με πιο ενδεικτικό ίσως παράδειγμα το «Μνημείο των δολοφονηθέντων Εβραίων της Ευρώπης», την έκταση των 19.000 τετραγωνικών μέτρων σπαρμένων με στήλες από τσιμέντο που οι αρχιτέκτονες Πέτερ Αϊζενμαν και Μπούρο Χάπολντ διαμόρφωσαν στο κέντρο του Βερολίνου.
Μια κοινωνία επεξεργάζεται, επομένως, τα συλλογικά της τραύματα τόσο άμεσα όσο και σε βάθος χρόνου προκειμένου να μπορέσει να τα ξεπεράσει και να μη λάβουν τη μορφή χαίνουσας πληγής στη συνείδησή της. Αν, ωστόσο, το συλλογικό και το δημόσιο πένθος αποτελούν ακριβώς τη μορφή της άμεσης αντίδρασης που υποδηλώνει την ανάγκη της παρηγορίας, υπάρχει και η διάσταση της επιδίωξης της κάθαρσης. Και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί ποτέ να παραγνωρίζεται το αίτημα της διερεύνησης των περιστάσεων και των αιτίων που οδήγησαν στο τραύμα. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παγίωσης συλλογικών χασμάτων – συνθήκης επικίνδυνης που η ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα έχει βιώσει κατ’ επανάληψη.